blog



Jarrett, Keith

E-mail Εκτύπωση PDF

Θυμάμαι έναν καλό δάσκαλό μου στο πιάνο να μου μιλάει για τον Keith Jarrett. Μου εξηγούσε γιατί ακούγονται τόσο όμορφοι και καθάριοι οι αυτοσχεδιασμοί του. Επειδή βάζει αγάπη σε κάθε νότα, την εννοεί κάθε νότα, την πιστεύει, την προσέχει -κι ας ακούγονται καμιά φορά πολλές μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Τέτοια μου έλεγε. Κι έφερνα εγώ την Κολονία στο μυαλό μου, τα λίγα που ήξερα γι'αυτήν την πόλη μέχρι τότε -συγκεκριμένα, κάπου 60-70 λεπτά της ώρας. Κι έφερνα στο μυαλό μου και τον Herman Hesse. Η αρχή όλης της τέχνης είναι η αγάπη, έγραφε. Η αξία και το πεδίο δράσης κάθε τέχνης αποφασίζεται από το πόση ικανότητα έχει ο καλλιτέχνης γι'αγάπη. Τέτοια έγραφε, κι εγώ -μη μπορώντας αλλιώς- τα πιστεύω κι αυτά. Θυμάμαι κι έναν παίχτη από τα χρόνια της σχολής -τούμπανα έπαιζε και λογής λογής κρουστά- που σε μια κουβέντα μας, κάπως το θέμα έφτασε στον Jarrett κι εκείνος δεν καταδεχόταν ούτε το όνομά του να προφέρει. Άσε με μωρέ με το μέγα απατεώνα, έλεγε. Δυσκολευόμουν να τον πιστέψω, αφού ήδη τότε πίστευα τα αυτιά μου. 

Πρέπει να ήμουν οχτώ ή κάτι τέτοιο χρονώ, όταν ο πατέρας μου έβαλε να παίξει στο σπίτι το Köln Concert. Είχα αρχίσει πριν καιρό το πιάνο, αλλά κλωτσούσα στη μελέτη -λίγο οι δύσκολοι δάσκαλοι, λίγο το ότι έπρεπε να ψάχνω πιάνο δανεικό για να μελετάω ασκήσεις που δεν καταλάβαινα, που δεν ήταν μουσική, βραχνάς μου φαινόταν. Δεν ξέρω πως είναι μια επιφοίτηση, αλλά -από τις πρώτες νότες κιόλας αυτού του δίσκου- ήταν σα να κατάλαβα τα πάντα. Και πρώτα απ'όλα ότι το πιάνο είναι μουσικό όργανο. Ότι είναι ένα όργανο με το οποίο μπορείς να παίξεις μουσική. Ότι η μουσική βγαίνει από όργανα, από κινήσεις ανθρώπινων χεριών. Δεν θυμάμαι να το έμαθα αυτό ποτέ στο ωδείο. Όσο άφταστη κι αν θεωρείται σήμερα η τέχνη και η έμπνευση του Jarrett, είναι εκείνος που πρώτος μου έμαθε ότι η μουσική παίζεται από τον άνθρωπο. Άρα κι από μένα.

Το '83 στο Λυκαβηττό, τον φωτογράφισε ο πατέρας μου. Κρυμμένος πίσω από τις ηχητικές εγκαταστάσεις, χωρίς φλας προσπαθούσε με ησυχία να πάρει εικόνες του μικροσκοπικού τεράστιου πίσω από το πιάνο. Είχε μάλιστα μηχανή χωρίς motor drive για να μην κάνει θόρυβο. Πως διάολο τον άκουσε ο Jarrett, ακόμα δεν το'χει καταλάβει. Χωρίς να σταματήσει να παίζει, έκανε κάποιο νόημα στους τεχνικούς ότι ενοχλείται από τα κλικ του φωτογράφου και πάλι με κάποιο νόημα ζήτησε να σταματήσουν τα κλικ. Έτσι, μαζί με το ότι με έμπασε στη μουσική, έμαθα ότι ο Keith Jarrett είναι κάποιος τον οποίο έχει ενοχλήσει ο πατέρας μου. Η ισορροπία αποκαταστάθηκε μάλλον την προηγούμενη βδομάδα, που είχα τη σπάνια τύχη να τον ακούσω ζωντανά. Δεν έκανα μόνο ησυχία. Σχεδόν ντρεπόμουν και που ανάσαινα. Άσε που φοβόμουν μην πει τίποτα για κανά φωτογράφο παλιά. Είπε όμως για τις φωτογραφίες που επιμένουν οι άνθρωποι να τραβάνε. Μια μέρα θα'μαι νεκρός, είπε, κι εσείς θα τραβάτε ακόμα φωτογραφίες. Δεν είμαι εγώ αυτός που βλέπετε στην κάμερα.

Μετά και τα τρία ανκόρ, σκέφτομαι ότι η αγάπη κι η απάτη το ίδιο ακούγονται. Ειδικά σε έναν ξένο -εύκολα τις μπερδεύει. Μόνο που αν η αγάπη έχει μέσα της απάτη -εαυτού κυρίως- η απάτη δεν έχει αγάπη. Αν σε απάτησε και σε τραυμάτισε, λέει το παλιό λαϊκό του Τσιτσάνη -εγώ μικρός άκουγα αν σε αγάπησε. Δυσκολευόμουν. Έβγαινε κι έτσι νόημα, αλλά -είπαμε- μικρός· δεν τα'ξερα αυτά. Απάτη, λέει κι ο Jarrett, πως είναι η φωτογραφία· ακόμα κι αν έχει μέσα τον ίδιο. Απάτη λέει κι ο ταχυδακτυλουργός και βγάζει το ψωμί του. Σαν τον ακούς να ακουμπά τα δάχτυλά του στα πλήκτρα σε συνδυασμούς μαγικούς -αυτούς που nobody else does- καμία απάτη δεν υπάρχει. Όλα εκεί μπροστά. Από δάχτυλα καμωμένα κι από μισή υπόσταση ανθρώπου. Καμία απάτη, όλα απάτη· μα όχι απατηλά. Κάθε αίσθηση που χώρεσε σε μνήμη έχει νικήσει την πρόσκαιρη εξαπάτηση. Κι αν θέλεις, βάλε δίπλα και την ανάγκη -το ίδιο προφέρεται, μπερδεύεται κι άλλο ο ξένος. Οι ξένοι πάντα μπερδεύονται, αυτό τους κάνει ξένους· οι δικοί μας ξέρουν όλες τις θέσεις των πραγμάτων. Σκέφτομαι λοιπόν ότι είναι ανάγκη για τον Jarrett αυτό που κάνει, αυτό που nobody else. Είναι ανάγκη και να τον ακούς, κι ας μην το ήξερες· μέχρι να τον ακούσεις. Το δέον, όχι το δέος.

