blog




Ρενάτ Ντασάεφ: ένα όνομα για μια ιστορία

E-mail Εκτύπωση PDF

Δύο υπήρξαν τα καλέσματα της Ιστορίας που ως πιτσιρικάδες ή έφηβοι προλάβαμε, εμείς των ’80 οι ατυχείς. Καλέσματα, οριακές προκλήσεις, για να αναμετρηθούν στα σοβαρά το ταξικό φρόνημα και η επαναστατική συνειδητότητα με μια κάποια συγκρότηση εθνικής ιδεοληψίας· στην ουσία: μια αναμέτρηση των επιλογών μας επί των συλλογικών σχημάτων που μπορού(σα)με να αντιληφθούμε, η αναζήτηση μιας αίσθησης ένταξης σε ένα κάποιο «εμείς».

Και στα δύο, ήμουν μέσα στο γήπεδο. Και αν στο μπασκετικό έπος του ’87, τα αγνά και καθαρά μάτια ενός οχτάχρονου δεν μπορούσαν παρά να εντυπωσιαστούν και να ταυτιστούν με τον Δαβίδ -τον αδύναμο, τον τόσο αουτσάηντερ, που ύψωνε ηρωικό ανάστημα απέναντι στα θηρία της στέππας και τους καυκάσιους τιτάνες, γεμίζοντας 103 πόντους το καλάθι τους και ξεψυχώντας λίγο μετά από αυτούς, με όλη την πνοή στην τελευταία ανάσα- μα και να αλληθωρίσουν για λίγο με αφέλεια στα άναρθρα σουξέ ενός εθνικού συλλογικού ασυνείδητου, το επόμενο κάλεσμα δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Θες γιατί η ποδοσφαιρική Σοβιετική Ένωση του 1988 καταλάμβανε ήδη μια θέση στο πάνθεον των ποδοσφαιρικών αγιοτήτων –σε σαφές κοντράστ με την εικόνα της τρομακτικής υπερδύναμης των μπασκετικών γιγάντων- θες γιατί το αντιπροσωπευτικό σύνολο της ελλάδας στο ποδόσφαιρο τότε, δεν μας είχε ακόμα συνηθίσει σε μεγάλες ανατροπές με σφεντόνες –πόσο μάλλον σε κατακτήσεις τίτλων με γιόμες, αντεπιθέσεις και τα απαραίτητα γκολ- θες γιατί το κόκκινο χρώμα στη φανέλα ενέπνεε ασφαλώς περισσότερη εμπιστοσύνη και θέρμη, θες γιατί τα αρχικά CCCP στο στέρνο φάνταζαν σαν ένας εξωτικός κωδικός ενός μυθικού κόσμου, για τον οποίο κυρίως ακούγαμε και ποτέ δεν βλέπαμε –και όσο πιστεύαμε στους δράκους και στον αη βασίλη και ζούσαμε το μύθο παίζοντας Κάστρα και Πολιορκητές, άλλο τόσο πιστεύαμε στο Μπρέζνιεφ, παίζαμε τον Κάστρο και τον Τσε και ζούσαμε έναν άλλο μύθο: ότι η μούμια του Λένιν μια μέρα θα συνέλθει από την ταρρίχευση, θα δραπετεύσει πό το μαυσωλείο της και θα ξεταρριχεύσει εκατομμύρια μπολσεβίκων μαχητών για να έρθουν να ελευθερώσουν κι εμάς. Αυτά όμως ίσως και να αποτελούν εκλογικεύσεις της σημερινής εμπειρίας και σκέψης, αφού στα μάτια του εννιάχρονου όλη η εξήγηση ήταν σαφώς πιο ξεκάθαρη και απλή και είχε όνομα: Ρενάτ Ντασάεφ.

Ήταν 23 Μαρτίου του 1988. ΟΑΚΑ. Ο πατέρας μου, κάνοντας χρήση της φωτοειδησεογραφικής ταυτότητάς του, με πάει κατευθείαν στον αγωνιστικό χώρο και μου βρίσκει μια θέση πίσω από το γκολπόστ του Σοβιετικού γίγαντα. Ήταν ζήτημα να είχα δει δύο ή τρεις αγώνες από τέτοια πλεονεκτική θέση –απ’ό,τι θυμάμαι ήταν του Γαύρου- και η εμπειρία μου ήδη άγγιζε διαστάσεις, που και τότε ένιωθα –και τώρα ξέρω- πως ξεπερνούσαν (ακόμα και) το μύθο. Από τη μία, μια σχεδόν θρυλική εντεκάδα της εθνικής ελλάδας: Γκιτσιούδης κάτω απ’τα δοκάρια, μετά αλλαγή με Μανίκα, στην οπισθοφυλακή Αποστολάκης, Κολομητρούσης, Μανωλάς, Μίχος και Τσαλουχίδης, αλλαγή ο Σκαρτάδος, και μπροστά, αριστερά και δεξιά, πάνω κάτω –μία θέση ήταν τότε όλα αυτά- Σαραβάκος, Καραπιάλης, αλλαγή ο Αντωνίου, Ζιώγας, Μητρόπουλος, Κωφίδης. Στον πάγκο ένας βούδας εκτελώντας χρέη προπονητή, πολύ πριν αποκατασταθεί επαγγελματικά ως τηλεοπτικός σχολιαστής ομοσπονδιακών προπονητών –Μίλτος Παπαποστόλου. Η παράταξη της Σοβιετίας ακόμα πιο μυθική: ο ήρεμος γίγαντας άρχοντας της μεγάλης περιοχής και μπροστά του ονόματα όπως Κουζνέτσοφ, Χιντιατούλιν, Γιακοβένκο, Ζαβάροφ, Λιτόφτσενκο, Κουσμάνοφ, Μπελάνοφ και, φυσικά, ο τρισυπόστατος Όλεγκ που διαδέχθηκε τον άλλο παμμέγιστο Όλεγκ, ο οποίος και καθόταν στον πάγκο μαζί με Μιχαϊλιτσένκο, Αλεϊνίκοφ, Ντομπροβόλσκι, δίπλα όλοι στον μεγαλοπρεπή Βαλερί Λομπανόφσκι.

Θυμάμαι τον αγώνα να κυλάει σαν ένα οπτικό παραλήρημα, κανονικός βιασμός για τα άγουρα μάτια ενός παιδιού, μια ιερή τελετουργία στην κάθε λεπτομέρειά της, στην κάθε φάση, σε κάθε πάσα, η οποία με έκανε για πρώτη –και τελευταία- ίσως φορά να καταλάβω ξεκάθαρα τι δύναμη μπορεί να αντλούν οι θρησκευόμενοι άθρωποι από τους θεούς που πιστεύουν. Για να μην πολυλογώ -μιας και θυμάμαι μόνο ό,τι είχε να κάνει με κόκκινο- στο δεύτερο μόλις λεπτό ξεκινάει το πανηγύρι και ο Προτάσοφ φιλοδωρεί με φιλικό τεμάχιο το ελληνικό δίχτυ. Το ίδιο κάνει δεκαπέντε λεπτά μετά κι ο Γκενάντι Λιτόφτσενκο –συμπαίχτης του στο Θρύλο του Μπλαχίν λίγα χρόνια αργότερα, μιλώντας πάντα για θρησκευτικές εμπειρίες. Αλλαγές εκατέρωθεν στο β’μέρος, το σκηνικό του αγώνα όμως στο ίδιο τέμπο: άλλα δύο μπαλάκια ο Προτάσοφ, στο 49’ με το καλημέρα και στο 57’. Σύνολο επίθεσης: εφτά, αν υπολογίσουμε και το φιλικό στη Μόσχα έξι μήνες πριν –με το παθητικό της αμαγάριστο από ελληνικό πόδι από το 1979, οπότε και το τέρμα του Τάκη Νικολούδη σε αγώνα προκριματικών ευρωπαϊκού πρωταθλήματος· ένα από τα τρία συνολικά τέρματα που σημειώθηκαν απέναντι σε ομάδα ενωμένης Σοβιετίας από το 1965 μέχρι το 1988 (και ενώ στο ίδιο διάστημα οι σοβιετικές αρκούδες μας κέρασαν 21 λαμπρά υπομνήματα της δύναμης του υπαρκτού ποδοσφαιρικού σοσιαλισμού). Εφτά λοιπόν σε δύο απανωτά ματς, 21 δια 3 επίσης κάνει 7, δηλαδής ένα γκολ ελληνικό ανά εφτά σοβιετικά, εφτά μας πήρε η αριστερά, μην το ζορίζεις.

Και έρχεται το 87ο λεπτό που ο Βίκτορ Τσάνοφ μπαίνει αλλαγή, τιμητικά, στη θέση του Ντασάεφ που θα ζήσει την αποθέωση από τους θιασώτες της κουλτούρας της μεταπολίτευσης που δυνάστευαν την κερκίδα. Είναι η στιγμή που το ρίγος διατρέχει βίαια και μονομιάς το παιδικό σώμα, το μη μαθημένο σε ρίγη και συγκινήσεις, η στιγμή που η Ιστορία σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη για να σου υπενθυμίσει το ραντεβού. Για την ακρίβεια, είναι το χτύπημα στην πλάτη από το πατρικό χέρι, «έλα, πάμε να τον βρούμε στον πάγκο να σου υπογράψει τη φωτογραφία». Τη φωτογραφία που είχε βγάλει μόλις μία μέρα πριν μαζί του στο ξενοδοχείο που φιλοξενούσε τη σοβιετική αποστολή· ένα ακόμα μικρό σοκ που όφειλες να διαχειριστείς όπως μπορούσες: ο πατέρας σου αγκαλιά με τον Ντασάεφ, χαμογελαστοί και ωραίοι ως σοβιετικοί.

