blog



επεξήγηση

E-mail Εκτύπωση PDF

[...] μια κοπέλα με νυχτικιά, χυμένα τα μαλλιά στην πλάτη, να διαβαίνει μπροστά μου, με σφιγμένες γροθιές, με την άσπρη της νυχτικιά, κι ακριβώς μπροστά μου, το μούτρο της αναδύεται, βάζει τα κλάματα και εξακολουθεί να διαβαίνει ως το άλλο άκρο της αποβάθρας, με ξέπλεκα μαλλιά, τις γροθιές έτσι, και τη νυχτικιά της, οπότε ξαφνικά εγώ, δεν αντέχω άλλο, αυτή τη φορά πάει τελείωσε, δεν κρατιέμαι πια, δεν αντέχω άλλο, όλον αυτόν τον κόσμο, τον καθέναν στη γωνίτσα του με την ιστοριούλα του, όλες αυτές τις φάτσες, δεν τους αντέχω άλλο, μπούχτισα μ'όλους, και μου'ρχεται ν'αρχίσω τις μπουνιές, τη γυναικούλα εκεί ψηλά, γαντζωμένη στην κουπαστή, μου'ρχεται να την αρχίσω στις μπουνιές, και τον Άραβα που ψέλνει μόνος του τα δικά του, μου'ρχεται να τον αρχίσω στις μπουνιές, τον ματσωμένο πίσω μου, πέρα στο άλλο άκρο του διαδρόμου, την παχνιασμένη γριά απέναντι, δεν την αντέχω πια τη φάτσα τους, δεν τον αντέχω άλλο αυτό τον πολτό, την κοπέλα με τη νυχτικιά στην άλλη άκρη του σταθμού, που συνεχίζει το κλαψούρισμα, κι εμένα, μου'ρχεται να αρχίσω να βαράω μπουνιές, έχω όρεξη να δείρω φίλε, τις γριές, τους Άραβες, τους ματσωμένους, τα πλακάκια στους τοίχους, τις γραμμές των βαγονιών, τους ελεγκτές, τους μπάτσους, να πλακώσω στο ξύλο τους πωλητές εισιτηρίων, τις αφίσες, τα φώτα, αυτή τη σκατομυρωδιά, αυτόν το σκατοθόρυβο, σκέφτομαι τα λίτρα μπύρας που'χα ήδη κατεβάσει και θα κατέβαζα ακόμα, ώσπου να μη χωράει άλλο η κοιλιά μου, και έμενα καθιστός με αυτή την επιθυμία ν'αρχίσω να βαράω μπουνιές φίλε, ώσπου να τελειώσουν τα πάντα, ώσπου να σταματήσουν όλα, και τότε σταματάνε διαμιάς τα πάντα, μια και καλή: δεν περνάνε πια οι αμαξοστοιχίες, σωπαίνει ο Άραβας, παύει ν'αναπνέει η γυναικούλα εκεί πάνω, και την κοπέλα με τη νυχτικιά δεν την ακούμε πια να ρουφάει τη μύξα της, τα πάντα σταματάν διαμιάς εκτός από εκείνη τη μουσική στο βάθος, και την παχνιασμένη γριά που ανοίγει το στόμα κι αρχίζει να τραγουδά με μιάν απίστευτη φωνή, παίζει κάτι ο ματσωμένος εκεί κάτω, χωρίς να τον βλέπουμε, και εκείνη το τραγουδά, αποκρίνεται ο ένας στον άλλο και πάνε μαζί σαν να'ταν μελετημένο (μια μουσική απίθανη, κάτι από όπερα ή καμιά τέτοια μαλακία), τόσο δυνατό όμως, τόσο μαζί, που σταματάν στ'αλήθεια όλα, και η φωνή της γριάς, κατακίτρινη, κατακλύζει τα πάντα και εγώ σκέφτομαι: οκέυ, σηκώνομαι τώρα, διασχίζω τρέχοντας τους διαδρόμους, πηδάω τις σκάλες, βγαίνω έξω από τον υπόγειο, και τρέχω, ονειρεύομαι πάλι μπύρα, τρέχω, μπύρα, μπύρα, σκέφτομαι: τι μπορντέλο, άριες της όπερας, γυναίκες, η παγωμένη γη, η κοπέλα με τη νυχτικιά, πουτάνες και νεκροταφεία, τρέχω και δεν μ'αισθάνομαι πια, αναζητάω κάτι που να μοιάζει με χορτάρι μέσα σ'αυτόν τον πολτό, περιστέρια πετάνε πάνω απ'το δάσος και οι στρατιώτες τα σημαδεύουνε, ματσωμένοι ζητιανεύουνε, αλητάμπουρες ντυμένοι στην τρίχα στρώνουν στο κυνήγι ποντικούς, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ'το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ'αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ'αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ'αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πως να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, βροχή, βροχή, βροχή.


[Bernard-Marie Koltes, Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση, εκδόσεις Άγρα, (1977)]

0 σχόλια μέχρι τώρα

Add Comment


     

    "...Σαν πρόκες πρέπει

    να καρφώνονται οι λέξεις

    Να μην τις παίρνει ο άνεμος..."


    περασμένα

    Powered by mod LCA