Να παίζει εκεί για ώρες θες, έξω από μεγέθη και θεωρίες, έξω από ιερά και εικονίσματα, ανθρώπινος και αναγκαίος όσο τα χέρια ενός εργάτη, απαραίτητος έξω από κάθε παρομοίωση. Να παίζει και να τον ακούς -αυτό που είναι η μουσική δηλαδή, αυτό για πάντα. Συνειδητοποιείς εκείνη την ώρα, με τρόμο σχεδόν, ότι μόνο αυτό θέλεις. Να ηρεμεί κάθε αγριάδα του νου σου, να ομορφαίνει ο κόσμος γύρω σου -το βλέμμα σου σ'αυτόν δηλαδή. Ένας άνθρωπος που εδώ και δεκαετίες, σε κάθε πράξη του, έχει φτάσει την αλήθεια του. Τόσο την έχει φτάσει και τόσο δική του μοναδική του είναι, που μπορεί να την μοιράσει, να την πολλαπλασιάσει, να την προσφέρει. Και πάλι πολλή να είναι, για όλους. Να κάθεσαι με τις ώρες να τον ακούς, να αφήνεσαι. Να φτάνεις σε μια αλήθεια. Να κρατάς το χέρι εκείνου που αγαπάς και από κείνο να κρατιέσαι και χέρια να ακούς. Όλα από χέρια καμωμένα και όλοι μισή υπόσταση ανθρώπου. Να συμπληρώνονται από ό,τι μπορεί να μας συμπληρώσει. Ένα πιάνο, δέκα δάχτυλα, άλλα τόσα σε πολλαπλασιασμό, αποστάσεις αγάπης και απάτης που διανύονται από την ανάγκη, διαδρομές αστρικές και καθημερινές σαν Παρασκευή. Και τ'όνειρό σου το παλιό να ζωντανεύει.

 


 

0 σχόλια μέχρι τώρα

ιουλιανοί παραβάτες

E-mail Εκτύπωση PDF

χτες ο Κάρλο στην Γένοβα, σήμερα ο Σωτήρης, Σταδίου και Λαδά γωνία· Ιουλιανοί κι οι δύο, στα 23 τους. όχι σαν χτες, όχι σαν σήμερα. χτες και σήμερα. με τη μνήμη υπάρχουμε, με τη λήθη σκοτώνουμε. γενιές που δεν έχουν μάθει τι κόσμος ακολούθησε κάποτε ένα φέρετρο.

στραγγαλισμένο πήγαν να θάψουν χαράματα το νεκρό φοιτητή και διέδιδαν οι κάλπικοι ότι έπαθε ασφυξία. ούτε ο παπάς δεν δέχθηκε να τον κηδέψει, τον γύρισαν πίσω στην οικογένεια. το ποτάμι που τον κουβάλησε στους ώμους, δεν δικαιώθηκε ποτέ, δεν βρήκε δρόμο. δυο χρόνια μετά μαύρισαν κι άλλο οι δρόμοι. ο Σωτήρης Πέτρουλας δεν βρήκε ανάπαυση. ανάπαυση για τους νεκρούς είναι η ταραχή της δικής μας μνήμης. ζήσαμε σε άλλη εποχή, που κανένα χρέος δεν όριζε την καθημερινή αγωνία. οι εικόνες του παρελθόντος ματαιώθηκαν από το κυνήγι του μέλλοντός μας. νικήθηκαν από τα αυτονόητα -αυτονόητη έγινε η παράκαμψη των περασμένων, του παλιού αίματος. σα να μη δείχνει η Ιστορία το μέλλον μας, σα να μη βρωμάει το μέλλον μας Ιστορία. σα να μην θέλουμε να ξέρουμε τι έγινε Σταδίου και Λαδά, 21 Ιουλίου του '65. λες και δεν έχει τίποτα να μας πει σήμερα το αίμα που στέγνωσε, λες και δεν ζωγραφίστηκε μ'αυτό μια κόλαση στην εποχή. Ρεμπώ και ρέμπελοι, όλοι στο ίδιο μέλλον.

απαξιώθηκαν οι δρόμοι, τους είπαν εναλλακτικές. λες και είναι κάτι για να ακολουθήσεις, να σχεδιάσεις με μολύβι. μπερδεύτηκε το χρέος με την υποχρέωση, κυνηγήθηκε το μέλλον, αναβλήθηκε κάθε παρελθόν. κάθε εποχή.


η κόλαση όμως εκεί στη θέση της

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

που δεν καταλαβαίνουμε

E-mail Εκτύπωση PDF

τα μαλλιά σου είναι μια πατρίδα
γεμάτη σπασμένα σύνορα
κι έχεις το κορμί στους τέσσερις ανέμους 
στις τέσσερις αγάπες, στις πέντε ερημιές

ο έρωτας -αν θες- δεν έρχεται, υπάρχει
και μες το τίποτα υπάρχει αν θες

Ρασούλης

 

είναι πράγματα που δεν ξέρεις, που δεν έχεις ιδέα που πέφτουν, που δεν χωράς μέσα τους όσο και να θες. για τη δυσκολία τους λίγα καταλαβαίνεις, για την ομορφιά τους δύσκολα να μιλήσεις και να φτάσει. να φτάσει -δύο έννοιες πάντα: να πάει κάπου, να έρθει εκεί, ν'αγγίξει προορισμό, μα και να φτάσει αυτό, να είναι αρκετό, να γεμίσει το δωμάτιο, τη χώρα δύο ανθρώπων -πενηνταδύο, εκατονδύο, χιλιωνδύο, μην κολλάμε στο πρόθεμα όταν καταλήγει σε δύο: δύο είναι πάντα. μεταξύ μας ανταλλάζουμε όσα δεν ξέρουμε, εμείς τα ακούμε, εμείς το ξέρουμε -άλλωστε από μόνος του, ο καθένας ξέρει· σχεδόν τα πάντα. μεταξύ μας κάνουμε ότι δεν καταλαβαινόμαστε. ανά δύο, και μόνο ανά δύο, μπορούμε να παρεξηγηθούμε, να παραεξηγηθούμε και πάλι άκρη να μη βγαίνει. μόνο ανά δύο μπορούμε να θέλουμε κάτι ίδιο, να βλέπουμε ίδιο κάτι που θέλουμε. από δύο και πέρα δεν αρχίζει και ο πληθυντικός; μετά ο πολλαπλασιασμός, η μεγέθυνση των αν, η αναγωγή σε πατρίδα. κι η μεγάλη πατρίδα έτσι βρίσκεται, δύο από δω, δύο από κει. ένα δηλαδή και ένα ένα μετά. στη σειρά ή μαζί, εκεί και παντού. 

ξέρεις ασπούμε πόσο αγαπώ τον Κολτρέην -αυτόν που σαν σήμερα για κάπου έφυγε. ξέρεις και πως κάθε τι μπορώ να το κάνω χώρα· μου, σου, μας, πληθυντικός όλα αφού είναι χώρα. πρώτα όμως χρειάζεται να μην το καταλαβαίνεις, να μην το ξέρεις. μόνο απάτητο αν είναι το έδαφος, θέλω εγώ να το κάνω χώρα για δύο, για εκατονδύο, να στο χωρέσω, να ξαναχωρέσω σ'αυτό αλλά όχι πια μόνος. δύο ή εκατονδύο. αν γνώριζα πόσα βιβλία έχουν γραφτεί για τη μουσική, θα τα ήξερα όλα, θα τα είχα πάρει όλα. πολλές φορές μου χαρίζουν βιβλία -που δεν ξέρω καν ότι υπάρχουν- άνθρωποι που δεν θα τα διαβάσουν, που δεν τα καταλαβαίνουν εκείνοι. για να ξέρω κάτι παραπάνω εγώ, να μάθω ασπούμε τον Κολτρέην καλύτερα. πολλές φορές θέλουμε να ξέρει κάτι ο άλλος, ο εκεί στους δύο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι, ο αποδώ των δύο. (σιγά την απόσταση). να του δώσουμε κάτι που δεν ξέρει ότι υπάρχει, από αυτό που δεν καταλαβαίνουμε. αλλά που τα κάνει όλα πατρίδα. μακάρι να ξέραμε που πέφτουν όλες οι πατρίδες, πόσες πατρίδες φτιάχνονται ανά δύο, πόση πατρίδα γίνονται οι δύο. κι ας μην το καταλάβει τώρα, ας μην το διαβάσει σήμερα το βιβλίο. εκεί θα είναι αυτό, δωσμένο.