Σχεδόν θυμάμαι κάθε βήμα· να τρέμω και να σφίγγομαι, τόσο που να νιώθω ότι μικραίνω, αίσθημα απωθητικό και συναρπαστικό ταυτόχρονα, το οποίο απάντησα πολλά χρόνια αργότερα όταν είδα εικόνες με προσκυνητές στο μαυσωλείο του Βλαδίμηρου και πιστούς στα διαγγέλματα του πατερούλη Σήφη. Θυμάμαι να έχω καταπιεί όλες τις λέξεις, να έχουν εξαφανιστεί οι ήχοι, η γλώσσα μου να μην υπάρχει, το σάλιο να έχει στερέψει μαζί με κάθε ανάσα, η καρδιά μου να έχει πεταχτεί έξω, ήμουν σίγουρος ότι κάπου μου είχε πέσει, τα πόδια με δυσκολία με κρατούσαν, ίσως και να μην είχα πόδια πλέον, ενώ ένας αυθαίρετος μυστήριος φόβος -καθώς πλησιάζαμε στον πάγκο- οδηγούσε το βάδισμά μου με σοβιετικό τέμπο: ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω. Ο πατέρας μου του δίνει τη φωτό, εγώ από πίσω παρακολουθώ, έτοιμος να διαλυθώ, αν δεν είχα ήδη διαλυθεί. Υπογράφει, λύτρωση.

Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να έχεις τα παιδικά σου είδωλα στο ένα μέτρο -όντας παιδί, όντας παραμυθιασμένος, άμαθος ακόμα στις διαδικασίες της απομυθοποίησης και της απομάγευσης- εκείνο που συνειδητοποιείς μαγικά, με αυτό το παραλυτικό ρίγος που σχεδόν σε ακυρώνει και σε τρομάζει, είναι ότι οι θεοί σου δεν υπήρξαν θεοί απλησίαστοι, ότι οι δικοί σου θεοί δεν υπήρξαν στον ουρανό αλλά στη γη, ότι τα χαρτάκια της panini που μάζευες τα καλοκαίρια αντιστοιχούσαν σε μικρές και μεγάλες ιστορίες ανθρώπων με κατορθώματα πραγματικά και όχι φανταστικές ιστορίες σούπερ ηρώων του χαρτιού ή της οθόνης, ότι τα είδωλα δεν ήταν είδωλα –καθρεφτίσματα ή ομοιώματα, κατά την ετυμολογία- αλλά πρότυπα. Ότι πριν από αφίσα στο δωμάτιό σου, όλοι αυτοί υπήρξαν άνθρωποι πραγματικοί, δίπλα σου, ανάμεσά σου. Και ότι η πράξη τους γίνεται οδηγός πως ό,τι έχουν καταφέρει, άνθρωποι το'χουν καταφέρει.

Έτσι, χωρίς πολλά πολλά, έγινε σαφές μέσα μου πως, ακόμα και σε τρυφερή ηλικία, ο διαλεκτικός υλισμός μπορεί να αφομοιωθεί βιωματικά ως τρόπος σκέψης, χωρίς βιβλία και κατήχηση σε ανήλιαγες γιάφκες. Κι όταν μετά από πολλά χρόνια, ένας άλλος θεός εξ Αργεντινού εδάφους ερχόταν να υπογράψει αυτόγραφα και φανέλες σε κάποιο κόκκινο μαγαζί του πειραιώτικου ναού, αρνήθηκα την εμπειρία και την ευκαιρία να βρεθώ ξανά στο ένα μέτρο. Γιατί πέρα από τον Αϊζενστάιν, τον Μαγιακόφσκι και τον Σοστακόβιτς, μας μαγεύουν εξίσου ο Ταρκόφσκι, ο Σνίτκε κι ο Σκριάμπιν. Πέρα κι από το διαλεκτικό υλισμό, πως να το κάνουμε, έναν θεό κάπου ψηλά στον ουρανό τον θέλουμε. Για να σώζεται πάντα κάτι από τη γοητεία του απλησίαστου. Σαν την εστία του Ντασάεφ.

 

[το κείμενο έχει γραφτεί αποκλειστικά για το ανάδελφο περιοδικό Humba! και το πλούσιο αφιέρωμά του στους τερματοφύλακες - δημοσιεύτηκε με τον τίτλο 'Ρενάτ Ντασάεφ, ο Ρώσος γίγαντας', τεύχος 7, χειμώνας 2012]

Ο Ντασάεφ κρατάει την Ιστορία στη θέση της, αποκρούοντας πέναλτι
(Σαραβάκου ή Μητρόπουλου, δεν είμαι σίγουρος).
από την κατηγορία: subbuteorema best


έκτακτο τέλος εποχής

E-mail Εκτύπωση PDF

στη μνήμη του Κώστα Τζιαντζή

Η πραγματικότητα ξεγλιστράει ανάμεσα στις χαραμάδες που ο ζόφος της καθημερινότητας ακόμα επιτρέπει. Η πραγματικότητα, βίαια και χυδαία εξαναγκασμένη, βίαια και ήσυχα εξαπατημένη, παραιτείται άτσαλα από το ρεμβασμό, από τον ρομαντισμό των μικρών κινήσεων, από τον ηρωισμό των μεγάλων βημάτων. Με χέρια και πόδια -με δεμένα τα χέρια και τα πόδια- αφοσιώνεται στην ανάγκη. Η ανάγκη γίνεται Ιστορία και η Ιστορία γίνεται σιωπή. Και μέσα στη σιωπή, βρίσκεται όλος ο χώρος για τις εκρήξεις εντός σου, για την άρρητη απελπισία σου να γίνει ρητή· μέσα στη σιωπή, υπάρχει όλος ο χρόνος. Κι όμως, ψάχνεις ν'ακουμπήσεις και δεν βρίσκεις. Ψάνεις απάγκιο να σταθείς και μοιάζουν τα πάντα χέρσα, μπετόν έχει γεμίσει τον κόσμο σου και το βλέμμα σου, οι άνθρωποι γύρω σου κυκλοφορούν σε βάρκες, σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τα χέρια τους κουπιά, σαν σε ναυάγιο, καταμεσής ενός πελάγους που έχει καταπιεί κάθε στεριά, κάθε δεσμό, κάθε ρίζα και φύλλο. Κι είναι ένα πέλαγος μπετόν.

Μετράς τις παρουσίες, τις απουσίες, στο τέλος δεν σου βγαίνει. Μετράς τους φίλους, τους συντρόφους, πάλι δεν σου βγαίνει. Δεν ξέρεις πια ούτε που να πας να χτίσεις έναν ουρανό -ένα στασίδι ή μια ρίζα- δεν ξέρεις καν που είσαι πλέον στο χάρτη. Δεν ξέρεις ποιος σε κυνηγάει, δεν ξέρεις ποια μοίρα θέλει τη μέρα εχθρό σου κι όχι φίλο. Ψάχνεις πρόχειρα στις αναμνήσεις -από παρελθόν ή μέλλον- να αρπαχτείς βίαια από κάπου, κάτι, ένα κάποτε ή ένα τότε, να μυρίζει ασφάλεια, τζάκι αναμμένο, βόλτα με φίλους και βλέμματα συνωμοτικά πάνω από χαμόγελα συντροφικά. Ψάχνεις βαθιά πιο βαθιά στα ντουλάπια, αφού η πρώτη μνήμη σου έχει γίνει μια συλλογή καρτ-ποστάλ ξεθωριασμένων, έχει κρυφτεί στο search του youtube, παλιές εκπομπές, παλιές σειρές, συναυλιάρες ιστορικές, επικές νίκες, θρυλικές ανατροπές, αναμονές, υπομονές, μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις, αυτές των φιλιών, κουραστικές πορείες, δακρυγόνα που χάρηκες, δάκρυα πάντα δάκρυα, ρεπορτάζ που χώρεσαν τους φίλους σου και τις νίκες τους, ρεπορτάζ που χώρεσαν τους φίλους σου και τις ήττες τους, ρεπορτάζ που δεν χώρεσαν ανθρώπους, άθλιες στιγμές του πολιτικού σκότους, μεγάλα βήματα, μικρές κινήσεις, σκοτάδια, ματαιώσεις, παιδικοί ήρωες τεράστιοι, εικονογραφημένα όνειρα, ιστορικές προκρίσεις, διαιτησίες κόντρα, στιγμιαίες ανατάσεις, εθνικές διατάσεις -υπήρξες και το '87, το ξέρεις- αφίσες του Ντράζεν Πέτροβιτς, συνθήματα για τον Ντράζεν Πέτροβιτς, συνθήματα, συνθήματα, ενθυμήματα, αναθέματα, αναθυμιάσεις, όλα συνθήματα. Στον τοίχο, αφίσες εθνικών ομάδων από χώρες που ούτε καν ήξερες που πέφτουν, στη γεωγραφία να πιάνεις τη βάση, αλλά στη μπάλα να ξέρεις ακόμα και το πατρικό όνομα κάθε λατίνου μπαλαδόρου, μια άλλη ποδοσφαιρική γεωγραφία που έκανε το μακρινό, κοντινό, που έκανε τις αποστάσεις ίσωμα, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση το '86 που σε έμαθε πως ο κόσμος μαζεύεται στο Μεξικό και παίζει μπάλα, με πολύχρωμες φανέλες, με πολύχρωμα πόδια, όχι με ανθρώπους εργαλεία, όχι με παίχτες πολυθεσίτες, αλλά με ανθρώπους από ατσάλι, ανθρώπους βράχους, ανθρώπους τρελούς, αλλοπαρμένους, με πρωτοβουλία, με ντρίμπλα, με πάσα στο φίλο, με κόλπα, με τσαγανό, με τσαμπουκά, με αυταπάρνηση, με διαιτησία κόντρα, εσύ πάντα με τα κόλπα. Έτσι έφτιαξαν αυτοί τις αναμνήσεις σου, μ'αυτά τα υλικά. Στο Μεξικό που ποτέ δεν πήγες, έμαθες ότι οι άνθρωποι απ'όλο τον κόσμο μπορούν να μαζεύονται, να βάζουν λίγη ομορφιά στα πόδια, να φοράνε πολύχρωμες φανέλες, να ντριμπλάρουν, να προσπερνάνε κάθε πραγματικότητα, να κάνουν πάσες στους φίλους, να μιλάνε με κόλπα, να πανηγυρίζουν νίκες, να παραδέχονται ήττες, να κλέβουν γκολ από την Ιστορία, κόντρα στην κόντρα, κόντρα σε κάθε κόντρα, να υψώνονται λίγο ψηλότερα, είτε ήταν 1 και 95, είτε 1 και 65, πάντα λίγο ψηλότερα, να σηκώνεσαι κι εσύ λίγο ψηλότερα, να σηκωνόμαστε όλοι, να μένουμε ψηλά, να αιωρούμαστε, να παραληρούμε, να ζούμε την πραγματικότητα ως γιορτή.

