blog



χειρονομίες

E-mail Εκτύπωση PDF

Λίγο-λίγο τα πράγματα αδειάζουν, όπως εκείνα τα μεγάλα κόκκαλα
που συναντούσαμε το καλοκαίρι στ’ ακρογιάλι ― κόκκαλα αλόγων
ή ζώων προϊστορικών· αδειάζουν απ’ τη μέσα ουσία, απ’ το μεδούλι·
μένει μονάχα ένα στέρεο λευκό, σαν έλλειψη χρώματος, με αόρατες τρύπες,
όπως το χρώμα εκείνο μέσα στα δωμάτια, το χειμώνα, όταν έξω
βρέχει ραγδαία. Τότε κρατάς το χερούλι της πόρτας ή το χερούλι
απ’ το φλιτζάνι του τσαγιού, κι ούτε που ξέρεις αν εσύ τα κρατάς ή σε κρατούνε
ή αν κρατιούνται κι εκείνα κι εσύ. Και, ξαφνικά, καθώς δοκιμάζεις
να πιεις το τσάι σου, βλέπεις στα δάχτυλά σου ανάμεσα το πορσελάνινο χερούλι
μόνο του· ―το φλιτζάνι λείπει· ―περιεργάζεσαι αυτό το χερούλι, τόσο άσπρο,
τόσο αβαρές, σχεδόν κοκκάλινο ―και το βρίσκεις ωραίο, σε σχήμα
μισού μηδενικού― γυρεύει τη συμπλήρωσή του, ενώ, αντίκρυ, στον τοίχο,
μέσ’ από μια βαθιά ρωγμή, βγαίνει ζεστός ο ατμός απ’ το τσάι που δεν ήπιες.

[Γιάννης Ρίτσος, Αναχωρήσεις, ΙΙΙ, από τη συλλογή Επιτομή]

0 σχόλια μέχρι τώρα

Add Comment


     

    "...Σαν πρόκες πρέπει

    να καρφώνονται οι λέξεις

    Να μην τις παίρνει ο άνεμος..."


    περασμένα

    Powered by mod LCA