εκεί που ενώνεται το κύμα με τη θάλασσα
λύνεις τα μυστικά σου καταπάνω μου
σαν τρομαγμένη αλήθεια σ’ερωτική κραυγή
ο έρωτας -αν θες- δεν έρχεται, υπάρχει
μα πιο πολύ στο αν, υπάρχει -αν θες

το χέρι προς τον άλλο των δύο, μετράει την απόσταση. σιγά την απόσταση δηλαδή. μα να μπορεί πάντα να φτάνει να τον αγγίξει, έστω στα μαλλιά. τουλάχιστον εκεί, απαραίτητα.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

σονέτο του σκοτεινού έρωτα

E-mail Εκτύπωση PDF

το πόσο μέτριοι είμαστε φαίνεται στα μέτρια λόγια μας· στις μέτριες αναλύσεις που κάθε ώρα τις ξεπερνά η πραγματικότητα, σε κάθε χρόνο τις ξεπερνά ο χρόνος· στις μέτριες μέρες μας που μένουν μισές, σε όλα όσα τώρα μένουν στη μέση –χειρότερα κι από την άκρη- προσπαθώντας να προφέρουμε λέξεις όπως ντάησελπλουμ και να μετρήσουμε δείκτες που ποτέ δεν θ’αγγίξουμε. ο έρωτας: λέξη που τώρα δεν χωράει, που ξεχνιέται στις κουβέντες, μισός μέσα στα μισά. που προσπερνάται από τις μέρες, χάνοντας μέρες. που δεν υπόσχεται ρυθμούς ανάπτυξης ούτε γράφτηκε στα επαναστατικά τα μάνιουαλ. νομίζουν. 

δες τις φωτογραφίες των μεταλλωρύχων αγωνιστών των αρχών του αιώνα ασπούμε, τα πρόσωπά τους, την όρθια στάση τους, τη θωριά τους. διάβασε την ιστορία τους. δες εργάτες, επαναστάτες, ονειροπόλους –αυτούς που θα άλλαζαν κάθε κόσμο, σε κάθε πλανήτη- δες τους μεγάλους στοχαστές στους δύσκολους καιρούς, τους χορευτές, τους πολεμιστές, εκείνους που δένουν το ατσάλι, δες τους ανθρώπους που πιστεύουν, που φωτίζουν, που υπάρχουν μαζί σε δύο κόσμους –αυτόν που ήδη ζουν κι αυτόν που φέρνουν· κρατώντας χέρια στον ένα, χτίζοντας στον άλλο. δες τα σημάδια στα χέρια τους, τις τρύπες στα ρούχα τους, τα υγρά χαμόγελά τους. πίσω από τον καθένα τους, δηλαδή δίπλα τους, θα βρεις έναν όμορφο σύντροφο, έναν ακόμα ακριβό άνθρωπο, μια ιστορία που καπνίζει αγάπη, έναν έρωτα που καίει, που αντέχει σε κάθε δώσιμο –όλο το δώσιμο- που δεν υποχώρησε, που δεν έμεινε μισός, που δεν άφησε τίποτα στη μέση μέχρι να ηττηθεί –έστω- για τα πάντα. δες τους σπουδαίους οραματιστές, τους συντάκτες των πύρινων μανιφέστων, τους πιο ακριβούς συγγραφείς της πρώτης γραμμής. όλοι τους επιστολές στο άλλο μισό που εκδόθηκαν μετά από δεκαετίες ή αιώνες –ήταν απλώς για το άλλο μισό, για να μη μένει μισό- και μας έφεραν τις πιο όμορφες λέξεις που λένε οι άνθρωποι, τους πιο μεγάλους δεσμούς που έφτιαξαν μεταξύ τους, τα πιο ανίκητα οχυρά. κανείς τους δεν ξεχνούσε τον έρωτα. όπως κανείς δεν ξεχνούσε το όπλο για τη μάχη. δες επιστολές των φαντάρων από το μέτωπο, από κάθε μέτωπο, διάβασε να μάθεις τι κρατούσε το μέτωπο ψηλά. διάβασε τις ιστορίες τους στην Ιστορία. δες τι έγραφαν στην αγαπημένη δεμένοι πίσω από τα κάγκελα μετά από κάποιο βασανιστήριο. μάθε πόσοι και πόσο ερωτευμένοι υπήρξαν σε μια επανάσταση, πόσο και πόσοι ερωτευμένοι υπήρξαν για μια επανάσταση, πόσοι ερωτευμένοι μας κάνουν μια επανάσταση, πόσες επαναστάσεις κάνουν οι ερωτευμένοι. πόσες Λίλιες Μπρικ, πόση Μιλένα Γιέσενσκα, βρέθηκαν σε φωτογραφίες σφραγισμένες μέσα σε ανεπίδοτα γράμματα -η Ιστορία γι’αυτά μέτρησε την προσμονή των αγαπημένων, όχι τις ικανότητες των ταχυδρόμων. ο Αντρέας και η Γκούντρουν, ο Μπέρτολτ και η Χέλενε, η Έλλη και ο Νίκος, ονόματα απλά, χέρια ερωτευμένα, χείλη και μαλλιά μπλεγμένα.

μιλάμε τώρα, χωριζόμαστε, διαλέγουμε πλευρές, κυνηγάμε τους δείκτες, συλλαβίζουμε τις λύσεις, χάσκουμε στις διαπραγματεύσεις, σαστίζουμε μπροστά στους μεγάλους, τοποθετούμε προτεραιότητες, κάνουμε τους καμπόσους, ξεχνάμε, όλο ξεχνάμε. τώρα λοιπόν που τόσο ξεχνάμε, ας το πούμε: δεν έχουμε να λύσουμε πρώτα τα σημαντικά και βλέπουμε για τ’άλλα -δεν πάει πρώτα η επανάσταση και πίσω της οι άνθρωποι. να τα λύσουμε όλα, για να δούμε μετά τι επανάσταση κάναμε. hay no camino, hay que caminar. να μην πάμε χωρίς έρωτα, χωρίς αυτά που ξέρουμε να μετράμε, χωρίς τα χέρια που κρατήσαμε και πάντα περιμένουν. κανένας έρωτας στη μέση λοιπόν –από τη μέση κι αγκαλιά, από το χέρι και πέρα μακριά, από εδώ μέχρι κάθε χώρα, μέσα σε κάθε χώρα. να τον φέρουμε πάλι εδώ, χωρίς διαπραγμάτευση. όπως το παραγγέλνει ο Λόρκα,

κι εγώ σε κρύβω μέσα μου σα να’σαι,

κάποια φωνή από ατσάλι κοφτερό.