Τώρα που καμιά πραγματικότητα δεν επιτρέπει γιορτή, που η γιορτή στριμώχτηκε στις πιο ανίερες, σκιερές διαδικασίες της βιοπάλης και της πάλης για κάτι ελάχιστο -αξιοπρέπεια, ασπούμε- τώρα που κανένα βλέμμα δεν βλέπει τη γιορτή, αλλά βλέπει το σκοτάδι, βλέπει την ήττα, βλέπει τις ματαιώσεις να γίνονται βεβαιότητες, τις μικρές κινήσεις να γίνονται πολυτέλεια και τα μεγάλα βήματα να εκτρέπονται χυδαία, τώρα λοιπόν δεν είσαι πια το παιδί στις αλάνες, είσαι ο ενήλικος στο δρόμο -στο δρόμο χωρίς δουλειά, στο δρόμο διεκδικώντας, στο δρόμο αναζητώντας, καμιά φορά και παραπατώντας- τώρα δεν μαζεύεις χαρτάκια της πανίνι, δεν μαθαίνεις ονόματα λατίνων μπαλαδόρων, τώρα δεν έχει πια ωραία μπάλα. Τώρα τελείωσε το Μουντιάλ του Μεξικού, τώρα τελείωσε η γιορτή. Τώρα έφυγε και ο Σόκρατες.

από την κατηγορία: subbuteorema best


από ελεγχόμενη θέση οφσάιντ

E-mail Εκτύπωση PDF

Μου είναι γνώριμη αυτή η φωνή. Αν δεν είναι αυτός, δηλαδή, σίγουρα θα είναι κάποιος κλώνος του. Δεν είδα τα σχετικά credits του κρατικού καναλιού, στην αρχή της μετάδοσης, αλλά όλα τα σημάδια είναι οικεία: θες η συνήθης αφηγηματική αγκύλωση, όπου κλισέ και εμμονές παίζουν μπάλα (έρχονται ισοπαλία, παράταση και μπαράζ από εκνευριστικά πέναλτι), κάνοντάς μας γνωστό (ψυχαναγκαστικά κάθε 10 λεπτά) πως η Άρσεναλ "μπήκε δυναμικά στον αγώνα, αλλά μόνο για 12 λεπτά" (τα οποία σε κάποιες επαναληπτικές αναφορές έγιναν 15, και μετά πάλι 12). Θες αυτή η βελούδινη χροιά της φωνής όταν εκφέρει μεγάλες στιγμές της ποδοσφαιρικής τέχνης όπως το αράουτ ή οι καθυστερήσεις, η οποία σε συνδυασμό με μια πολύ προχωρημένη έννοια περί progression στη ρυθμική ροή του λόγου -όπου βαρεμάρα, ζοχάδα και ξαφνικά ξεσπάσματα ενθουσιασμού συναντιούνται στη γωνία αναπάντεχα και πίνουν ποτά, χρεώνοντάς τα στην ηρεμία μας- δεν μπορεί παρά να προκαλεί τον αρρωστημένο θαυμασμό στον τελευταίο σουρρεαλιστή προβοκάτορα του σπορτκάστινγκ. Αυτά όμως είναι τα σημάδια, όχι η στάμπα, το σήμα κατατεθέν. Το οποίο όταν πλέον διατυπώνεται και περνάει μέσα από τα ηχεία της widescreen οθόνης μου, δεν έχω πλέον καμία αμφιβολία για το ποιος μεταδίδει αυτή την τελετουργία: ο άνθρωπος που ξέρει από καλό οφσάιντ, που για να περιγράψει την κάθε φάση (γκολ, φάουλ, αλλαγή, πέναλτι, ξύλο, άουτ, κόρνερ, καθυστέρηση) πρώτα πρέπει (επειδή το μπορεί) να αποφανθεί αν ο εμπλεκόμενος είναι σε θέση οφσάιντ, και μετά (σε βάθος χρόνου πιθανώς) να μας αναγγείλει το νέο: ΓΚΟΛ!

Συνηθισμένος προφανώς από τα εγχώρια ποδοσφαιρικά πεπραγμένα -όπου η εκδίκαση του οφσάιντ συνιστά ίσως τη μέγιστη συναρπαστική περιπέτεια απ'όταν ο Ζιοβάνι εγκατέλειψε τα ημεδαπά τερέν- ο σωστός σπορτοκάστορας αισθάνεται χρέος του να μας ανοίγει τα μάτια και να μας πληροφορεί έγκυρα (υπολογίζοντας πάνω απ'όλα το κοινό περί δικαίου αίσθημα) πριν μας περιγράψει το ίδιο το γεγονός, και έτσι, αφήνει στην άκρη το γεγονός και μας μιλά για τις καραγκιόζικες εντυπώσεις του, αφού το πρώτο που βρίσκει να πει είναι για τον επόπτη που πάει προς τη σέντρα και ενώ τη στιγμή εκείνη μπορεί να διηγηθεί ένα εκατομμύριο διαφορετικές συναρπαστικές ιστορίες· ιστορίες για λαούς, ιστορίες για Ινιέστες, ιστορίες για τη φύση του ποδοσφαίρου· ιστορίες γενικά. Έτσι λοιπόν, συνηθίσαμε όταν ακούμε περιγραφή στα ελληνικά -και όχι κάτι τέτοιο- να είναι άρρηκτα δεμένες οι εμπνεύσεις του Λιονέλ Μέσι με τη φράση "που δεν είναι σε θέση οφσάιντ". Σχεδόν έχουμε ψυχαναγκαστεί να βλέπουμε το παιχνίδι της Μπάρτσα ως μια οριακή περίπτωση ανάπτυξης που δυσκολεύει τη σπουδαία κατάκτηση της ανθρώπινης διανόησης που λέγεται τεχνητό οφσάιντ, να κρίνουμε την επιτυχή έκβαση των συνδυασμών από το πόσο μέσα στους κανόνες είναι (εφ'όσον δεν τους παραβαίνουν) και όχι από το τι κανόνες και σταθερές δημιουργούν λ.χ. η απίθανη αέναη κίνηση του Βίγια, η συνεχής αλληλοκάλυψη θέσεων του Μέσι, η παράλληλη κίνηση στον άδειο χώρο του Ντάνι Άλβες. Έχει εξοβελιστεί δια παντός η γνήσια μπαλαδόρικη ορολογία που θα περιέγραφε τα γκολ του Βίγια, του Μέσι, του Αρσάβιν και του Φαν Πέρσι, ως "γκολάρες" και όχι "σημειώνει γκολ, κανονικό, αφού δεν είναι σε θέση οφσάιντ" και τη μπάλα που βλέπουμε ως "μπαλάρα" και όχι "το καλύτερο παιχνίδι του Τσαμπιοσλή μέχρι τώρα". Το γκολ -αλλά και η κάθε φάση- δεν ορίζεται από αυτό που δεν είναι, αλλά από αυτό που είναι. Η μπάλα που παίζουν μεταξύ τους η Μπάρτσα και η Άρσεναλ, δεν είναι αντικείμενο προς κρίση για το στόμα του Θεοφιλάντε, ούτε φόρουμ για τις γνώμες-κωλοτρυπίδες των άμπαλων. Είναι αυτό που δεν μπορούμε να φτάσουμε, εκείνο που δεν μπορούμε να διανοηθούμε, μέσα από τις νόρμες που εννοούμε και αναπαράγουμε. Είναι ανέφικτο για μας, όπως πολλά άλλα. Είναι όμως και εφικτό, αφού το βλέπουμε, αφού υπάρχει. Είναι μπαλάρα. Τελεία.

Ο επιθετικός, ο τεράστιος μπαλαδόρος, ο που του πρέπει ολόκληρος αστερισμός στο όνομά του, δεν βρίσκεται εκεί για να μην παραβεί τον κανονισμό του οφσάιντ. Βρίσκεται εκεί ακόμα και για να τον ξεγελάσει αυτό τον οριακό κανονισμό -ο οποίος δεν έχει και πολύ θέση σε ματς με ρυθμό και κίνηση σαν το χτεσινό- βρίσκεται εκεί για να σημειώσει ένα παραπάνω γκολ, για να σημειώσει άλλο ένα όμορφο γκολ, για να σηκώσει την εξέδρα, για να χαρίσει άλλη μια μεγάλη συγκίνηση στους τρομερούς Άγγλους που κατέκλυσαν το Emirates (καθώς και κατακόρυφη αύξηση της κατανάλωσης στις λονδρέζικες παμπ, αμέσως μετά). Βρίσκεται εκεί για να εκθέσει την αντίπαλη άμυνα και τα διάφορα τεχνάσματά της και να δείξει πως μόνο η επίθεση μπορεί να φέρει την πρόκριση, αφού ακόμα και στα ανυπόφορα Χ, ακόμα και στα ματς "τακτικής", τα γκολ είναι που θα μετρήσουν και όχι οι καλύτερες άμυνες. Στη χώρα που η πυξ-λαξ άμυνα, τα ασφυκτικά μαν-του-μαν και το θέατρο για καθυστέρηση, συνιστούν τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές εγνωσμένες αρετές μας, η ανάγνωση των επιτευγμάτων των άλλων δεν μπορεί παρά να είναι ανερμάτιστη, ενοχική και εμμονοληπτική.