0 σχόλια μέχρι τώρα

τα χέρια του κυρίου Κάμπελ

E-mail Εκτύπωση PDF

Ψάχνω να ανεβάσω κάποιο παλιότερο βίντεό του να παίζει, αφού χτες δεν τράβηξα εγώ ένα. Δεν βρίσκω πουθενά σε ολόκληρο γιουτιούμπ. Ψάχνω πληροφορίες στο γκουγκλ, τίποτα. Τίποτα όμως, ούτε μισή αναφορά ή βιογραφικό, λες και είναι ανύπαρκτος. Κι όμως, αυτός εκεί ολόκληρος μπροστά μας, χαμογελαστός πολύ, καθισμένος στο πιάνο, στηρίζοντας με κάποια δυσκολία τα πόδια του και ακόμα μεγαλύτερη τα χέρια του. Χαρούμενος ανάμεσα σε φίλους, μια ολόκληρη ιστορία πάνω από εβδομήντα χρόνια σίγουρα, που δεν φαίνεται να χώρεσε στις ηλεκτρονικές καταγραφές. Ή -κάπως επίτηδες- να γλίτωσε από αυτές, να τις ξεγέλασε. Δεν είναι πολύς καιρός που μάθαμε να κάνουμε χωρίς βιβλία και εγκυκλοπαίδειες, αλλά πλέον μάθαμε για τα καλά, είναι η αλήθεια, ότι ο πραγματικός κόσμος ανιχνεύεται με πληκτρολόγιο στις βάσεις δεδομένων. Ξεχάσαμε και ξεχνάμε ότι δεδομένη είναι μόνο η ζωή μπροστά μας, η ιστορία που μπορεί να αφηγηθεί τον εαυτό της. Βάσεις είναι τα μάτια και τα αυτιά. Και ας μη συκοφαντούμε όλα τα πλήκτρα· υπάρχουν κι αυτά που χτυπάνε χορδές και βγαίνει ήχος. Υπάρχουν συνδυασμοί τους, λένε, που ακουμπώντας κατάλληλα τα χέρια, μπορείς να ακούσεις τις συγχορδίες της ζωής· κάτι με συν μπροστά του τελοσπάντων, κάτι από εμάς και κάτι για εμάς -κάτι μαζί.

Έξω είναι ακόμα απόγευμα, η ζωή έξω από το τζάμι είναι απόγευμα, είναι παρέες και ανταλλαγές, πατίνια στον πεζόδρομο και μυρωδιές από εξωτικές κουζίνες, έξω κάτω από το τζάμι ζωή συμβαίνει, τόση όση και μέσα. Εκείνος, χαμογελαστός πάντα, προσπαθεί με μεγάλη δυσκολία και χωρίς άσχημη ντροπή, να τοποθετήσει τα δύο αδύνατα -μάλλον και αδύναμα- χέρια του πάνω στο πιάνο. Όταν το δεξί τρέμει πολύ, το κατεβάζει διακριτικά και κάνει όλο το παίξιμο, ακόμα και τα αρπέζ, με το αριστερό. Παίζει ήσυχα, ευγενικά, αργά, σαν απόγευμα μέσα έξω και παντού. Άλλο όμως ήθελα μάλλον να γράψω κι άλλα γράφω. Για τα χέρια ήθελα να πω. Ότι πέρα από διαπραγματεύσεις, πέρα από συμβιβασμούς έντιμους και άτιμους, τιμολογημένους και ατιμασμένους, πέρα από συμφωνίες, προγραφές, υπογραφές, καταγραφές, πέρα από κάθε ασχήμια που μπορεί να έχει σχήμα στα δεδομένα της ζωής μας, τα χέρια των ανθρώπων είναι εργαλεία ομορφιάς. Με κάθε συνθήκη και σύστημα, όσοι καπιταλισμοί κι αν τρέχουν -και ναι, ξέρω πόσοι τρέχουν- τα χέρια του ανθρώπου -τα χέρια λέω- μπορούν να φτιάξουν ομορφιά που δεν λέγεται.

Δεν βρήκα επίσης ούτε μία φωτογραφία του στο ίντερνετ. Ίσως δεν έψαξα καλά, αν και με ξέρεις σ'αυτά. Βάζω μία εδώ, έτσι· αν κάποια στιγμή τα δεδομένα μας αναζητήσουν τον υπέροχο κύριο Frank Campbell που έπαιζε το πιο ευγενικό πιάνο, ας υπάρχει μια καταχώρηση της ζωής, αυτής των πλήκτρων που χτυπάνε χορδές και προκύπτει πραγματικότητα. Αυτής της έξω απόγευμα και ένα τζάμι μόνο να χωρίζει τους ήχους· μα να ενώνει τις εικόνες.



0 σχόλια μέχρι τώρα

damnatio memoriae

E-mail Εκτύπωση PDF
βωμοὶ δ᾽ἄιστοι, δαιμόνων θ᾽ἱδρύματα
πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων.
τοιγὰρ κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα
πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι, κοὐδέπω κακῶν
κρηπὶς ὕπεστιν, ἀλλ᾽ἔτ᾽ἐκπιδύεται.

[Αφανισμένοι οι βωμοί και των θεών τ'αγάλματα
από τα βάθρα σύρριζα τα τσακίσαν
και τ'άφηναν γκρεμίσματα στο χώμα.
Σπείρανε το κακό, γι'αυτό κι όσα έχουν πάθει
μικρότερο κακό δεν είναι· να πάθουν κι άλλα μέλλεται]

Άισχύλου Πέρσαι, στ. 811-815

Ίσως να ήταν η πρώτη μου φορά στο αρχαιολογικό μουσείο. Σίγουρα ήταν εκείνη που δεν άφησα άβατο κανένα χώρο του· στάθηκα με χρόνο μπροστά από κάθε μορφή, από κάθε επιτύμβια στήλη. Θυμάμαι να βαριέμαι λίγο τις προθήκες με τα κέρματα και τα υπολείμματα εργαλείων, αλλά όχι τις μορφές και την κάθε μικρή ιστορία τους -ειδικά τις πιο επιθανάτιες- που με προσοχή διάβαζα στο υπόμνημα. Θυμάμαι επίσης ότι για χρόνια, η μορφή που μου έμεινε χαραγμένη τόσο με μυστήριο δέος όσο και ένα κάποιο γοητευτικό φόβο, ήταν αυτή της αυτοκράτειρας -για κάποιο λόγο θυμάμαι ότι ήταν ξένη, μακρινή- με την τσακισμένη όψη· σαν με μια μεγάλη βαριοπούλα, με μια ξαφνική, αποφασιστική και βίαιη κίνηση, να την παραμόρφωσε κάποιος. Τόσα και τόσα αγάλματα εκεί παραμορφωμένα από το χρόνο και τις άλλες πράξεις των ανθρώπων, όλα αποκατεστημένα κατά το δυνατό σε μια ολοκληρωμένη εικόνα τους· έστω με πλαστικές ενέσεις. Όμως η ασεβής φθορά στο πρόσωπο της αυτοκράτειρας, για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινα, ενέπνευσε σεβασμό στους συντηρητές. Το υπόμνημα ανέφερε μια στοιχειωτική πληροφορία: damnatio memoriae. Καταδίκη μνήμης.

Το χάλκινο άγαλμα αναπαριστούσε την Ιουλία Ακυλία της οικογένειας των Σεβήρων, αυτοκράτειρα της Ρώμης, δεύτερη και τέταρτη σύζυγος του Ελαγαβάλου, αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. Γλυπτό της Ρωμαϊκής περιόδου, βρέθηκε στην Σπάρτη, στην Περσική στοά της αρχαίας Αγοράς. Η καταδίκη μνήμης αποτέλεσε μια μεταθανάτια ποινή του ρωμαϊκού δίκαιου, η οποία επίτασσε την καταστροφή των απεικονίσεων και την με κάθε τρόπο εξαφάνιση του ονόματος του καταδικασμένου. Πως αλλιώς να τιμωρηθεί ένας νεκρός, παρά να μην επιζήσει ούτε στη μνήμη του χρόνου και των ανθρώπων; Να πεθάνεις μια βραδιά συννεφιασμένη, από θεούς κι από ανθρώπους ξεχασμένη, τραγουδούσε στις αρχές του ο Καζαντζίδης στην Καταραμένη. Παρ'όλα αυτά, δεν μαρτυρείται ιστορικά κάποια καταδίκη της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η φθορά στο πρόσωπο προκλήθηκε από κατάρρευση του κτιρίου στο οποίο βρισκόταν το άγαλμα, λόγω πυρκαγιάς. Όμως τη συγκεκριμένη ποινή υπέστησαν άλλες γυναίκες της δυναστείας των Σεβήρων· η Ιουλία Μαμαία, μητέρα του Αλέξανδρου Σεβήρου και συναυτοκράτειρα, η Πλαυτίλλα, σύζυγος του Καρακάλλα, και η Άννια Φαυστίνα, τρίτη σύζυγος του Ελαγαβάλου. Η απεικονισμένη μορφή της Ιουλίας Ακυλίας ταυτίστηκε αρκετές φορές μέσα στους επόμενους αιώνες με τις καταδικασμένες γυναίκες.