Για 70 περίπου λεπτά, ο μεγάλος Αλέκος έβλεπε ένα δυνατό παιχνίδι και μας πληροφορούσε ανελλιπώς για τη δυναμικότητα των δύο ομάδων -λες και δεν ήταν ξεκάθαρη μπροστά στα μάτια μας- επαναλαμβάνοντας, κατά τακτά διαστήματα ως mantra, την υπεροχή της Άρσεναλ κατά το πρώτο 12λεπτο (ή 15λεπτο). Κάπου εκεί, μέσα στο τελευταίο 20λεπτο, διαπίστωσε πως πράγματι παρακολουθούμε όλοι ένα σπουδαίο αγώνα -αφού ΦΥΣΙΚΑ και είναι μεγάλη ομάδα η Άρσεναλ, αφού ΜΟΝΟ μεγάλες ομάδες (και όχι ομάδες του 10λεπτου) μπορούν να ανατρέψουν την υπεροχή της Μπαρτσελόνα, αφού ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΚΕΙ φαίνονται οι μεγάλες ομάδες και η αξία της στόφας τους, έξω από κάθε εκατομμύριο και μπίζνα, έξω από οποιαδήποτε σκοπιμότητα, πέρα από αυτή της νίκης. Ανάμεσα στα φτυσίδια και τα χασμουρητά του, ο αργόμισθος της ΕΡΤ, δικαίωσε τον προπονητή των Καταλανών -ο οποίος θα το'χε μαράζι να πάει για ύπνο, χωρίς να έχει βιώσει την αναγνώριση από τους έμμισθους της Μεσογείων. "Είχε δίκιο ο Γκουαρδιόλα" απεφάνθη προς το τέλος με στόμφο, αναφορικά με την πρόβλεψη του Πεπ ότι θα ήταν ένα πολύ δυνατό και συναρπαστικό παιχνίδι. Ασφαλώς και ήταν: και για όλους μας -το είδαμε και το απολαύσαμε- αλλά και για εκείνον -αφού κανείς δεν ήταν σε θέση οφσάιντ.

Λεφτά υπάρχουν στην ΕΡΤ. Τα έχεις πληρώσει εσύ μαλάκα Έλληνα φορολογούμενε. Για να τα παίρνει ο Αλέκος και να μας γαμάει τη μόνη πραγματική τελετουργική συγκίνηση που μπορούμε να βιώσουμε παρακολουθώντας το κωλοκούτι.

από την κατηγορία: subbuteorema best


για τον π(αν)ούτσο

E-mail Εκτύπωση PDF

Και ποιος θα γαλουχήσει στην ανώτερη διαλεκτική τους θαμώνες των καφενέδων, τους κατόχους των διαρκείας στην 7, τους ξάγρυπνους αργόσχολους που τηλεφωνούν τον πόνο τους στα ραδιόφωνα, τους οπαδούς μπουτίκ (και official merchandise) κοπής, και -για να μην μακρυγορώ- όλους εκείνους τους κοινωνικά και πολιτικά ανερμάτιστους -που μαζί με τις βαριές προτεραιτότητες των ευαισθησιών τους περί Μήτρογλου, Βύντρα και πολυμετοχικότητας- θέλουν να ανέβουν ένα σκαλί επάνω και να αποκτήσουν πολιτική αποψάρα και επίφαση κοινωνικής συνείδησης; Ο άνθρωπος μας είναι εδώ. Τα παιδιά του κατώτερου θεού -που δεν έχουν πρόσβαση (και χρόνο για) στις κουλτουριάρικες φιλολογίες (ή άλλως: στα τεκμήρια της ανθρώπινης διανόησης και πολιτισμού), έχουν ήδη έναν ανώτερο (για) θεό που βρίσκεται πάντα εκεί επιτελώντας λειτούργημα και όχι επάγγελμα, βρίσκεται πάντα εκεί όταν ο συστημικός λόγος εμφανίζει κάποιο έλλειμμα, όταν η ατραπός της εξουσιαστικής συνοχής (και συναλλαγής) απειλείται από οδοφράγματα.

Ο Αντώνης Πανούτσος (μαζί με την καλή του φιλιππινέζα, που παίζει το ρόλο του μαθητή δίπλα στο σοφό γκουρού) δίνει καθημερινά (τσάμπα) διαλέξεις περί της υπερβατικής θεώρησης των ποδοσφαιρικών πεπραγμένων -όταν υπερβατική για τον αμοιβαδικό νου πολλών ακροατών του δεν είναι παρά μια παραφιλολογία γύρω από σκόρπιες κουβέντες αποδυτηρίων και παραγόντων, τις οποίες ο γκουρού συνδυάζει με ένα πιασάρικο τσιτάτο και μια αναφορά στον Χάιντεγκερ, γαρνιρισμένα με μια ανεκδοτική διάλεκτο και μια υπεράνω και λαρτζ προφορά. Η έννοια του υπεράνω στην περίπτωση, ερμηνεύεται ως μαγκιά από τους ίδιους ακροατές, που αναγνωρίζουν στον γκουρού την εμπνευσμένη κυνικότητά του και το στυλάτο κουλ. Στους καιρούς μας όμως, η περίπτωση να μη σε αγγίζει τίποτα -σε βαθμό που να μην εξεγείρεσαι και οδύρεσαι ποτέ και για κανένα λόγο- συνήθως συνάδει με τη διαπίστωση να ανήκει το τομάρι σου στους χορτάτους, οι οποίοι έχουν ξεμπερδέψει με τις άμεσες βιωτικές ανησυχίες και η κοινωνική συνείδηση δεν είναι παρά ένα ενδιαφέρον topic για καφενολόι στον ελεύθερο χρόνο τους.

Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, λέει το κλισέ. Στους τυφλωμένους, κουμάντο κάνει εκείνος που μπορεί να ελέγχει την τύφλωσή τους -που ίσως και να έχει ευθύνη για αυτήν και που σίγουρα έχει τον τρόπο να τη θεραπεύσει. Έστω: στο βαθμό που του αναλογεί. Στο βαθμό που του αναλογεί λοιπόν, ο Αντώνης ως alter ego του Πάγκαλου, εκφέρει χοντράδες ως δήθεν σταράτες αλήθειες, φτύνοντας μισανθρωπισμό και κοινωνική ασυνειδησία. Οι αλήθειες αυτές εκλαμβάνονται ως σταράτες και ντόμπρες, από εκείνους που ούτε για την αλήθεια έχουν ψάξει ποτέ τους, ούτε για τη ντομπροσύνη έχουν σαφή και στέρεη θέση -ειδικά όταν αυτές οι σταράτες αλήθειες συμπληρώνονται με troktiki πληροφόρηση από Μάκη και ψυχαγώγηση από Λάκη.  Αν και θα το'θελε πολύ, σε βαθμό ονείρωξης, δύσκολα ο ανώτερος καφενειακός λόγος του μπορεί να γίνει βήμα διαλεκτικής για κάποιον σοβαρό νοήμονα άνθρωπο.Στο βαθμό που του αναλογεί λοιπόν, ο γκουρού χρειάζεται ένα πόπολο για να δημαγωγεί, για να του παρέχει τις αλήθειες που εκείνο δεν προλαβαίνει (ή δεν μπορεί) να συντάξει, για να διατυπώνει όσο γίνεται πιο ακραία τις μύχιες ανησυχίες των ληπτών του -ώστε να κατοχυρώνεται έτσι, σε ηθικό και δεοντολογικό επίπεδο, τόσο ο λόγος όσο και η φρασεολογία ενός φοβικού λεξικού, συντεταγμένο με τις θεμελιώδεις αρχές του κοινωνικού αυτοματισμού και φωτισμένο από την ουμανιστική κατατονία του homo homini lupus. Α, και αδρά αμοιβόμενο.

Συνδέοντας αυτές τις δύο παραγράφους με την εισαγωγή μου, αναζητώ λίγο χώρο για να σκορπίσω τον εμετό μου, όταν διαβάζω το τελευταίο πόνημα του Πανούτσου περί μεταναστών και ρατσισμού -όλως τυχαίως δημοσιευμένο σε αστική εφημερίδα, της οποίας ο εξωθεσμικός ρόλος κάποτε είχε υποκαταστήσει τον θεσμικό, αν θυμάμαι καλά, και όταν μετά ένα άλλο (πραγματικό) θεσμικό όργανο διαπίστωσε παραβάσεις και κατακύρωσε ποινές, τότε ο ρόλος κρύφτηκε πάλι ήσυχα στην εξωθεσμικότητά του και όλα ωραία και καλά. ΟΛΑ, δηλαδή και πάλι φέτος με τον σύντροφο Θέμο. Όσο για τον σύντροφο Πανούτσο, οι υγιείς καιροί θα του απαντούσαν με πίσσα και πούπουλα, έτσι όπως θα απαντούσαν στον καθένα που από τον πλούτο των κοινωνικών συμπεριφορών επιλέγει την έπαρση, την ώρα που τα χαλάσματα έχουν φτάσει κάτω από τα πόδια μας και απειλούν την ίδια τη γη κάτω από τα πόδια μας. Ο άνθρωπος για τον οποίο το google search engine αγνοεί περίπου 40 χρόνια δημοσίου βίου και βιοπορισμού, χτίζει μια νέα καριέρα πάνω στα συντρίμμια των άλλων, διαλαλώντας δεξιά κι αριστερά (κυρίως δεξιά) την ταξική αλαζονεία του, βέβαιος πως ακόμα κι αν εκείνος είναι ο μανάβης, δεν θα σηκωθούν ποτέ τα μαρούλια να τον χτυπήσουν. Παράλληλα, η καριέρα αυτή προσφέρει και ανεκτίμητης αξίας υπηρεσίες στον εξουσιαστικό λόγο, αφού τα νοηματικά κενά που εκείνος δημιουργεί -και απογοητεύουν και εξεγείρουν αυτούς που περιέγραψα στην εισαγωγή- βρίσκουν ιδανικό -σταράτο, ντόμπρο, αντρίκιο, έξω απ'τα δόντια, μάγκικο, κουλ, ψαγμένο- συμπλήρωμα στον επιφανειακά αντισυστημικό λόγο του λαρτζ αθλητικογράφου, ο οποίος επαναγοητεύει τους απογοητευμένους και τους ξαναφέρνει με συνοπτικές διαδικασίες πίσω στην τάξη μόλις χτυπήσει το κουδούνι. Και ακόμα πιο μέσα στην τάξη, αφού εκείνους που από το τελευταίο θρανίο τη λέγανε στον καθηγητή, με ένα μαγικό τρόπο τους δίνει αποψάρα καθηγητικότερη του καθηγητή, τους φοράει ένα ωραίο ρούχο εν είδει κοινωνικής ευμάρειας και ταξικής ανωτερώτητας και τους στέλνει (οικειοθελώς πάντα) στο πρώτο θρανίο να κάνουν τα μεγάφωνα φερέφωνα, παριστάνοντας τους ιndividuals -σε μια τάξη που η έννοια individuality αφορά μόνο το μισθό του καθηγητή.

Δεν είναι όμως υγιείς οι καιροί βλέπεις. Σημάδι αυτού το ότι η αγαπημένη τους τηλεοπτική σειρά αφορά ένα νησί με βαριά αρρώστους.