Η Ιουλία Ακυλία Σεβήρα ανήκε στις Εστιάδες Παρθένες, αλλιώς τις Βεσταλίνες, γι'αυτό και ο γάμος της με τον Ελαγάβαλο θεωρήθηκε σκάνδαλο της εποχής, αφού παραβίαζε τον τριακονταετή όρκο αγαμίας. Πιστεύεται ότι υπήρχαν θρησκευτικοί λόγοι για τον γάμο αυτό: ο Ελαγάβαλος πίστευε στον ανατολικό Θεό Ήλιο El-Gabal, και συμβολικά οροθετούσε το γάμο του θεού με τη Βέστα. Ο γάμος -και οι δύο γάμοι για την ακρίβεια- ανακλήθηκε γρήγορα και ο Ελαγάβαλος εξαναγκάστηκε σχεδόν να παντρευτεί την Άννια Φαυστίνα. Σύντομα όμως χώρισε και έφερε πίσω την Ιουλία Ακυλία, υποστηρίζοντας πως το αρχικό διαζύγιο ήταν άκυρο. Έμειναν μαζί μέχρι τη δολοφονία του το 222 μ.Χ., χωρίς να μαρτυρείται απαραίτητα πίστη ή έρωτας.

Οι Εστιάδες Παρθένες ήταν ιέρειες της Βέστα, απόδοση της θεάς Εστίας στη ρωμαϊκή λατρεία. Πρωταρχικό καθήκον τους ήταν η συντήρηση της Ιερής Φωτιάς στο ναό της θεάς στην Αγορά. Το καθήκον τους θεωρούταν τιμητικό, γι'αυτό όσες το υπηρετούσαν είχαν μεγάλα προνόμια όπως: τιμητική θέση σε δημόσιες εκδηλώσεις, τελετές, αγώνες, παραστάσεις, ήταν ελεύθερες να έχουν προσωπική ιδιοκτησία, να συντάξουν διαθήκη, να ψηφίζουν, αναλάμβαναν τη φύλαξη σημαντικών διαθηκών και κρατικών εγγράφων, ενώ είχαν και εξουσία να απελευθερώνουν καταδικασμένους και σκλάβους -και μάλιστα γι'αυτό αρκούσε μόνο ένα άγγιγμα σ'εκείνους. Αναφέρεται ότι αν ένας καταδικασμένος σε θάνατο συναντούσε μια Εστιάδα στο δρόμο προς την εκτέλεση, τότε αυτόματα λάμβανε χάρη. Οι Εστιάδες αποτελούσαν τα μοναδικά θηλυκά μέλη του αρχαίου ρωμαϊκού ιερατείου, γι'αυτό και η ποινή για όποιον τις τραυμάτιζε ήταν ο θάνατος. Με τον όρκο τους στη Βέστα, οι Εστιάδες άφηναν πίσω την εξουσία του πατέρα και γίνονταν κόρες του κράτους. Κάθε σαρκική σχέση με έναν πολίτη θεωρούταν αιμομιξία και προδοτική πράξη. Η τιμωρία για την παραβίαση του όρκου αγαμίας για τις (όχι πια) παρθένες ήταν να θαφτούν ζωντανές. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η ανυπάκουη Εστιάδα έπρεπε να θαφτεί μέσα στην πόλη, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να μη χυθεί το αίμα της, μιας και αυτό απαγορευόταν αυστηρά. Ο ρωμαϊκός νόμος όμως όριζε να μη θάβεται κανείς μέσα στην πόλη. Γι'αυτό, η ιέρεια θαβόταν σε μια υπόγεια κάμαρα με μια ποσότητα τροφίμων και νερού λίγων ημερών. Αυτό δεν αποτελούσε επέκταση της τιμωρίας της, αλλά εξασφάλιζε πρακτικά να μην πεθάνει μέσα στην πόλη, παρά να κατέβει σε ένα κατοικήσιμο δωμάτιο. Να πεθάνει, έτσι, με δική της θέληση.

Αυτά φυσικά τα βρήκα τώρα, ψάχνοντας. Την παραμορφωμένη όψη της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας και την καταδίκη μνήμης, ακόμα τα θυμάμαι από τότε· με όλο το δέος ξανά. Μου ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό, βλέποντας τους ανίερους βανδαλισμούς των τζιχαντιστών στο Μουσείο της Μοσούλης. Σκεφτόμουν ότι το αποτρόπαιο της πράξης τους δεν είναι ότι καταστρέφουν έργα, ότι βανδαλίζουν σημαντικά αισθητικά τεκμήρια του πολιτισμού -κάποιος μάλιστα ανέφερε ότι τα περισσότερα κατεστραμμένα εκθέματα ήταν αντίγραφα. Με κάποιο τρόπο άλλωστε, είτε ο χρόνος είτε ο άνθρωπος με διάφορες πράξεις του, είτε ακόμα και η ίδια η γη, αποφασίζουν για την μακροημέρευση των έργων. Η φύση υπενθυμίζει με κάθε τρόπο ότι άλλο αιώνιο από την ίδια, στην εντέλειά της, δεν υπάρχει. Σκέφτομαι λοιπόν ότι αυτοί οι ιδεοληπτικοί βάρβαροι με κάθε σφυριά τους, σφυροκοπούν τη μνήμη, εξαφανίζουν απεικονίσεις του κόσμου, καταδικάζοντας κάθε πολιτισμό που αντανακλάται σε αυτές. Ότι δεν είναι εχθροί των μνημείων, αλλά εχθροί του ανθρώπου. Ότι η καταγραφή της μνήμης είναι καθήκον του ανθρώπου και εγγεγραμμένη οδηγία εντός του. Και ότι πρώτο μέλημα κάθε εξουσίας για να επιβληθεί, είναι η καταστροφή της μνήμης.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Λαμπεντούζα, σήμερα

E-mail Εκτύπωση PDF
Αλέξανδρε θα'ρθεις; Πάμε στο νησί. Θα βουτήξουμε να δούμε την αρχαία πόλη.
Έπειτα θ'ανέβουμε ψηλά στο βράχο και θα φωνάζουμε στα καράβια που περνάνε.
 Ο παππούς λέει ότι ήταν μια ευτυχισμένη πόλη. Βυθίστηκε από ένα σεισμό και κοιμάται
στο βυθό αιώνες τώρα. Βγαίνει από το νερό μια στις τόσες για μια στιγμή μόνο,
όταν το πρωινό αστέρι νοσταλγήσει τη γη και σταματήσει να κοιτάξει.
Τότε όλα σταματάνε. Κι ο χρόνος σταματάει.

Λαμπηδούσα· έτσι την αποκαλούσαν οι έλληνες ναυτικοί, κυρίως οι ψαράδες. Λεπάδουσσα εκ των Πελαγίων Νήσων, την αναφέρει ο Στράβωνας στους χάρτες του, μαζί κι ο Πτολεμαίος Κλαύδιος. Η μηχανή αναζήτησης δεν βγάζει άλλη γεωγραφία, μόνο αίμα, ημερομηνίες, σύντομες κραυγές και συνεχόμενους πνιγμούς. Και αριθμούς, αλλά στο περίπου. Αριθμοί από μέτρημα. Τον προπέρσινο Οκτώβρη τους μετρήσαν ακριβώς αυτούς που πήγαν στο βυθό. Τριακόσιοι εξηνταέξι. Πέρσι πήγαν πάλι μερικοί, κατά δεκάδες. Κάποιοι μετρημένοι, κάποιοι στο περίπου. Σήμερα πάλι. Ψάχνω στις μηχανές αναζήτησης και το ληξιαρχείο του βυθού δεν έχει ακόμα ενημερωθεί. Πάνω από διακόσιοι, διαβάζω κάπου. Τριακόσιοι, κάπου αλλού. Πέντε ήταν οι βάρκες, γράφουν στις ειδήσεις. Μπορεί να ήταν περισσότερες οι βάρκες, λένε οι άλλες ειδήσεις. Ο άνθρωπος μέτρησε την απόσταση να πάει στο φεγγάρι, πήγε και ήρθε, ξαναπήγε και πάτησε και ξαναήρθε, αλλά τις βάρκες που γυρίζουν ανάποδα ανοιχτά της Λαμπηδούσας ακόμα δεν βρέθηκε τρόπος να τις μετρήσει.

Μέρες τώρα θέλω να γράψω γι'αυτά τα τρένα, που όταν παλιώσουν και σταματήσουν τη ζωή στις ράγες -δηλαδή τη μεταφορά ζωής στις ράγες- τα ρίχνουν στη θάλασσα να ξαναμεταφέρουν ζωή. Ακίνητα πια, βυθισμένα, με ορθάνοιχτες όλες τις πόρτες και τα παράθυρα, χωρίς στάσεις και ράγες, χωρίς τις πάνω ζωές. Κι όπως συνήθως, κάπως περιμένω και μια άλλη εικόνα -κατά προτίμηση άσχετη, ασύνδετη εντελώς- για να κάνω τη δική μου σύνδεση, να ταιριάξω με τις λέξεις μου όσα στα μάτια είναι ασύνδετα, να κάνω τις λέξεις κρίκους, να φτιάξω αλυσίδες των πραγμάτων, να βρω ενώσεις. Αποθηκεύω τις εικόνες σε ένα φάκελο με τον τίτλο βυθός. Ο βυθός όμως δεν είναι μόνο τόπος της ποίησης. Βυθίζομαι λέμε, και δεν εννοούμε πάντα το ίδιο. Έπιασα να σκεφτώ μια συστάδα από βαγόνια με πνιγμένους ανθρώπους μέσα, να τα πετάνε στη θάλασσα και να ξαναπνίγονται, και τίποτα να μην ξαναγίνεται ζωή. Συνεχόμενοι πνιγμοί, ημερομηνίες με κραυγές, πλεξούδες μικρών κοριτσιών, μυστικά που ούτε οι ψαράδες δεν θα βρουν να μας πουν. Αυτοί που ξέρουν όλη τη θάλασσα και τόπους με κοράλλια και ζωή, και πολιτείες στο νερό, αρχαίες πόλεις που ξαναβγαίνουν μία στις τόσες, τότε που ο χρόνος σταματάει. Η κυριολεξία του βυθού νικάει την ποίησή του. Νικάει κάθε ομορφιά του.

Σήμερα το πρωί μια άστεγη γυναίκα, από αυτές που στις στάσεις του μετρό προσφέρουν μια σχεδία για να ζήσουν, έδινε κάτι σαν συνέντευξη στο πολιτικό ραδιόφωνο. Οι πολιτικές ερωτήσεις πάλευαν να την φέρουν στον εδώ κόσμο, των λέξεων και των τραγουδιών. Τη ρωτάνε ποιο τραγούδι θα ήθελε ν'ακούσει. Έχει ξεχάσει τι είναι η μουσική, λέει. Δεν κοιμάται ούτε στα παγκάκια, γιατί παλεύει -λέει- να μείνει ξύπνια να σκεφτεί· ποια σχέδια, ποια σχεδία θα πάει τη ζωή της πιο πέρα. Μία μέρα, λίγες μέρες, ένα κάτι σαν σπίτι, ένας ξενώνας με κάτι σαν φίλους, ένα κάτι που να το επαναλαμβάνει κάθε μέρα -για μια τέτοια βεβαιότητα να ελπίζει, έστω. Όλα κάτι σαν. Όχι όπως τα ήξερε ή τα ξέραμε, όχι όπως είναι για τους άλλους. Σαν. Κι αν έκλεινε τα μάτια και μπορούσε να ονειρευτεί ό,τι θέλει, να ονομάσει μία σκέψη της, την πιο ωραία σκέψη της -ρωτάει η φωνή- ποια θα ήταν αυτή; Να πουλήσει και σήμερα το περιοδικό, αυτό που πουλάει για να ζήσει. Αυτό απαντάει. Τη δουλειά της. Καμία μουσική, καμία άλλη σκέψη. Κανένας χρόνος που σταματάει. Εκεί όλος ο χρόνος, να παλεύει ένα περιοδικό να τον νικήσει.

Ψάχνω ενώσεις στην αλυσίδα, μα οι δύο κόσμοι αρνούνται να συναντηθούν. Ο βυθός της Λαμπηδούσας που καταγράφει ημερομηνίες και οι λέξεις μου που θέλουν να δουν ποίηση στα τρένα που φτιάχνουν ζωή στο βυθό. Δεν συναντιούνται. Κερδίζουν οι αριθμοί, οι ακριβείς και τα περίπου. Με κερδίζουν. Τα τραγούδια που παλεύω να φέρω από κάθε βυθό μου και η γυναίκα που έχει ξεχάσει τη μουσική. Κερδίζει αυτή, δηλαδή χάνω. Στάσεις, μετρό, σχεδίες, βυθός, βάρκες, πάλι, τρένα. Λέξεις με λίγα γράμματα και πόσες ζωές πάνω τους χαραγμένες. Διαφορετικές. Μακρινές και απομακρυσμένες. Που δεν σταματάνε ποτέ το χρόνο. Που δεν τις εξαίρεσε ποτέ ο χρόνος στους πνιγμούς του.


0 σχόλια μέχρι τώρα

crossover

E-mail Εκτύπωση PDF

Πήγα αλλού γυμνάσιο κι αλλού λύκειο. Χτες βράδι στο Αν, είδα άνθρωπο και από το ένα σχολείο και από το άλλο. Δύο εποχές, αλλά η ίδια εποχή. Εκείνη. Όχι φίλοι, ούτε καν γνωστοί, αλλά αυτοί που πάντα θυμόσουν, κάτι οριακές μορφές που συνήθως συνδέονται με κάποιο εξωπραγματικό άκουσμα που τότε σου έμαθαν· σε κάποιο πάρτι, σε κάποια ανταλλαγή –με μοίρασμα μαθαίναμε κυρίως τη μουσική, με συνευρέσεις σε χώρο, κάπου. Σαν σε χρονοκάψουλα, αυτοί σχεδόν ίδιοι ολόιδιοι όπως τους θυμάμαι. Γενικά γύρω μου φάτσες σχολεία, ίδια ολόιδια όπως τα θυμάμαι. Όπως. Δεν ξέρω δηλαδή αν αντικειμενικά είναι τα ίδια, ξέρω μόνο για το όπως. Τα σχολεία είναι τότε, το θυμάμαι είναι τώρα, το όπως είναι όλο το ενδιάμεσο. In the meantime. Στο μεταξύ μεγαλώναμε, κρατούσαμε εικόνες, πετάγαμε άλλες, φτιάχναμε όπως. Θόρυβος στα αυτιά και ξεκάθαρα όλα. Ποιος ήταν ποιος, ποιος άκουγε τι, ποιος έτσι ποιος αλλιώς.