***

UPDATE: Φαίνεται πως τα σκάγια του εμετού έφτασαν μέχρι την αρχισυνταξία στο Πρώτο Θέμα και εντελώς ύπουλα (και εξόχως έντεχνα) οι αλήτες αρκουδέηδες, που θα'λεγε κι ο Πρόεδρος, αλλάξανε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου λινκ στο οποίο ήταν αναρτημένο το κείμενο του Πανούτσου με τον γελοίο τίτλο 'Αθήνα, το Ισλαμαμπάντ της Ευρώπης' και έβαλαν στη θέση του (αφήνοντας τα ίδια σχόλια και το ίδιο ακριβές web address) ένα επίσης άθλιο κείμενο του ίδιου με τίτλο 'Κοινωνία επαναστατικών φαντασιώσεων'. Το δε παλιό κείμενο ούτε στην cache μνήμη του google engine δεν το βρίσκεις (κάτι σαν το βιογραφικό του συντάκτη του). Ευτυχώς έχει αναδημοσιευτεί από πληθώρα φασιστοεθνικιστικών μπλογκς (τρομάρα τους), αλλά και άλλων που κάνουν τον κόπο να κρατούν τεκμήρια της πνευματικής κατάντιας μας. Αλλάξαμε το λινκ που ανακατευθύνει, για να μη χάνονται τα τεκμήρια της μωρίας. Άθλιοι, όπως και ο λόγος τους.

από την κατηγορία: subbuteorema best

από την κατηγορία: stealin beauty


οι αποστάσεις within poverty

E-mail Εκτύπωση PDF

[αποκλείστικ φώτο από Ντόρα Ντο]

Λεφτάδες καραλεφτάδες κατέβηκαν την Τρίτη να παίξουν μπάλα, προσφέροντας την αμοιβή (ή τη σύνταξη) εκείνης της ημέρας στους φτωχούς κάποιας άκρης του κόσμου. Ο κόσμος, ο εδώ κόσμος, επιβράβευσε.

Λεφτάς καραλεφτάς κατέβηκε την Τετάρτη στο Σύνταγμα και περνώντας μέσα από τους διαδηλωτές, χαμογέλασε κυνικά αναλογιζόμενος τη δική του αμοιβή (και σύνταξη), ενώ κοιτούσε τους φτωχούς αυτής εδώ της άκρης του κόσμου. Ο κόσμος, δυο-τρεις από τον εδώ κόσμο, τον πήρε με τις φάπες.

Αν με το πέρας του αγώνα της Τρίτης -αλλά και χάριν στον αγώνα- υπήρξε κάποια βελτίωση στους όρους που δημιουργούν, αναπαράγουν και μεγεθύνουν την παγκόσμια φτώχεια, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Αν, πάλι, με τις φάπες στον βουλευτή, σηματοδοτήθηκε κάποια εξέλιξη στις εργασιακές διεκδικήσεις, επίσης δεν το γνωρίζω. Αν δεχτούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις διατυπώνονται -έστω και σε φαντασιακό επίπεδο- κάποιοι από τους όρους του αγώνα against poverty, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις διαφορές στη συμπεριφορά του πόπολου -αφού η παράμετρος 'λεφτάς' παραμένει αμετάβλητη.

Ο Ζινεντίν προφανώς κερδίζει (ακόμα) πολλά περισσότερα χρήματα απ'όσα ο κ.Χατζηδάκης μπορεί να φανταστεί. Παρ'όλα αυτά, ο Ζινεντίν όχι μόνο ματώνει (έστω: μάτωσε back then) ως εργαζόμενος την αμοιβή του (έστω: την υπεραξία που ορίζεται ως αμοιβή του), αλλά ως μετέχων σε μια κοινωνική εκδήλωση που στηρίζεται κατ'εξοχήν από τα ερείσματα στις λαϊκές τάξεις, φυλάει ως υπόμνημα το ενδεχόμενο κάποιες εκφάνσεις της πράξης του και του προφίλ του να προσιδιάζουν αυτές των λαϊκών τάξεων. Κοινώς, μπορεί να είναι ένας από εμάς. Ή μπορεί να γίνει ένας από εμάς. Είτε από επιλογή είτε από αναγκαιότητα. Έτσι, μπορεί -έστω και εικονικά, έστω και σε επίπεδο επικοινωνιακής σημειολογίας- να μικρύνει τις αποστάσεις και στα μάτια του κόσμου -του φτωχού κόσμου- να μην είναι ο λεφτάς, αλλά ο μπαλαδόρος. Να το πάω και πιο πέρα, μπορεί να μικρύνει κι άλλες αποστάσεις και, σε πείσμα των Λεπενοτραγέλαφων της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεοληψίας, να είναι ο Αλγερινός και όχι ο Γάλλος.

Ο χ Χατζηδάκης δεν ματώνει για καμία από τις υπεραξίες που καρπώνεται. Ούτε καν για κάποια αμοιβή. Για να την απολαμβάνει εκείνος, ματώνουν κάποιοι άλλοι. Αναφορικά με τις λαϊκές τάξεις, αν τις δει στο δρόμο, είναι από εκείνους που θα περπατήσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Για την ακρίβεια, δεν πατάει καν στους δρόμους που οι λαϊκές τάξεις συναγελάζονται. Απομυζώντας όσο περισσότερο μπορεί (αλλά και υπερβαίνοντας εκείνο που νομικά ή ηθικά μπορεί) το μόχθο των λαϊκών τάξεων και υποθηκεύοντας το δικό τους μέλλον προκειμένου να εξασφαλίσει το δικό του παρόν, φροντίζει να μεγαλώνει με κάθε τρόπο τις αποστάσεις. Κοινώς, δεν θέλει να γίνει ένας από εμάς. Όχι από επιλογή, αλλά από αναγκαιότητα. Από φόβο. Έτσι, όταν συναντήθηκε δίκην κακιάς μοίρας και στιγμής με τις λαϊκές τις τάξεις, που στ'αυτιά του έσκουζαν γιατί δεν αντέχουν άλλο να ματώνουν, η απόσταση μεταξύ τους ήταν η πραγματική. Όσο χρειάζεται ένα χέρι για να απλώσει μια φάπα. Και μάλλον είχε έρθει ο καιρός να ματώσει εκείνος (λίγο).

Για τις λαϊκές τάξεις, ο ένας λεφτάς αξιώνεται λίγα από τον οβολό τους, για να τον επιστρέψει -καθ'υπέρβαση καθήκοντος- προς χάριν ενός καλού σκοπού -που λύνει-δεν λύνει το πρόβλημα, τουλάχιστον προσφέρει παράλληλα και λίγη από την υψηλή και απαράμιλλη τέχνη του. Ο άλλος λεφτάς δεν αξιώνεται, αλλά αρπάζει, και μάλιστα όχι λίγα, αλλά όλο τον οβολό -πάντα καθ'υπέρβαση καθήκοντος- και αντί να προσφέρει και κάτι, επιδεικνύει άγαρμπα το χαμόγελο της βεβαιότητας που φωνάζει "θα σας πάρω κι άλλα κορόιδα".

Πίσω στον κόσμο του ποδοσφαίρου και του μεγάλου Ζινεντίν, ένας πραγματικά μεγάλος άνδρας έχει απαλλαγεί παντοτινά από το φόβο, ακριβώς γιατί έχει φροντίσει να ρυθμίσει τις αποστάσεις κατά τέτοιο τρόπο που να μην συναντάει κάθε Κυριακή κάποιον χασάπη Αβραάμ που πιθανώς θα τεμαχίσει τα πόδια του -ασχέτως αν την Τρίτη, Ζινεντίν και Αβραάμ χώρεσαν στο ίδιο κάδρο της φωτογραφίας. Η τέχνη του και η τεχνική του -με μια κουβέντα: οι δεξιότητές του- εξασφάλισαν την ακεραιότητά του (την ποδοσφαιρική, τη σωματική κλπ), κάνοντας την απόσταση από τους κατσαπλιάδες της μπάλας χαοτική και τις συναντήσεις τους σπάνιες και συμπτωματικές.

Παράλληλα, όποτε παραβιάστηκε αυτή η απόσταση -ο ζωτικός χώρος για εκείνον- ο Ζινεντίν ξηγήθηκε αλγερινά κι αλάνικα, φροντίζοντας κι ο ίδιος να γίνει η απόσταση απ'τον αντίπαλο, απόσταση βολής. Όσο χρειάζεται μια κουτουλιά στο στέρνο. Και κάπου εκεί κατάλαβε πως είχε έρθει ο καιρός να αποσυρθεί, παρά να παρακολουθεί τους Ματεράτσηδες να παραβιάζουν, καταχρηστικά και άγαρμπα, όλο και πιο συχνά τις αποστάσεις αυτές και να τον αναγκάζουν να γίνει ένας από αυτούς. Ένας από εμάς -έστω και φαντασιακά, έστω και ιδεοληπτικά- έγινε. Ένας από εκείνους όμως -παρ'ότι συνάδελφοι- δεν έγινε ποτέ.

Μίστερ Χατζηδάκη, εδώ είναι και το δικό σου food for thought, αφού ένας από εμάς δεν είσαι και ούτε φαντασιακά ούτε ιδεοληπτικά ούτε πραγματικά θα γίνεις ποτέ. Αντίθετα, θα είσαι ένας από εκείνους, ανεβάζοντας με την ύπαρξή σου και τις πράξεις σου το counter των φαπών που σου αναλογούν  και σου πρέπουν -φαντασιακά, ιδεοληπτικά, πολιτικά και πραγματικά.

από την κατηγορία: subbuteorema best


πέρα από τη δική μας κατανόηση

E-mail Εκτύπωση PDF

Yπάρχουν πολλοί λόγοι για να αντιπαθεί κανείς την Ουέφα, τη Φίφα και τα οφίτσια τους. Ακόμη όμως κι αν ξεκινούσε χτες η ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο και δεν είχα προλάβει να ενημερωθώ για τις ίντριγκες, τα μαγειρέματα και τα λογής λογής σκαρφίσματα εν είδει αλλαγών των κανονισμών, που επιβάλλουν κάθε τόσο οι μπλατεροπαράγοντες, θα μου αρκούσε ένας και μόνο λόγος για να φλαγκάρω και να αποτάσσομαι φορέβα την παρέα του Πλατινί (και του Μπλάτερ): το γεγονός πως μια ολόκληρη γενιά -η γενιά που χρησιμοποιεί ως μέσο ενημέρωσης και ιστορικής τεκμηρίωσης το διαδίκτυο- αλλά και οι γενιές που ακολουθούν, δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην ιστορική (οπτικοακουστική) καταγραφή του ποδοσφαίρου -όπως αυτή εντυπώνεται σε κάθε αγωνιστική κάθε μεγάλης διοργάνωσης στα γήπεδα του κόσμου και αποτυπώνεται στα γκολ, στα χαηλάητς, στις ντρίμπλες, ακόμα και στις μανούρες και τα ξυλίκια- κι αυτό επειδή η Ουέφα έχει απαγορεύσει την ανάρτηση σχετικών βίντεο στο δίκτυο, τουλάχιστον για τους αγώνες που εμπίπτουν της δικαιοδοσίας της από πλευράς πνευματικών δικαιωμάτων (Τσαμπιοσλή, Γιούρο, Μουντιάλ κλπ.), και κυνηγάει ωσάν να ήταν μάγισσες τις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες. Τα παιδιά που θα γεννηθούν θα μεγαλώσουν σε μιαν άλλη πραγματικότητα, που ίσως εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ. Κι αυτά όμως τα έρμα ίσως να μην μάθουν ποτέ, την ιστορία (ή τα μικρά της ιστορίας) του τοπιού, παρά μόνο αν κάνουν register (και μετά login) στον ιστότοπο της Ουέφα (ή της Φίφα) και πάρουν εκεί μάτι όσα, με comme-il-faut ψηφιακή ποιότητα, επιτρέπουν οι admins να προβάλλονται. Αντίθετα και παράλληλα, τα νέα παιδιά έχουν πλέον όλα τα εχέγγυα για να γίνουν εξπέρ στο ποδόσφαιρο του πληκτρολογίου, αφού η Ουέφα (ή Φίφα) όσο εχθρεύεται τις πλατφόρμες βίντεο, τόσο (και άλλο τόσο) συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με την Konami και τα λοιπά μεγαθήρια του ηλεκτρονικού αθλητισμού, γαλουχώντας τους νέους μύστες σε έναν εικονικό κόσμο του ποδοσφαίρου και αφήνοντας πίσω τον κόσμο των εικόνων.

Με τον καιρό, η μπάρα των παμπ, ως τόπος συνάντησης και επιμόρφωσης των ποδοσφαιρόφιλων, έδωσε τη θέση της στη μπάρα του youtube, ενώ οι έννοιες αλάνα και Tehkan World Cup (γνωστό στα χρόνια μας πιο απλά ως Κικόφ) έγιναν μακρινές αναμνήσεις που δεν κλάνουν μία μπροστά στο μεγαλείο της EA Sports και την αυτοκρατορία της SI Games. Το φυσικό προϊόν έδωσε σιγά σιγά χώρο και στα τριγύρω, τα συνοδευτικά που λένε στα μαγαζά, μέχρι που τα συνοδευτικά σε περιπτώσεις είτε εκτόπισαν το φυσικό προϊόν είτε το έκαναν να φαίνεται τόσο λίγο. Η παρακολούθηση πλέον του παιχνιδιού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εμπορικώς εννοούμενη έκφραση του οπαδισμού: από τα εισιτήρια διαρκείας και τους συνδέσμους μέχρι τις φανέλες με τα ονόματα παιχτών στις προθήκες των καταστημάτων και τα διάφορα πατατάκια, δρακουλίνια, μπάλες, παπούτσα, φόρμες, τσίχλες, κοκακόλες, γλειφιτζούρια, τζίρια, μίρια, τζιτζιμίρια. Κανένας Μέσι δεν συνιστά αυθυπάρκτως ένα αμιγώς ποδοσφαιρικό τεκμήριο, αν ο πιτσιρικάς δεν μπορεί να συνδεθεί μαζί του μέσω άλλων οδών -όπως π.χ. την αγορά του στο Φούτμπολ Μάνατζερ.

Και ο πραγματικός Μέσι; Για να τον δεις, πρέπει να ψάξεις όλους τους ύποπτους ρώσικους κόμβους, με πιθανότητα να γίνουν τα μάτια σου κουμπότρυπες μπροστά στο πισί, αλλά και τον κίνδυνο να γεμίσει το πισί σου μολύνσεις (που είναι, εδώ που τα λέμε, ο κύριος λόγος που χαρακτήρισα τους κόμβους αυτούς ως ύποπτους). Κι αυτό γιατί μπορεί εκεί να μην είναι η Ουέφα που κυνηγάει, αλλά η ισπανική Nova που χάνει έσοδα, ενώ έχει χρυσοπληρώσει τα τηλεοπτικά δικαιώματα της ομάδας. Δες λοιπόν πως μια ομάδα πλέον δεν έχει μόνο δικαίωμα για εκτέλεση φάουλ, δεν έχει μόνο δικαίωμα στη νίκη, δεν έχει μόνο δικαίωμα στο όνειρο, αλλά έχει δικαίωμα και στην τηλεόραση. Κάνε εδώ ένα μπρέηκ και πάρε μάτι το από Μέσι τέταρτο γκολ της Μπάρτσα στην άλλη-μια-κλισέ-5άρα κόντρα στη Σοσιεδάδ εχτές, για να καταλάβεις για τι ακριβώς μιλάμε:

Θυμάμαι παλιότερα σε περιοδικά -ιταλική μόδα ήταν θαρρώ- τα σκιτσάκια που αναπαριστούσαν τις φάσεις των γκολ και βοηθούσαν τον αναγνώστη -και όχι αναγκαστικά ιδιοκτήτη τηλεόρασης- να εννοήσει πως έγινε ο συνδυασμός και επιτεύχθη το τέρμα. Με τα άκρως παραστατικά διανύσματα, μπορούσες να φανταστείς τι εστί λόμπα ή πόση τέχνη μπορεί να κρύβει η εκτέλεση ενός φάουλ έξω από την περιοχή. Νομίζω πως κάπως τα έχει επαναφέρει από φέτο στα εξώφυλλά της η εφημερίδα Γαύρος, αλλά οι λεζάντες "ο Έλληνας Μέσι κάνει μαγική κίνηση και κερδίζει το πέναλτι" που τα συνοδεύουν, μόνο γελοιότητα εκπέμπουν. Εννοείται πως οι αντίστοιχες 3D αναπαραστάσεις στην τηλεόραση κινούνται ακόμα πιο χαμηλά από τα όρια του γελοίου και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εντελώς πιο χαοτικές από τις φάσεις που (υποτίθεται πως) ξεκαθαρίζουν.

Όσο για τα vintage παιχνίδια, θυμάμαι πως ακόμα και οι διατάξεις των ομάδων στο Σουμπούτεο, μας έδιναν μια (πανοραμική) εικόνα του παιχνιδιού και μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε τις αποστάσεις, τους χώρους, τους κενούς χώρους και τα συστήματα. Από την άλλη, το Φούτμπολ Μάνατζερ μας έκανε να κατανοήσουμε πως το ποδόσφαιρο είναι τα συστήματα και τίποτ'άλλο, πως το ποδόσφαιρο είναι η διαχείρισή του, πως το ποδόσφαιρο είναι ένα χρηματιστήριο και οποιαδήποτε εικασία του έξω από αυτή την έννοια είναι το λιγότερο γραφική -ειδικά αν δεν μπορεί να αποδοθεί με στατιστικά στοιχεία ή να μεταφραστεί στο κασέ ενός ποδοσφαιριστή.

Επειδή όλα αυτά τώρα που γράφω, ουσιαστικά είναι μέρος μιας μεγάλης θεωρίας (μου) που έχω ονομάσει η μαγεία της ελλειπτικότητας -την εισαγωγή της οποίας είχα κάνει εδώ πέρα, τις μέρες του Μουντιάλ- ολοκληρωμένη στο μυαλό μου, αλλά ημιτελής ως ιστορική καταγραφή, αφού δεν βλέπω ποτέ να βρίσκω το χρόνο και το κουράγιο να την ολοκληρώσω, γι'αυτό σταματάω εδώ ώστε να έχω κίνητρο να επανέλθω.

από την κατηγορία: subbuteorema best


Έξω πάμε καλά

E-mail Εκτύπωση PDF

Μέσα στη λάσπη έχουμε μάθει να δημιουργούμε. Κάποιες φορές η δημιουργία μας επιτρέπει να σηκωθούμε από τη λάσπη και να κοιτάξουμε ουρανό, ενώ άλλες φορές η δημιουργία είναι φτιαγμένη από λάσπη, για λάσπη προορίζεται και σε λάσπη καταλήγει -είναι αυτές οι φορές που έστω κι έτσι, ακόμα δηλαδή κι αν παραμένουμε σχεδόν καρφωμένοι στη λάσπη, τουλάχιστον η ενέργειά μας βρίσκει κανάλια να διοχετευτεί για να μην εκπέσει άδοξα της ψυχής το παραπάνω. Γι αυτό δεν ωφελεί να γκρινιάζουμε πως πιάσαμε πάτο, γιατί όπως δίδασκε ο μέγας Ακίρα Κουροσάβα ποτέ μη λες πως πιάσαμε πάτο, γιατί ο πάτος έχει τα κάτω του, έχει και τα πάνω του. Και παρ'ότι αυτόν τον πάτο είναι που φαίνεται πως έχουμε αγγίξει -ίσως και στρογγυλοκαθήσει- δεν ωφελεί σε τίποτα να μεμψιμοιρούμε μελετώντας τη γεωλογία του και τα χαρακτηριστικά της. Χώρια που παραδεχόμενοι πως καθόμαστε σε έναν πάτο -σε ένα τέλμα, δηλαδή σε ένα όριο- αρνούμαστε να δούμε τη συνέχεια της πτώσης και της βύθισης.

Παρ'όλα αυτά, οι κοινωνικοί αγωνιστές ήταν πάντα επιφορτισμένοι με το καθήκον να εξαντλούν(ται σ)τις δημιουργικές πιθανότητες και τις συγκρουσιακές ατραπούς που εγγράφονται στα πάνω του πάτου. Ακόμα και μέσα στη λάσπη, ακόμα και χωρίς ουρανό στο οπτικό πεδίο, ακόμα και καρφωμένοι στον πυθμένα της κοινωνικής ντεκαντάνς, οι φύσει και θέσει μαχητές γνωρίζουν καλά πως δεν μπορούν να παλέψουν για κάτι λιγότερο από τα πάντα. Η παραίτηση είναι άγνωστη λέξη και η λιγοψυχία είναι αρετή των ανίκανων.

Στην εδώ λάσπη έχεις να παλέψεις με τις λαιστρυγόνες και τους κύκλωπες, μέσα σε αποδυτήρια και επιτροπές διαιτησίας, σε πρωτοσέλιδα παρακμιακών φυλλάδων και στον κυκεώνα της αμετροέπειας των επίδοξων θεοφιλόπουλων, μέσα σε κατσικανιάρηδες και Ζαλίκες, ανάμεσα σε Κάκους και Βαρούχες, να ντριμπλάρεις τα καπνογόνα και τους χατζηχρήστους, να σε κρίνουν πετρομίχοι και τακηγκώνιες, να νταραβερίζεσαι με μπέους και πανόπουλους και η μεγαλύτερη σου προσδοκία για επαγγελματική ανέλιξη να εκπληρώνεται (ίσως, κάποτε) από έναν αμόρφωτο αντιπαθητικό χοντρό λεφτά. Στην έξω λάσπη, πάλι κύκλωπες και τέρατα έχεις να νικήσεις, μόνο που στη λάσπη του Σπλιτ έχεις να νικήσεις απλά τον καλό σου εαυτό (βγάζοντας τον καλύτερο) και τη γήρανση του Λύμπε, ενώ στη Μαδρίτη έχεις να νικήσεις τη σπουδαία παρέα του Ντιέγκο Φορλάν. Μπορεί σε κάθε λάσπη να βγεις νικητής. Το κέρδος όμως δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις:

Έξω πάμε καλά, γιατί έξω είναι καλά. Μέσα δεν πάμε καλά, γιατί όλοι δεν πάμε καλά. Δεν είναι αυτό δικαιολογία της αποτυχίας σου εδώ. Είναι μια εξήγηση της συνολικής αποτυχίας του εδώ.

Κι ας είσαι ολόκληρος εδώ κι ας ξανασμίγεις εδώ.

[φώτοσοπ by bananiotis]

από την κατηγορία: subbuteorema best


οι φίλοι μας τα ζώα

E-mail Εκτύπωση PDF

Πάντοτε θυμόμουν τις αναφορές στην εξωγηπεδική ιδιοσυγκρασία των βιοποριζόμενων δια του ποδοσφαίρου αθλητών, να απαντούν σε ένα πρότυπο όρθιου ζώου: ένα σπονδυλωτό δίποδο με στοιχειώδεις νοητικές λειτουργίες και μηδενική κοινωνική συνειδητότητα. Πολλές φορές βέβαια ενδέχεται αυτό το πρότυπο να μην είναι απλώς ένα στερεότυπο, αλλά η απτή πραγματικότητα. Ας πούμε, αν κάνουμε μια τυχαία δειγματοληψία στην ελληνική Σουπερλίγκα (ή και πιο κάτω κατηγορίες) υπάρχουν πολλές πιθανότητες να πέσουμε σε ένα χαρακτηριστικό του είδους. Οι ποδοσφαιρισταί (εκφορά Αντώνη Αντωνιάδη) αντιμετωπίζονται ως αμοιβαδικοί μπουνταλάδες των οποίων τα ενδιαφέροντα και οι δεξιότητες εξανλτούνται στα 90 λεπτά που εργάζονται εβδομαδιαίως (άντε και στις ώρες των προπονήσεων) και κάθε περαιτέρω πληροφορία για τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία τους, αποτελεί σχεδόν εξωτικό στοιχείο και ένα διακριτό στίγμα της εικόνας τους και του χαρακτήρα τους.

Θυμάμαι πριν χρόνια, τους σπορτοκάστορες να εντυπωσιάζονται από το γεγονός ότι ο Λιλιάν Τιράμ μελετούσε στον ελεύθερο χρόνο του τη Βίβλο και δήλωνε πιστός. Μετά την αποκάλυψη αυτή, ο γαλλάκος απέκτησε άθελά του διάφορα ηλίθια προσωνύμια, μεταξύ αυτών και "ο σοφός" -όπου "σοφός" αντιστοιχεί σε κείνον που διαβάζει. Ως παρένθεση εδώ, μπορώ να υπονοήσω χωρίς πολλά πολλά γιατί κάποιος που απλώς διαβάζει βιβλία, φαντάζει σοφός για τους μισθωτούς του αθλητικού τμήματος της ΕΡΤ... Θυμάμαι τον τρισυπόστατο Ρόμπι Φάουλερ να κουβαλάει τη στάμπα του "παλιόπαιδου", επειδή στο μπλουζάκι που φορούσε κάτω από τη φανέλα, αντίς να γράφει αηδίες για τον Ιησού ή κανά ανήψι του, είχε εκφράσει τη συμπαράστασή του στους απεργούς ναυτεργάτες του Λίβερπουλ. Αλλά και μια άλλη φορά, που αφού έχει σπρώξει τη μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα, έχει σταματήσει για να σνιφάρει τη γραμμή του τέρματος εν είδει πανηγυρισμού. Ανδράποδα (και όχι μόνο της ΕΡΤ) μνημόνευαν τον "κοκάκια" Ρόμπι. Και πάει λέγοντας: ο "τρελός" και "ναρκομανής" Μαραντόνα, ο "άγριος" Καντονά, ο "γιατρός" Σόκρατες, ο "πάντα παιδί" Ροναλντίνιο, ο "βουδιστής" Μπάτζιο, ο Ριβάλντο "από τις φαβέλες" κελιπά κελιπά. Not to mention τα εθνικοφυλετικά στερεότυπα της αμάθειας και της μωρίας, φερ'ειπείν ο "τρομοκράτης" Τζιμπούρ...

Όσο οι σπορτοκάστορες αποκτούσαν περισσότερη μόρφωση, στην προσπάθειά τους να γίνουν Σωτηρακόπουλοι, η αναφορά τέτοιων στοιχείων για τη ζωή των ποδοσφαιριστών, έγινε εμφανώς πιο συχνό φαινόμενο, έγινε must και σχεδόν part of the game, με τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές να τσιμπάνε και να αφιερώνουν πλέον χρόνο στα κόλπα που θα ανατροφοδοτούν αυτή τη φιλολογία. Έτσι, ο Σισέ μόλις τελειώσει την προπόνηση, έχει να  κάνει μια βόλτα από το Hondos και να σταθεί για λίγη ώρα μπροστά από τις βαφές μαλλιών, φανταζόμενος τη μοϊκάνα του και τον επόμενο αντίπαλο -συνειρμικά και συνδυαστικά. Άλλοι, εξαντλούν τη φαντασία τους σε μια χορογραφία του επόμενου πανηγυρισμού τους -με σημειολογία ή χωρίς- ή σε εξωγηπεδικές συμπεριφορές στα πλαίσια όμως της εντοσγηπεδικής πράξης. Με ή χωρίς σκοπό και δόλο, το σύνηθες αποτέλεσμα είναι να ασχολούνται όλοι με αυτή τη σημειωτική, αφήνοντας τα ποδοσφαιρικά πεπραγμένα του εκάστοτε παίχτη σε δεύτερη μοίρα -ή σε καθόλου μοίρα.

Τέτοια είναι και η περίπτωση του Πάμπλο Γκαρσία. Αν αθροίσουμε τις αναφορές που έχουν γίνει στο πρόσωπό του όλα αυτά τα χρόνια, ίσως σχηματίσουμε την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με έναν ποδοσφαιριστή που πρωταγωνιστεί στο πρωτάθλημα και στην πορεία του ΜΠΑΟΚ και ότι αποτελεί καίρια χρήσιμο παίχτη και στυλοβάτη του αμυντικομεσαίου κορμού του. Πέρα από τα μπουνίδια και τις λογής λογής καφρίλες εντός γηπέδου (και εκτός φάσης, συνήθως) οι δηλώσεις του και η επιτηδευμένη αριστεροφροσύνη του, συντάσσουν μια σχεδόν αστεία εικόνα τσαμπουκαλεμένου ψευτοεπαναστάτη, που στέκει περισσότερο για να δικαιολογηθούν τα μπουνίδια, παρά ως συνέχεια της συγκρότησής του και της στάσης ζωής του: ο "αριστερός Πάμπλο" τα έχει με όλους και με όλα, με τους αλήτες του Πειραιά, τους διαιτητές, τους ποδοσφαιριστές celebrities, το κατεστημένο, την άτιμη τη γκενωνία, το ψέμα, την υποκρισία, το άδικο... Η "οργή" του μεταφράζεται σε κλωτσοπατινάδες, σε ένα πραγματικά άτεχνο και βάρβαρο ποδόσφαιρο (με ελάχιστες εκλάμψεις αληθινής ποιότητας), σε εμπρηστικές δηλώσεις μέσα και έξω από το γήπεδο, σε αγενείς συμπεριφορές σε αντιπάλους και σε κάτι παραπάνω από αγενείς συμπεριφορές σε αντιπάλους. Σύμφωνα με το θυμικό προφίλ του -που λίγο αυτός, λίγο οι κατσαπλιάδες δημοσιογράφοι και οπαδοί, έφτιαξαν με τα χρόνια- ο "οργίλος" Γκαρσία δικαιούται να κάνει ό,τι του κατεβαίνει, απλά και μόνο για να δικαιώσει αυτή την περσόνα. Τα τατουάζ και τα άλλα τραγελαφικά εν είδει κοινωνικής ευσυνειδησίας, απλά συμπληρώνουν την εικόνα -ξεχνώντας πως ακόμα και οι πλέον πολιτικοποιημένοι φορείς κοινωνικών ευαισθησιών, διακρίνονται σε σοβαρούς και σε γελοίους. Θέλω να πω δηλαδή πως η ετικέτα "αριστερός" δεν προσδίδει κανένα ιδιαίτερο υπόβαθρο στις μπουνιές και στις καλαμιές. Αντίθετα, τις κάνει ίσως να φαίνονται πιο αστείες. Γι αυτό πρέπει πάντοτε να μην ξεχνούμε πως μέρος της Ιστορίας υπήρξε και το τρομερό Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, αλλά υπήρξε και ο Τσίπρας και ο Κουβέλης. Όλοι αριστεροί.

Δεν είναι ο Γκαρσία φυσικά το θέμα, αλλά η αφορμή -αφορμή ενδεικτική για να περιγράψει κανείς εκείνη τη συνομωταξία των ποδοσφαιριστών που τα καντάρια που τους λείπουν σε ποδοσφαιρική ποιότητα ή προσφορά, τα υπερκαλύπτουν -ενίοτε τα αντικαθιστούν- με άλλα συμπεριφορικά parafernalia, διεκδικώντας περισσότερο τη θέση του συμβόλου στην ομάδα, παρά τη θέση που τους ζήτησε ο προπονητής.

από την κατηγορία: subbuteorema best


και στην κορφή φανέλα

E-mail Εκτύπωση PDF

Όταν έχεις ένα δίωρο να σπαταλήσεις μπροστά από την τηλεόραση και η τεχνολογία -και τα συμβατικά κανάλια- σου προσφέρουν τη δυνατότητα να επιλέξεις ανάμεσα σε δύο αγώνες ποδοσφαίρου, η περίπτωση να επιλέξεις να δεις αυτόν της Εθνικής Ελλάδος είναι απίθανη ή άρρωστη -όποιος και αν είναι ο άλλος αγώνας. Όταν μάλιστα είναι φιλική (σιγά...) αναμέτρηση μεταξύ Αργεντινής και Βραζιλίας, δεν υπάρχουν καν δύο επιλογές. Αν αγαπάς τη μπάλα, είναι βέβαιο πως ακόμα και στο δίλημμα ταλαιπωρία της μπάλας από το Σαμαρά ή ταλαιπωρία της μπάλας από το Μέσι (όπως επίσης και κλωτσοπατινάδα από Κατσουράνη ή κλωτσοπατινάδα από Μασεράνο), έχεις ήδη απαντήσει πριν αυτό τεθεί. Τι είδα λοιπόν στον χτεσινό αγώνα.

- Δεν υφίσταται η έννοια "φιλικό" σε αγώνα Βραζιλίας και Αργεντινής. Αλλιώς δεν θα έχει λόγο να ταξιδέψει ο Μασεράνο, ενώ και η μισή εντεκάδα της Σελεσάο θα έπινε σαλέπι σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο του Κατάρ την ώρα του αγώνα. Το νέο φρούτο Ραμίρες ήταν η χτεσινή πραγματική αποκάλυψη, πως τίποτα καλέ μου Φελίπε Μέλο δεν πάει χαμένο. Ο αγκώνας τώρα δικαιώνεται.

- Οι δύο αυτές ομάδες -και όχι η Ουρουγουάη- εκφράζουν τα δύο κατ'εξοχήν μεγάλα ποδοσφαιρικά στρατόπεδα κωλόπαιδων στην οικουμένη. Με διακριτές διαφορές βέβαια: η Βραζιλία εκπροσωπεί την φολκλόρ μυθολογία των κωλόπαιδων, των μοσχαναθρεμμένων (με θλίβερο πάντα παρελθόν στις φαβέλες) κωλόπαιδων που πάντα κατέβαιναν στο γήπεδο με την έπαρση του καλύτερου, αυτού που δεν δέχεται την ήττα ως αποτέλεσμα, των κωλόπαιδων που χρησιμοποιούν τη ντρίμπλα για να βγάλουν γκόμενα και να κερδίσουν πόντους μέσα στην ίδια τους ομάδα. Στην περίπτωσή τους, η ομαδικότητα είναι μια καταναγκαστική συνθήκη για να φτάσει η μπάλα στην αντίπαλη περιοχή και να επιτευχθεί τέρμα. Αυτή τη σχολή ακολουθούν και οι Πορτογάλοι, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία φυσικά. Τα κωλόπαιδα της Αργεντινής είναι άλλης στόφας κωλόπαιδα. Δεν ανήκουν σε κάποια μυθολογία, αλλά ορίζουν επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό. Δεν θεωρήθηκαν ποτέ σοβαρό σύνολο, δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ τους ως μάγοι, δεν είχαν κανένα δικαίωμα να παριστάνουν τους καλύτερους. Ούτε καν Nike δεν φορούσαν. Ήταν και είναι πάντα τα κωλόπαιδα που κλωτσιές θα ρίξουν ανεξαρτήτως έκβασης του ματς, ντρίμπλες θα κάνουν ανεξαρτήτως κρισιμότητας του αγώνα και πάντα άναρχα θα παίζουν ανεξαρτήτως του ποιος κάθεται στον πάγκο. Είναι τα πραγματικά κωλόπαιδα της γειτονιάς που κατεβαίνουν για τη μπάλα και ντριμπλάρουν όχι για να βγάλουν γκόμενα, αλλά γιατί έτσι ξέρουν. Και γιατί μπορούν.

- Όταν οι τρεις σοβαρότερες ευκαιρίες για τη Βραζιλία, έχουν γίνει από τον Ντάνι Άλβες, είναι καιρός στην ομοσπονδία να ανησυχούν επιτέλους για τις επιλογές των παιχτών που φοράνε τις φανέλες με το 9 και το 10. Μετά το μουντιαλικό ανέκδοτο του Λουίς Φαμπιάνο, η επιλογή του Νεϊμάρ επιτρέπει συγκρίσεις με τον Μήτρογλου. Είναι οι στιγμές που η σκέψη προχωράει περισσότερο απ'όσο τα πόδια μπορούν και τα πόδια περισσότερο απ'όσα η σκέψη κατάφερε. Η παροιμία με το μυαλό και τα πόδια το λέει πιο παραστατικά και συμπυκνωμένα. Πάντα εκτός θέσης (συνήθως πιο μπροστά), πάντα ξεκίνημα κούρσας από οριακή θέση οφσάιντ και πάντα ντρίμπλα που διαβάζεται από δέκα μέτρα, δεν είναι χαρακτηριστικά έξυπνου σύγχρονου ποδοσφαιριστή. - Γιατί Νεϊμάρ πρέπει να τους περάσεις όλους με ντρίμπλα; -Γιατί έτσι μου έμαθαν πως γίνεται.

- Το άναρχο ποδόσφαιρο των Αργεντίνων δεν βασίζεται ούτε σε πρόσωπα, αλλά ούτε και σε σύνολο που δουλεύει και αναπτύσσεται με μέθοδο. Οργανώνεται κατά τόπους σε κοινότητες, οι οποίες φωτίζονται από μικρές συλλογικότητες και εμπνεύσεις -συλλογικότητες τόσων όσων χρειάζεται για να παιχτεί το δημιουργικό 1-2 και να καταλήξει η μπάλα στη θέση του φορ στο ύψος του πέναλτι. Αυτή είναι και η βασική διαφορά σε σχέση π.χ. με το αυτοματοποιημένο σύστημα της Μπαρτσελόνα (στην εντεκάδα της οποίας συμμετέχουν και κομπιούτερ, με κωδικούς Τσάβι/Ινιέστα), γι αυτό και είναι άλλος ο ρόλος του Μέσι στην Εθνική, με αποτέλεσμα πάντα να απορούν πληκτικά οι ντόπιοι σπορτοκάστορες για "το πόσο πίσω ξεκινάει τις κούρσες του" (sic και lol). Παρ'όλα αυτά, απολαμβάνει κανείς το ίδιο μεγαλείο και φως στις ενέργειες και τις εμπνεύσεις αυτού του κοντοπίθαρου καλλιτέχνη. Γι αυτό λοιπόν πάντα μας άρεσε η Αργεντινή: γιατί έπαιζε τη μπάλα που μπορούμε να καταλάβουμε, τη μπάλα που -ιδεατά- μπορούμε στο γήπεδο να παίξουμε, τη μπάλα όσο αόριστα και όσο συγκεκριμένα την εννοούμε, πέρα από συστήματα που χρειάζονται κόουτς και εργομετρικά, προετοιμασία και σχεδιαγράμματα. Είναι η μπάλα που παίζουν οι φίλοι και τα παιδιά στις αλάνες, είναι μια μπάλα της καθημερινότητας που αντιλαμβανόμαστε. Με λίγη τέχνη παραπάνω. -Γιατί Λιονέλ πρέπει να τους περάσεις όλους με ντρίμπλα; -Γιατί μπορώ.

- Δεν έχει καμία σχέση ή οποιαδήποτε υποψία συνάρτησης ο επίλογος, αλλά πάντα είχα απορία, χρόνια τώρα σου λέω, γιατί οι μαύροι που βλέπω στους δρόμους της Αθήνας (και όχι μόνο), επιλέγουν να φοράνε ποδοσφαιρικές φανέλες με ονόματα αποκλειστικά λευκών παιχτών (συνήθως φλώρων) στην πλάτη. Τελευταία μόνο είδα έναν να φοράει φανέλα Μακελελέ και έναν με βαζελοφανέλα και το όνομα του αείμνηστου Μανωλάκη. Αλλά να βάνεις φανέλα Μίλαν και να μη γράφει Seedorf, το μαύρο το σκύλο τον αράπη τον ταμ ταμ ταμ; Να βάνεις φανέλα Βραζιλίας και να είναι του Κακά; Να είσαι μαύρος πονεμένος άνθρωπας και να φοράς φανέλα με το όνομα του Μπέκαμ; Για όνομα...

από την κατηγορία: subbuteorema best

Σελίδα 1 από 2


Παιχνιδοκούκλα, της οποίας η παραγωγή άνθισε επί σταλινισμού και μεγάλωσε γενιές σοβιετικών παίδων. Χαρακτηριστικό της η ιδιαίτερη καμπυλωτή κατασκευή που της επιτρέπει να κινείται ακραία -ακόμα και σαν εκκρεμές- χωρίς ποτέ να ανατρέπεται, παράγοντας και ένα spooky κροτάλισμα που προκαλείται στο εσωτερικό της κατά την κίνηση -χαρακτηριστικά και σημειολογία που φανερώνουν πως η σοβιετική ιστορία τέμνεται με τη δυνατότητα του ορθού λόγου να παρουσιάζει αποκλίσεις στην εκφορά του, χωρίς να χάνει τη σταθερότητά του το σημείο αναφοράς.


περασμένα

Powered by mod LCA