Στη σκηνή τώρα η μπάντα· αυτή η μπάντα. Αυτή που σε έκανε να πιάσεις μπάσο για να παίξεις περίεργους σκληρούς ρυθμούς και ριφάκια με συγκοπές. Δεν ξέρεις τι είναι οι συγκοπές μάλλον. Τότε συνεννοούμασταν βέβαια, κι ας μάθαμε πολύ μετά ότι οι συγκοπές είναι μουσικός όρος που περιγράφει την αιτία του πονοκεφάλου από το ακανόνιστο headbanging. Όροι, ακατανόητες λέξεις, άλλες γλώσσες. Όλα κώδικας ήταν, όλα κώδικας είναι. Εδώ στη συναυλία δεν παίζει να υπάρχει άνθρωπος κάτω των 35, και με το ζόρι κάποιος άνω των 40. Εδώ καταλαβαίνω τα πάντα. Ένας δίσκος, ένας μαγικός δίσκος είκοσι χρόνια πριν, όλος εδώ παιγμένος μπροστά μου, μπροστά μας. Οι δίσκοι από τότε κουβαλούσαν ένα εμείς, κι αυτό το αισθάνεσαι συνέχεια. Τώρα. Οι αριθμοί δεν αντιστοιχούν σε ηλικίες, αλλά σε κώδικα. Όλα είναι όπως έμαθες. Και όπως τα ξαναβρίσκεις. Μόνο εσύ τα αλλάζεις τα όπως· καμία πραγματικότητα. Και μόνο εσύ δεν θέλεις να τα αλλάξεις.

Γυρίζω σπίτι. Ψάχνω το βινύλιο του Betty. Βρίσκεται όρθιο –όπως όρθια στέκονται πάντα τα βινύλια- ανάμεσα στο Sky Valley των Kyuss και το Far Beyond Driven των Pantera. Κάτι πολύτιμο που βρίσκεται ανάμεσα σε Kyuss και Pantera, δεν μπορεί παρά να σου δείχνει ότι σωστά ήρθαν όλα ως εδώ. Το πρωί το βάζω να το ξανακούσω, ούτε κι εγώ θυμάμαι από πότε. Η συναυλία· ο δίσκος τώρα που παίζει· ο δίσκος ανάμεσα σε άλλους· στιγμές όρθιες από αυτές που θυμάσαι καθαρά· που δεν χρειάζεται να τις θυμάσαι, γιατί ακόμα τις βλέπεις μπροστά σου· τις ζεις. Κάπως. Όπως. Ένα τότε, ανάμεσα σε δύο τότε, μια βιωμένη αγάπη, ανάμεσα σε βιωμένες αγάπες, μια όρθια στιγμή, ανάμεσα σε όρθιες στιγμές, ένα κολασμένος θόρυβος που όσο μεγάλωνε, σε μεγάλωνε, ένας μανιασμένος θόρυβος που κρατάει ακόμα, ένας θόρυβος παρακαταθήκη από το μέλλον, που σε κάνει να αντέχεις κάθε παρελθόν, γιατί εκεί είναι τα αδυσώπητα και τα αμετάκλητα, μια αλήθεια που γαμάει κάθε νοσταλγία, ένα τότε ζωντανό όσο ένα σήμερα, υπαρκτό όσο η μέρα, ένα βράδι στα Εξάρχεια που χώνεσαι στο Αν να δεις δίπλα σου φίλους που δεν γνώρισες αλλά τους ξέρεις, σχολεία που δεν πήγες αλλά θυμάσαι και αναγνωρίζεις, να δεις πως μεγάλωσες και πόσος θόρυβος ακόμα σε κρατάει ζωντανό. Και πόσο ωραίο είναι να μεγαλώνεις, να το μαθαίνεις από τις φάτσες γύρω σου που μεγαλώνουν, και όλα να είναι εκεί στη θέση τους, με όλη τους την ένταση. Όχι εκεί ακόμα. Εκεί πάντα.


0 σχόλια μέχρι τώρα

με τα μάτια ανοιχτά

E-mail Εκτύπωση PDF

Το όνομά του είναι Μπαχάα Μπαντρ. Ήταν δηλαδή. Πια δεν βρίσκεται στη ζωή, αλλά με κάποιο τρόπο, για κάποιο λόγο, το όνομα το προφέρουμε πάντα σε ενεστώτα, σε χρόνο του παρόντος -είναι αν μη τι άλλο μια υπενθύμιση, ένα μνημείο όλων αυτών που κάποιος υπήρξε και υπάρχει. Ήταν επίσης δεκατριών χρονών. Ήταν, δεν είναι. Το παρόν της ηλικίας σταματάει όταν σταματάει και η δυνατότητα του μέλλοντός της. Γίνεται μόνο παρελθόν. Η ηλικία είναι άλλωστε καταγραφή του χρόνου που παρήλθε. Είχε και ένα δίδυμο αδερφό. Είχε, δεν έχει. Κανείς από τους δύο δεν είναι αδερφός για τον άλλον. Ο αδερφός συντάσσεται μόνο σε χρόνο παρελθόντος. Τώρα, αυτός που γεννήθηκε μαζί του, που μοιράστηκε για δεκατρία χρόνια όλους τους χρόνους, ακόμα κι αν κανείς τους δεν έμαθε πως κλίνονται οι μέλλοντες, ακουμπάει τα μάτια στα μάτια του, τόσο που να μην τον βλέπει. Να μη μπορεί, γιατί δεν μπορεί. Τα μάτια του Μπαχάα είναι ανοιχτά, λες και θέλει να τα βλέπει όλα, σαν να μπορεί, ακόμα και τώρα που σταμάτησαν όλοι οι χρόνοι για κείνον, τώρα που έχασε αδερφό και κόσμο, τώρα που έχασε όλους τους χρόνους. Κι η γη της Παλαιστίνης, χώμα και νερό όπως κάθε γη, μαζί κι οι γιοι της Παλαιστίνης, χώμα και νερό όπως όλοι οι γιοι, τα ανοιχτά μάτια του θα κάνουν ξανά χώμα και ζωή, σαν να μην τελειώνει ποτέ το χώμα, σαν από αυτά να πρέπει να τρέξει το νερό, το νερό όλης της γης που επιβάλλει η ζωή, που επιβάλλει τη ζωή, να μένουν τα μάτια ανοιχτά, να προφέρεται η λέξη Παλαιστίνη πάντα σε χρόνο παρόντος, ποτέ σε παρελθόν, ποτέ σε μάτια κλειστά που δεν μπορούν. Η γη μεγαλώνει, η ζωή διαστέλλεται, το χώμα και το νερό δεν σταματάνε ποτέ και σαν από πείσμα όλα ξανά υπάρχουν· με όλο το πένθος και όλο το άνθος. Τα μάτια των παιδιών μπορούν να ακουμπάνε, μπορούν να μένουν ανοιχτά όταν οι αδερφοί δεν είναι πια αδερφοί, όταν τελειώνει ο κόσμος. Μάτια που έμαθαν να αποχαιρετούν, που έμαθαν και να βλέπουν πέρα από το τέλος του κόσμου.

Η μικρή Μαντλίν πρέπει τώρα να είναι εφτά. Όταν έκλεινε τριών είχε ζητήσει για δώρο να πάρει το τρένο. To ride a train. Δεν ξέρω πως διάολο μεταφράζεται αυτό έτσι που να χωράει όλες τις σημασίες του, όλες αυτές που τουλάχιστον για ένα παιδί είναι πάντα ανοιχτές και, κυρίως, πιθανές. Το δώρο της το προσφέρει ο πατέρας, που δεν ξέρω αν κινηματογράφησε όλη τη βόλτα της μικρής με το τρένο, αλλά φρόντισε να δούμε όλοι τα τελευταία σαρανταδύο δευτερόλεπτα της προσμονής αυτής της βόλτας. Το τρένο πλησιάζει και τα μάτια ανοίγουν καθώς αυτό πλησιάζει, καθώς γίνεται πιθανό αυτό που η Μαντλίν δεν ήξερε καν αν είναι απίθανο, που ήξερε μόνο από λέξεις, που φαντάστηκε μόνο από λέξεις -λέξεις που κάθε παιδί βρίσκει τρόπο να τις κάνει προσμονή. Τα μάτια μεγαλώνουν, γεμίζουν με τρένο, ανοίγουν κι άλλο για να το χωρέσουν -γιατί καλά είναι να προσμένεις, αλλά που να φανταστείς πόσο πιο μεγάλο από τα μάτια σου μπορεί να είναι κάτι· που να ξέρεις τι χωράει και τι όχι. Μέσα σε σαραντακάτι δευτερόλεπτα τα μάτια γεμίζουν, λάμπουν, μαγεύονται, απορούν, καθρεφτίζουν, παραδίνονται, αγχώνονται, ακούνε, ξεχειλίζουν, ανυπομονούν, φοβούνται και λίγο, προσμένουν ακατάπαυστα. Τα μάτια των παιδιών, ανοιχτά και ορθάνοιχτα από ζωή, από προσμονή, από λαχτάρα για ό,τι φαντάστηκαν ότι υπάρχει, πέρα από κάθε πραγματικότητα, μέσα σε κάθε πραγματικότητα, κόντρα σε κάθε πιθανότητα και ερήμην της, κόντρα σε κάθε χρόνο και ερήμην του, τα μάτια πάνω στον κόσμο, πάνω στη γη και μέσα από τη γη, βλέπουν. Βλέπουν τα πάντα και έτσι υπάρχουν τα πάντα. Βλέπουν ό,τι θέλουν και έτσι υπάρχουν αυτά που θέλουν· όλα αυτά που θέλουν. Δεν θέλουν να βλέπουν το θάνατο και γι'αυτό δεν υπάρχει ο θάνατος. Ακουμπάνε θεόκλειστα πάνω του και έτσι φοβάται εκείνος. Που δεν υπάρχει για κανέναν. 

0 σχόλια μέχρι τώρα

φωτογραφία

E-mail Εκτύπωση PDF

Κυρίες και κύριοι, ζητώ λίγο την προσοχή σας. Δυστυχώς, δεν ξέρω... Σταματάει λίγο, σαστίζει. Μοιάζει να χάνεται. Δεν ξέρω να παίζω κιθάρα ή κάποιο μουσικό όργανο. Με την οικογένειά μου είμαστε με κομμένο φως και νερό από πριν απ'τις γιορτές. Δεν μπορούμε ούτε να πλυθούμε. Κανείς δεν ξεφτιλίζει τον εαυτό του αν δεν χρειάζεται. Δεν είναι απαραίτητο να μου δώσετε χρήματα, ακόμα και οτιδήποτε φαγώσιμο είναι σημαντικό. Να έχω φαγητό. Να μη γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια. Αυτά συγκράτησα. Την όψη του σχεδόν την ξέχασα. Τα άδεια χέρια αλλάζουν βαγόνι.

Ποιες γιορτές να εννοούσε. Ο άνθρωπος που πεινάει, με τα άδεια χέρια, τα απλωμένα, μπορεί να έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, ίσως και του χώρου -αν και αυτοί, τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος, τον αναγκάζουν όλο και πιο άγρια σε αισθήσεις. Να πλυθούμε, να έχω φαγητό, να μη γυρίζω με άδεια χέρια. Ποιος χρόνος θα σταθεί στα βασικά άλλωστε, σε ποιο χρόνο σκύψαμε να δούμε τη ζωή ως μη αυτονόητη. Έξω στο σταθμό, μια νέα φωτεινή κοπέλα φωτογραφίζει άστεγους και ανάπηρους ζητιάνους. Δεν μοιάζει για ρεπορτάζ. Τι σημασία έχει. Τραβάει τη φωτογραφία και μετά αποστρέφει το βλέμμα, γυρίζει στο φίλο της. Αθανασία στο κλικ, θάνατος στο δρόμο.

Τα παιδιά με τις μηχανές, με όλη τη γενναιοδωρία του χρόνου και του χώρου, έχασαν την αίσθηση -κάθε αίσθηση. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ξεφτιλίζουν τον εαυτό τους για να μην πεθάνουν, ξεφτιλίζονται από ανάγκη, κι εμείς τραβάμε φωτογραφίες. Ο θάνατος στην πόλη μας βρήκε φωτογράφους. Παρακολουθούμε μια επιδημία που δεν μας αφορά, έναν τρόμο που δεν μπαίνει στο σπίτι μας. Το πολύ στο βλέμμα μας, άντε και κάνα ψιλό. Λογοτεχνούμε τη φρίκη -αυτό κάνω κι εγώ τώρα. Δεν υπάρχει απάντηση, δεν υπάρχει αίσθηση. Και πληγή πιο μεγάλη από αυτή δεν μπορεί να υπάρξει για μια γενιά. Ότι δεν πατάει σε δρόμο που στο τέλος του να φωτίζεται ο κόσμος. Ότι πάνω στο άνθος της δικής μας φωτογραφίας, βρίσκουμε και ρίχνουμε λίγο φως μόνο για να εγγράψουμε το θανατικό γύρω μας.

Τα ζεις και μετά τα γράφεις στο ίντερνετ, μου είπε με δάχτυλο ο άλλος. Δίκιο είχε. Απάντηση άλλη δεν είχε όμως. Κι ο άνθρωπος στο τρένο, την κιθάρα την εννοούσε για προσφορά.


Η φωτογραφία είναι από την κηδεία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο κύριος μπροστά μου, κάπου μακριά από την εκκλησία και τους επίσημους, έκλαιγε συνέχεια. Πήγαινε όλο πιο πέρα από τον κόσμο, όχι μάλλον για να μην τον δουν, αλλά σαν να μην άντεχε, σαν να πνιγόταν. Πριν από αυτή την ημέρα, τον είχα δει σε ένα από τα τελευταία γυρίσματα της Άλλης Θάλασσας, στην οδό Σόλωμου, έξω από το γραφείο του σκηνοθέτη, να υποδύεται ως κομπάρσος τον άστεγο. Ευλαβικά, με υπομονή, σε κάθε επανάληψη της σκηνής έκανε ακριβώς ό,τι του παράγγελνε ο Θόδωρος. Κάτι πολύ λίγο, πολύ απλό ίσως. Για εκείνον όμως σοβαρό. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Ρώτησα φίλους από το συνεργείο. Ήταν στ'αλήθεια άστεγος. 

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 1 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA