blog



Επί προσωπικού

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Καρτέσιου]

Κι ας μη βγάζει τούτος ο δρόμος πουθενά. Εμείς θα τον συνεχίσουμε. Άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε περπατώντας με τα χέρια πίσω από την πλάτη, να κρατάνε ένα κομπολόι.
Μήπως κι οι δρόμοι που είχαν προορισμό, καλύτεροι ήταν; Αν ήταν, δε θα περπατούσαμε τώρα εδώ. Είναι και η σιγουριά που σε κουράζει κάποιες φορές. Όλες τις φορές σε κουράζει, αλλά δεν το παραδέχεσαι.
Κι οι προορισμοί μήπως ήταν αυτοί που μας υπόσχονταν τα λόγια των άλλων; Ψέματα! Καμία σχέση δεν είχαν. Έφταναν μόνο γι’ αυτούς που ήξεραν ακριβώς τί ζητούσαν. Όμως αυτό καταντά θλιβερό. Να ξέρεις το τέλος της διαδρομής, πριν από την αρχή της. Αλλόκοτο, εντελώς.
Κι έτσι, γίναμε αυτό που λένε «γυρολόγοι», αλλά χωρίς εμπόρευμα. Κι έχουμε μαζί μας κοπρόσκυλα, που μας ακολουθούν με αυτιά σηκωμένα και ουρά που κουνιέται διαρκώς σαν υαλοκαθαριστήρας που του λείπει το παρμπρίζ.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα περισσότερα κοπρόσκυλα είναι καφέ. Ίσως κάποιος ανήσυχος επιστήμονας κάποιου σεβαστού βασιλικού επιστημονικού οργανισμού, θα έπρεπε κάποια στιγμή να το ψάξει αυτό. Τόσα και τόσα ψάχνουν.
Πάντως, εμείς συνεχίζουμε το δρόμο μας. Αν δεν τελειώσει ποτέ, κάποια στιγμή θα καθίσουμε στην άκρη και θα περιμένουμε.
Τώρα τον λένε μάταιο δρόμο, επειδή κανείς, λένε, δεν γύρισε από κει να πει τι υπάρχει.
Είναι το ίδιο ηλίθιο επιχείρημα μ’ αυτό που χρησιμοποιούν κάποιοι, ότι δεν υπάρχει παράδεισος επειδή κανείς δε γύρισε να μας πει ότι τον είδε. Γιατί δε λένε το ίδιο και για την κόλαση; Εκεί πηγαινοέρχονται;
Εκτός κι αν… εκτός κι αν η κόλαση είναι σαν τους δρόμους με προορισμό, ενώ ο δρόμος για τον παράδεισο «μάταιη» διαδρομή για γυρολόγους ακτήμονες και καφέ κοπρόσκυλα.
Έβγαλε αεράκι, δρόσισε, ας συνεχίσουμε το περπάτημα...


[δημοσιευμένο στο kartesios.com]

τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα

E-mail Εκτύπωση PDF

[της niemandsrose]

Η πιο δυνατή στιγμή στην κοινή μας ζωή, και για μένα και για εκείνη, τη λιγοστή ζωή που έχουμε ως τώρα ζήσει μαζί, αλλά που είναι οι πιο συγκλονιστικοί τριάντα μήνες της ζωής μου, οι τριάντα πιο καθοριστικοί μήνες της δικής της ζωής, είναι όταν τη γέννησα, την είδα, την αγκάλιασα, τη θήλασα. Που όλα μαζί λογαριάζονται ως τη μία ενιαία και αδιαίρετη ευτυχία της μητρότητας.

Η επόμενη πιο δυνατή στιγμή στη ζωή μας, για μένα, ήταν μια νύχτα του περσινού καλοκαιριού. Μια νύχτα στα παράλια της νότιας Κρήτης. Είχαμε στήσει τη σκηνή μας. Πιο δίπλα είχαν ανάψει μια μικρή φωτιά. Εγώ κι εκείνη πιο παράμερα. Την πήρα αγκαλιά και ξαπλώσαμε σ' ένα ψαθάκι παράλληλα με την ακτογραμμή. Εγώ με την πλάτη στην άμμο. Εκείνη με την πλάτη στην κοιλιά μου. Έτσι είναι και έτσι πρέπει να' ναι η σχέση μας: η μαμά πιο κοντά στο χώμα, στο θάνατο, το παιδί πιο κοντά στη μήτρα, στη ζωή. Κοιτούσαμε μια τα αστέρια εκεί ψηλά, μια το βουνό στα δεξιά μας, μια τη θάλασσα στ' αριστερά μας. Της έδειχνα τον ουράνιο θόλο τη νύχτα, την κορυφογραμμή της γης, το κύμα της θάλασσας στα βράχια. Που όλα μαζί λογαριάζονται ως τη μία, ενιαία και αδιαίρετη ομορφιά του κόσμου.

Ανασηκώθηκα. Την έβαλα να καθήσει ανάμεσα στα πόδια μου και τα τύλιξα γύρω απ' το κορμάκι της. Η πλάτη μου στους αγαπημένους, η πλάτη της στην αγαπημένη της. Πίσω απ' τη πλάτη μας πρέπει να βρίσκεται αγάπη. Με τα βλέμματά μας στραμμένα κατά τον ορίζοντα. Γύρισα το κεφάλι μου, αναζητώντας στο σκοτάδι που έσπαγαν οι φλόγες, το πρόσωπο του αδελφού μου. Θυμάσαι ρε όταν ήμαστε μικρά που μας έλεγαν οι γέροι πως φαίνεται η Λιβύη από 'δω; Το θυμόταν. Κοιτούσα λαίμαργα το απέραντο μαύρο προσπαθώντας να διακρίνω τα φωτάκια μιας άλλης ηπείρου. Τα είδαμε ποτέ τα φώτα της Λιβύης; Η μνήμη δεν βοηθούσε. Τα είδαμε ποτέ; Ο καιρός δε βοηθούσε. Τα είδαμε ποτέ; Θα μπορούσαν να φαίνονται; Τα είδαμε ποτέ; Μπορεί τα φωτάκια να μη φαίνονταν έτσι κι αλλιώς. Μπορεί να φαίνονταν μόνο αν είχε απανεμιά και καθαρό ουρανό. Μπορεί να τα είδες και να μη τα θυμάσαι. Μπορεί και να μην τα είδες. Τι σημασία είχε; Η λογική βοηθούσε λίγο. Το συναίσθημα τελικά βοήθησε περισσότερο.

Κάπου εκεί απέναντι, στο βάθος του ορίζοντα ζούσαν κάποιοι ξένοι. Από άλλη χώρα, άλλη ήπειρο, με άλλο θεό, με άλλη γλώσσα, με άλλο χρώμα, με άλλο πολίτευμα, με άλλα προβλήματα. Όλα αλλιώς. Κάποιοι αλλιώτικοι, τη στιγμή που εσύ ανακαλείς στη μνήμη αυτό που προσκυνούσες, τον κόσμο και την ομορφιά του, τη ζωή και τον άνθρωπο, που είναι ενιαία και αδιαίρετα ως μια δύναμη, τη μόνη άξια να προσκυνήσεις, κάποιοι, γείτονες, μια θάλασσα ανάμεσα, σφάζονται. Κάποια μητέρα απ' τη Λιβύη, έναν πολιτισμό μακριά και μια θάλασσα κοντά, έρχεται ως αντικατοπτρισμός. Θα κρατάει κι εκείνη κάποιο παιδί στην αγκαλιά, θα ψάχνει κάποιον αδελφό μες στο σκοτάδι. Η πλάτη του παιδιού της δε πρέπει να είναι στο χώμα ποτέ. Πίσω απ' τη πλάτη δε πρέπει να' ναι μαχαίρια ποτέ. Έρχεται σαν ανώτερος αντικατοπτρισμός, όπως οι Δροσουλίτες, μπροστά στα μάτια σου. Εκεί στα νότια παράλια του νησιού, αναπαρίσταται μπροστά στα μάτια σου ο πόλεμος των πιο κοντινών σου ξένων. Και τα φώτα ξαφνικά φαίνονται. Ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί πρέπει οπωσδήποτε να φαίνονται. Γιατί πρέπει το παιδί μου να τα βλέπει. Και τα φωτάκια της Λιβύης και του κόσμου όλου. Για να' ναι ο κόσμος, ο άνθρωπος και η Ιστορία ένα, ενιαίο και αδιαίρετο.


[δημοσιευμένο στο niemandsrose-niemandsrose.blogspot.com]

Απάντηση στο Νιόνιο

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Μάνου Στεφανίδη]

«Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια»
Λαϊκισμός λαϊκοέντεχνος

Ο Διονύσης Σαββόπουλος σε συνέντευξή του στο «Ποντίκι» (10/3) δηλώνει εμφαντικά. «Τιμώ τον Πάγκαλο αλλά δεν τα φάγαμε μαζί». Για να τιμά τον κ. αντιπρόεδρο, προφανώς έχει το λόγο του, ως προς το δεύτερο όμως σκέλος της δήλωσής του υπάρχουν συγκεκριμένες ενστάσεις:

Αγαπητέ Νιόνιο, δυστυχώς μαζί τα φάγατε. Αυτοί ως εξουσία που συναλλάσσεται και εξαγοράζει, εσύ ως ευφυέστατος πλην θεσμικός καλλιτέχνης που παρέσχες αφειδώς στο σύστημα το άλλοθι που είχε ανάγκη. Επειδή έχει περάσει θλιβερά πολύς καιρός από το «Βρώμικο Ψωμί», την ελεγεία του Κοεμτζή, ή τον «Πολιτευτάκια». Αλλά ακόμη και από την εποχή που χλεύαζες τον τύπο εκείνο με την πιτυρίδα, το μούσι και το τσαντάκι, τον ενημερωμένο από τον Κακαουνάκη ή τους κωλοέλληνες που λίγο ρατσιστικά αμαύρωναν την αρχαιοελληνική (σου) καθαρότητα. Έπειτα ήρθαν τα μητσοτάκ, οι κολεγιές με την κυρία Μαρίκα, οι κρατικές, εθνικοπατριωτικές συναυλίες με τον υπουργό Βαρβιτσιώτη -είχες βλέπει και το γιό σου φαντάρο- αλλά και οι απίστευτα χαριτωμένες μεν, παπαροειδείς δε κοινότητες των Ελλήνων που με ορθοδοξίες και άλλες κοινοτοπίες φτιάχνουν άλλους γαλαξίες κλπ. Μετά ήρθε ο Μυλοπόταμος και οι Φιλιππινέζες συν τα πατριαρχεία . Εν ολίγοις ως main stream καλλιτέχνης κατάφερες, νόμισες, να έχεις και τον σκύλο και τη πίτα ακέραιους. Είναι έτσι όμως; Τι σχέση έχει ο Νιόνιος του «Κύτταρου» και του «Ροντέο» με το Μέγαρο και Παλλάς; Μονάχα το αναλλοίωτο στυλ ενός ταλέντου που ξέρει οβιδιακά να μεταλλάσσεται για να βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα. Να γιατί τα φάγατε μαζί. Προς θεού δεν υπαινίσσομαι αρπαχτές ή ποινικά κολάσιμες πράξεις. Υποστηρίζω ευθέως ότι κι εσύ υπήρξες από νωρίς τμήμα της συγκάλυψης. Της αποσιώπησης και της κυρίαρχης συναίνεσης οι οποίες καταδίκασαν αυτόν τον τόπο στη νιρβάνα της άγνοιας και στο σκοτάδι του «έχει ο Θεός». Σ΄ εκείνο το γιαλαντζί εκσυγχρονισμό δηλαδή όπου όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, αρκεί να μην θιγεί το star system και τα κυρίαρχα ιδεολογικά στερεότυπα. Αυτόν τον φασιστοειδή, πολυσυλλεκτικό λαϊκισμό, τέλος, που εξίσωσε την ποιότητα ζωής με τη χυδαία κατανάλωση και την τέχνη με τη φαντασμαγορία ή την άνευ όρων διασκέδαση. Αυτόν πληρώνουμε τώρα. Και ως προς αυτό φταίμε όλοι. Αφού οι κεφαλές του τόπου κοιτούσαν απλώς την καριέρα τους. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Όσων έγκαιρα προέβλεψαν την κρίση αποκαλύπτοντας και κριτικάροντας τους μηχανισμούς που την προκαλούσαν. Και γι αυτό υπέστησαν περιθωριοποιήσεις αποκλεισμούς κλπ. Μπορείς να το φανταστείς, εσύ ο αγαπημένος των ΜΜΕ, με το κάπως αφ΄ υψηλούς υφάκι; Διανοητές ή δημιουργοί όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης ή ο προφητικός Βλάσης Κανιάρης του «Ελλάδα αλίμονο» από το 1980, ήσαν δια βίου αποσιωπημένοι από τα κυρίαρχα έντυπα και κάποια τσογλάνια της δημοσιογραφίας, Η λίστα λ.χ. των κομμένων από τον ΔΟΛ υπήρξε περιώνυμη. Αντίθετα οι εύκολες γραφίδες ή οι καλλιτέχνες – διακοσμητές, όλοι δηλαδή οι σημαιοφόροι μιας συγκίνησης σε τιμή ευκαιρίας, πρωταγωνιστούσαν. Αστειάκια, εξυπναδούλες, δηθενιές, κασσανδρισμοί εκ του ασφαλούς και στον ρόλο του Χορν ο Φασουλής. Επίσης, άλλοι «διεθνείς» μας συγγραφείς ή δαφνοστεφανωμένοι ποιητές της αριστεράς έπαιρναν αιωνόβιες εκπομπές στη τηλεόραση –για να ταυτίζεται στο διηνεκές η κουλτούρα με τη νύστα–, χρυσοφόρες θέσεις στο κράτος του ωραίου και παράλληλα έναν φωτοστέφανο που τους θεοποιούσε εν ζωή με το αζημίωτο. Να γιατί σταμάτησε να γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης αν θυμάσαι, να γιατί αναχώρησαν αυτοβούλως ο Χειμωνάς κι ο Λάγιος, να γιατί μαράζωσαν εκτός κρατικών επιχορηγήσεων ο Νίκος Νικολαίδης ή ο Άρης Ρέτσος ενώ αντίθετα ο Δημήτρης Λιγνάδης ή Κακαουνάκης γελοιοποιούν την Επίδαυρο και δεν κουνιέται φύλλο!

Μεγάλε τραγικέ, της τέχνης, ρετιρέ

ευάερο, ευήλιο, διαμπερέ! (sic).

Τι πνεύμα! Τι δράμα, λοιπόν, η σιωπή των αμνών - διανοούμενων! Ο άλλος πικρόχολος Σαλονικιός φίλος σου Χριστιανόπουλος το είπε καλά. «Φανταστείτε που έχει φτάσει ο τόπος όταν θεωρούν μεγάλους ποιητές τη Δημουλά κι εμένα!». Εκεί φτάσαμε. Όλοι με όλα. Και με τον Κωστάκη και με τον Γιωργάκη. Και με τους «ομιχλιστές» και με τα κατά παραγγελίαν βραβεία ή το κρατικό χρήμα. Και κυρίως με ένα νεποτισμό που συνεχίζεται, αδιαμφισβήτητος, κι ένα υπουργείο πολιτισμού γεμάτο ανέμπνευστους κλειδοκράτορες που απλώς μοιράζουν πολιτιστικό χρήμα. Κανείς δεν αντιστέκεται; Αντιστεκόταν το «Αντί» γι΄ αυτό είχαμε καταντήσει γραφικοί οι συντάκτες του. Αντιστέκονται ακόμη κάποιοι δημοσιογράφοι που είναι εργαζόμενοι αλλά όχι υπάλληλοι του αφεντικού τους. Ούτε, πολύ χειρότερα, συνέταιροι. Όπως ο Στάθης ή ο Κ. Αγγελόπουλος ή ο πρόωρα αποσυρμένος -από αηδία- Βασίλης Καββαθάς. Καταλαβαίνεις βέβαια γιατί μου λείπει ο Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητικός – διαβρωτικός λόγος του. Η οξύτατη, παρέμβαση του στα κοινά που ήταν αριστοκρατική άλλα ποτέ αφ υψηλού. Τελικά όλοι όσοι αντιστέκονται είναι αριστοκράτες. Σαν τον Δήμο Θέο ή τον Κωστή Παπαγιώργη ή τον Δημήτρη Αληθεινό ή τον Νίκο Μπάικα ή τον συνθέτη Χάρη Βρόντο (απολυμένο πλέον από το Γ΄ πρόγραμμα)!

Έτσι λοιπόν σήμερα η αποστροφή σου για τους κωλοέλληνες επειδή είναι αφ υψηλού αλλά δεν αγγίζει την ουσία της νόσου, μου θυμίζει την σιδερωμένη έκφραση της Όλγας Τρέμη. Και δεν τσιμπάω. Όχι άλλη, μεταλλαγμένη ΚΝΕ πια στο δημόσιο βίο. Νιόνιο, υπήρξες ο πιο προικισμένος της γενιάς σου και έχεις γράψει συνταρακτικά πράγματα. Αλίμονο, σήμερα η μουσική σου προκαλεί συγκίνηση ή και νοσταλγία. Σίγουρα πάντως αμηχανία. Σου θυμίζω την Καλομοίρα στο Ηρώδειο του Μητρόπουλου και της Wiener Philarmoniker. Και ποτέ πια σοκ. Και αυτό είναι άδικο. Πρωτίστως για σένα…

ΥΓ 1

Τρώγαμε στο ουζερί του καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου, ο Γουδέλης, ο Καββαθάς και ο Βεριόπουλος όταν μας αιφνιδίασε μια εξαιρετική πλανόδια μπάντα. Ρουμάνοι και Αλβανοί αδελφωμένοι. Τι ρούμπες, τι σουίνγκ, τι αυτοσχεδιασμοί! Τι ηρωικό πράγμα τελικά η καθημερινότητα! Μαγεία. Αυτούς πρέπει να τους επιχορηγεί το ΥΠΠΟ, πέταξε ο Βασίλης και γελάσαμε. Τώρα όμως που καλοσκέφτομαι δεν είναι αστείο. Οι μπάντες αυτές διατηρούν ακόμη εκείνο τον αυτοσχεδιαστικό τρόπο της χαράς που τόσο λείπει στα μαραζωμένα μας στέκια. Θυμάσαι Νιόνιο;

Κι επίσης επειδή ισορροπούν ρωμαλέα πάνω στη τεντωμένη κλωστή της τέχνης και της επιβίωσης.

ΥΓ 2

Τελικά και από το υπόγειο φαίνεται η θάλασσα. Ευτυχώς. Μόνος που πέρασε πολύς καιρός χωρίς να γίνει το θαύμα σε αυτόν το τόπο. Τι κι αν κατεβαίνει ο Άγγελος; Βρίσκει στέρφα τη λίμνη.

ΥΓ 3

Όταν έμπαινε ο Δούρειος Ίππος, οι Τρώες έβλεπαν μπάλα στην τηλεόραση. Όπως και τώρα...


[δημοσιευμένο στο manosstefanidis.blogspot.com]

Και πουθενά αλλού

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Old Boy]

Βλέπεις κινηματογράφο για να σου τύχει αυτό το πράγμα. Μια φορά στις τόσες. Στις πολλές, στις πάρα πολλές τόσες. Δηλαδή εντάξει, δεν βλέπεις μόνο για αυτό. Δεν είναι έρημος χώρα το σινεμά για να αναζητείς απεγνωσμένα την όαση. Για όλη τη διαδρομή το βλέπεις, που, δόξα τω Θεώ, έχει να σου προσφέρει πολλά. Όταν όμως σου τυχαίνει κάτι τέτοιο, πρόκειται για εμπειρία άλλης τάξης. Συνειδητοποιείς (την ίδια τη στιγμή που το βλέπεις, τη στιγμή που εξελίσσεται, τη στιγμή που φτάνει στην παροξυσμική τελική του ευθεία) ότι απόψε είναι το βράδυ που βλέπεις για πρώτη φορά τον «Μαύρο Κύκνο», ότι μετά από απόψε θα είναι για πάντα αποθηκευμένη η συγκίνησή του και άμεσα ανακλητή η αίσθησή του. Κάθεσαι στη θέση σου, και πλάνο με το πλάνο της τελικής ευθείας, ξέρεις ότι εδώ ανήκεις, εδώ γουστάρεις να είσαι, εδώ θες να είσαι και πουθενά αλλού. Αυτή είναι η τέχνη που σου ταιριάζει όσο καμιά. Η τέχνη που κλέβει από όλες τις άλλες και τα κάνει όλα δικά της. Θες να τα κάνει χωρίς βάθος; Θες να μην είναι το απόσταγμα της σοφίας; Θες να τη βρίσκει και με τον εντυπωσιασμό; Χαλάλι της. Οι σοφοί με τις βαθιές σοφίες του, οι εστέτ με τις εστέτ απολαύσεις τους και οι σινεφίλ με το σινεμά.

Μήπως όμως το παρακάνει ο Αρονόφσκι; Αν το παρακάνει, καλά κάνει. Τι νόημα θα είχε να σκηνοθετήσεις μετρημένα και αποστασιοποιημένα μια ταινία που μιλά για την απώλεια του ελέγχου; Όχι. Έτσι πρέπει. Έτσι αξίζει. Χωρίς μέτρο, χωρίς συστολές, χωρίς ανάσα. Παράφορα, οργασμικά, δίχως διακριτικότητα, όλα στην ένταση, και στο στυλιζάρισμα όλα, γιατί όχι δηλαδή, γιατί να μην σπάει τα τύμπανα η μουσική του Κλιντ Μανσελ που πειράζει τη Λίμνη των Κύκνων; Να τα σπάει και τα τύμπανα, κι όλα να σπάσουν, να σπάσουμε κι εμείς μαζί με τη Νίνα, να μαδήσουμε μαζί της, να γεμίσει μαδημένα φτερά -άσπρα, μαύρα, έγχρωμα ό,τι κουβαλά ο καθένας- όχι μόνο η οθόνη, αλλά και η αίθουσα κι όλος ο κόσμος.

Η Νίνα. Η αειπαρθένος που γίνεται πρίμα μπαλαρίνα, ο άμωμος κύκνος που πρέπει να σκοτεινιάσει τόσο, ώστε να ενσαρκώσει επάξια και το μαύρο του είδωλο. Το απαιτεί το έργο. Το απαιτεί η τελειότητα που μια ζωή υπηρετεί. Προκειμένου να είναι τέλεια πρέπει να πάψει να είναι τέλεια. Η τελειότητα, η τέχνη, ο έλεγχος, η ζωή, ο εαυτός που μπαίνει μπροστά στον εαυτό, απαλλάξου από τον εαυτό σου για να βρεις τον εαυτό σου, κάνε πράγματα ανήκουστα ή νόμισε ότι τα κάνεις, δεν ξέρεις τη διαφορά, σε μπερδεύει η διαφορά, αν την ήξερες θα είχες και τον έλεγχο, όμως τον χάνεις, τον χάνεις, μια ζωή ελέγχου δεν αντέχεται πια, η πειθαρχία του κορμιού βρίσκει αντίβαρο στη δραπέτευση του νου, το σώμα ως εργαλείο χορού, η εργαλειακή χρήση του σώματος, το σώμα που την τιμωρεί και το τιμωρεί κι η ίδια ξύνοντάς το, το σώμα που το βλέπει ψυχωτικά να μεταλλάσσεται, κι ύστερα το σώμα ως κρατήρας ηδονής, η Νίνα μόλις αγγίζει τον εαυτό της τινάζεται με μια ένταση και με μια ακρότητα που δεν έχει στο χορό της, αρχίζει να φεύγει υγιώς, αρχίζει να φεύγει ηδονικά, αλλά η μαμά είναι εκεί και την βλέπει, εκεί στην καρέκλα, δεν έχει σημασία αν δεν είναι όντως εκεί, αφού όντως τη βλέπει, αφού η Νίνα είναι όντως υπό επιτήρηση, είναι όντως υπό βλέμμα εξουσιαστικό, ενοχικό, οικογενειακό, και το βλέμμα αυτό τότε μόνο είναι επιτυχημένο και αποτελεσματικό όταν έχει εσωτερικευθεί, αυτό είναι το μυστικό του, αυτή είναι η δύναμή του, αυτή είναι η δύναμη κάθε εξουσίας, η εσωτερίκευση του ελέγχου της, των εντολών της, της κατάκρισής της, της τιμωρίας της είτε ως ποινής είτε ως ενοχής.

Δεν θυμάμαι τόσο την Νίνα να χορεύει, όσο την κάμερα να χορεύει πάνω της. Η ταινία έχει λίγα εξωτερικά πλάνα, αλλά νιώθεις ότι τα έχει για ξεκάρφωμα. Θα μπορούσε να έχει γυριστεί ολόκληρη πάνω στη Νίνα. Ένα σίγουρο για τον εαυτό του, συμπαγές, φωναχτό και βιρτουοζικό αισθητικό σύνολο, συντονισμένο από μια κάμερα που ακολουθεί διαρκώς τη Νίνα, δείχνοντάς μας ό,τι βλέπει. Έχει άραγε η κάμερα τον πλήρη έλεγχο ή χάνεται κι αυτή που και που; Ο Αρονόφσκι δίδασκε και νόμο δεν εκράτει; Χάθηκε ποτέ μαζί με τη Νίνα; Της έβαλε καμιά εκτός προγράμματος παραίσθηση; Πρέπει όντως να χάνεις τον έλεγχο για να πετυχαίνεις την τελειότητα; Και με τι τίμημα; Ποιός εαυτός μας μας κάνει να δημιουργούμε; Ο μπετοναρισμένος ή αυτός που κρύβεται πίσω από το μπετόν; Βασανιζόμαστε όλοι από δύο εαυτούς; Ή μόνο οι καλλιτέχνες; Ή μόνο οι τρελοί; Αναζητούμε όλοι την τελειότητα στη ζωή μας; Ή μόνο οι καλλιτέχνες; Ή μόνο οι τρελοί;


[δημοσιευμένο στο elculture.gr]

DEAD MAN WALKING (σκέψεις για το ελληνικό τραγούδι)

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Φοίβου Δεληβοριά]

Το ελληνικό τραγούδι είναι νεκρό. Εσύ πάλι πιστεύεις πως είσαι ζωντανός. Δεν έχεις, άλλωστε και καμιά απόδειξη περί του αντιθέτου. Αν, όμως, το να ζεις σημαίνει απλώς το να ευαγγελίζεσαι τις συνήθειες μιας μακρινής κολλεγιακής αδελφότητας μέσα απ’ το επαρχιακό σου δωματιάκι, να βλέπεις τις μόδες να πενθούν τον εαυτό τους πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζαν, να γράφεις σε αγγλικά φροντιστηρίου στροφές που φαντασιώνονται τo Hammersmith Apollo ενώ εσύ τις τραγουδάς μια-δυο φορές κάπου στο Γκάζι, τότε γιατί να μην βουτήξεις μια ώρα αρχύτερα εκεί όπου οι νεκροί ζητούν το δίκιο τους; Κάπου ανάμεσα στους μπαγλαμάδες και στη Βέμπο, κάπου ανάμεσα στα θυσιασμένα αρνάκια των δημοτικών και στους απεγνωσμένους έρωτες του Αττίκ, κάπου εκεί βρίσκεται κι η δική σου θέση. Κι ας μην το ξέρεις ακόμα. Κι ας βάζεις τα κοκάλινα γυαλιά σου να αποστηθίσουν κάθε παρακλάδι του post-rock και κάθε ετικέτα του dubstep.

Δεν σε ειρωνεύομαι καθόλου. Τι άλλο να κάνεις, όταν κάποιοι ανάμεσά μας δεν παραδέχονται καν ότι ο νεκρός είναι νεκρός και πάνε και χορεύουνε ζεϊμπέκικα στη ΝΕΤ το σαββατόβραδο και ακούν τις superhero διηγήσεις των γερασμένων στιχουργών και των ηθοποιών του «παλιού καλού» μας κινηματογράφου, λες κι είναι ένα ευαγγέλιο που ξεχάστηκε; Τι σόι όμως ευαγγέλιο είναι αυτό που δεν ξεκινάει απ’ την επίγνωση του τάφου, αλλά αξιώνει μυρωμένη αθανασία, ενώ τα οστά του βρωμάνε ήδη, όπως εκείνα του πατέρα Ζωσιμά στους «Αδελφούς Καραμαζώφ»; Χίλιες φορές η παπαγαλία του Βερολίνου και του Μάντσεστερ, η ψευδάισθηση ότι η πλατεία Καρύτση είναι η Simon-Dach-Strasse. Ή μήπως όχι; Ή μήπως και η δική σου μυωπία είναι η άλλη όψη της δικής τους πρεσβυωπίας, ή του καταρράκτη, για να είμαι πιο ακριβής;

«Le temps ne fait rien à l'affaire -Quand on est con, on est con», λέει κάπου ο Brassens. Και, πολύ φοβάμαι, πως σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του τραγουδιού απ’τους Έλληνες, πονηρούς πνευματικούς συνταξιούχους και νεογέννητους καλοπροαίρετους ασύντακτους, έχει απόλυτο δίκιο.

*

Αυτή η αδυναμία να προσδιορίσεις τον εαυτό σου σ’αυτά τα μέρη, ξεκινάει από παλιά. Αν μελετήσεις το Αμερικάνικο, ας πούμε, αστικό-λαϊκό τραγούδι, οι κατηγοριοποιήσεις που θα βρεις έχουν να κάνουν καθαρά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και όχι με την ποιότητά του, ηθική, αισθητική ή άλλη. Οι Αμερικάνοι ακούνε «vocal jazz», «rhythm ‘n’ blues», «bluegrass», «rock ‘n’ roll», «hip-hop», «country and western», «soul» ή «κιθαριστικό ροκ». Εμείς, από τότε που αστικοποιηθήκαμε, χωρίσαμε χονδροειδώς τη μουσική μας σε δύο ηθικές-αισθητικές κατηγορίες, το «ρεμπέτικο» και το «ελαφρό», κατηγορίες που υιοθετήθηκαν και από τους μουσικολόγους, ξεκινώντας έτσι μια παρεξήγηση, που έφτασε μέχρι τον εκτρωματικό όρο «έντεχνο» τον οποίο, εδώ και λίγα χρόνια, αρχίσαμε επιτέλους να αντιμετωπίζουμε με τον χλευασμό που του αξίζει.

«Ρεμπέτικο» λοιπόν. Κάτι που μουσικά δεν σημαίνει τίποτα, στην (διανοουμενίστικη) κυριολεξία του, όμως, σημαίνει «τραγούδι των αλητών», των ανοικοκύρευτων, των –δίχως ιδεολογία- εξεγερμένων. Όλο αυτό μπορεί, μέχρι ένα σημείο, να ακούγεται και ποιητικά και παρ’ότι ονομάστηκε έτσι από ανθρώπους που ήθελαν να το απαξιώσουν, έχει με το μέρος του την ακατανίκητη έλξη του περιθωριακού. Η κωμική πλευρά του όρου ξεκινάει  από τη στιγμή που η μουσική αυτή αναγνωρίζεται ως η αυθεντική εθνική φωνή μας και που άνυδροι επιστήμονες την αναλύουν και την διδάσκουν ως την μοναδική προϋπόθεση καλλιτεχνικής στερεότητας ενός ελληνικού μουσικού έργου. Δεν εξετάζω εδώ αν έχουν δίκιο. Σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό –και όταν δεν μπερδεύονται απ’την ιδεοληψία της «φυλετικής καθαρότητας» και της «υπεροχής της ανατολίτικης ρίζας μας»-, έχουν πράγματι δίκιο. Ο όρος όμως «ρεμπέτικο» δεν μπορεί να γεννήσει στα σοβαρά νέα μουσικά είδη, εκτός κι αν μας αρκεί η πόζα του «αλήτη», όταν όμως υιοθετείται από έναν υποψιασμένο άνθρωπο του σήμερα. Μουσική γεννάνε μόνο οι μουσικοί όροι, οι ηθικοί –ιδιάιτερα όταν αναχρονίζονται- γεννάνε κακό γούστο.

Η ίδια παρεξήγηση –αλλά αντίστροφα- ισχύει όσον αφορά το «ελαφρό». Τι πάει να πει «ελαφρό»; Κάτι που δεν είναι σοβαρό, προφανώς. Σ’αυτήν την περίπτωση, όμως, τι να πιστέψει κανείς; Ότι ο μουσικός μας εαυτός είναι ό,τι διαιρείται –ή συντίθεται, ίσως- από τη συγκρουση «αλητών» και «ανθρώπων που δεν είναι σοβαροί»; Τι διαφορά έχουν οι μεν απ’τους δε; Ότι οι μεν είναι νοσταλγοί της Τουρκοκρατίας, ενώ οι δε θέλουν να φτιάξουν «ζαχαραπλαστεία εφάμιλλα των Ευρωπαϊκών»; Ποιον αφορούσε ποτέ και ποιον αφορά -ακόμα περισσότερο- σήμερα, ένα τέτοιο δίλημμα; Μπορεί να αφορά –και να πολώνει παντοιοτρόπως- την μικροαστική μας κοινωνία, δεν μπορεί όμως να αφορά με τίποτα έναν καλλιτέχνη με όραμα και αγάπη για την τέχνη του.

Και έτσι φτάνουμε στο «έντεχνο». Όρο που εφευρέθηκε από τους εμπνευσμένους μας συνθέτες της δεκαετίας του ’60, για να τους κάνει να ανασάνουν λίγο από την παραπάνω μαζοχιστική αυταπαξίωση μιας ολόκληρης τέχνης. Πού ακούστηκε όμως μια τέχνη να κρίνει η ίδια τον εαυτό της διθυραμβικά; Να λέει δηλ. στους άλλους ότι περιέχει τέχνη;  Αν είναι –αισθητικό, τουλάχιστον- ολίσθημα να το λένε αυτό ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης (παρότι  ο πρώτος έχει αφήσει πίσω του αρκετά ειρωνικά κείμενα για τον όρο), το να το επικαλούνται οι πλέον συντεχνιακά οργανωμένοι από τους μέτριους διαδόχους τους δεν αντέχεται. Όταν η αστερόσκονη της γοητείας των δύο προσωπικοτήτων έγινε κι εκείνη –όπως όλα- απλό χώμα, αυτό που έμεινε είναι οργισμένοι επιστολογράφοι, παραπονιάρηδες διεκδικητές του Ηρωδείου, πανελίστες στις εκδηλώσεις των κεντρικών βιβλιοπωλείων, εφημεριδοπώλες «αριστουργημάτων».

*

Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού από το ’60 και μετά, είναι η ιστορία μερικών επιτυχημένων αποδράσεων από τα στεγανά των όρων και των προσδιορισμών και από τα διαστρεβλωμένα αισθήματα που αυτοί παράγουν. Το τι κυρίαρχα είδη είδαμε μπροστά μας –όλα ψευδεπίγραφα-, δε λέγεται. Σας θυμίζω μερικά: Το «νέο κύμα», το αντάρτικο της Μεταπολίτευσης, το «ελληνικό ροκ», η λαϊκοπόπ, τα «συγκροτήματα των Δυτικών προαστίων» έτυχαν όλα μεγάλης μαζικότητας, κανένα δε απ’ αυτά δεν άφησε ίχνος μουσικής συνέχειας πίσω του, ίσως γιατί όλα εκφράστηκαν με μουσικούς όρους υποτυπώδεις, ίσως όμως και γιατί είχαν την αφέλεια να νομίσουν ότι είναι ζωντανά σ’έναν χώρο που είχε προ πολλού πεθάνει.

Όσοι απέδρασαν από το «σπίτι των πεθαμένων», άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, είναι αυτοί που κάνουν τον νεκρό να λάμπει ακόμα, ακριβώς γιατί την δυσκολία της ταξινόμησης των τραγουδιών τους την διαπερνά ένα ρίγος, ένα πρωταρχικό αίσθημα μοναξιάς, μια παιδική συνειδητοποίηση του θανάτου. Από τον Ζαμπέτα ως τον Σαββόπουλο και από τον Άκη Πάνου ως την Λένα Πλάτωνος, το ταξίδι μοιάζει να ξεκινάει από κει που η ζωή έχει τελειώσει. Αυτό όμως που κάνει τη μουσική τους να σφύζει από τον πυρετό της ζωής, είναι μάλλον το ότι αισθάνονται με πολύ ανάγλυφο τρόπο πώς ήταν ο νεκρός όταν ήταν ζωντανός, τι ένιωθε, τι ευχόταν και ποια ήταν η μπερδεμένη του καταγωγή.

*

Πριν ναυαγήσουμε, λοιπόν κι εμείς κάτω από μια καινούργια ετικέτα –αυτή του «εναλλακτικού» δείχνει να μας βολεύει αυτή τη στιγμή- ας παραδεχτούμε πρώτα ότι ο νεκρός είναι νεκρός και μετά ότι αυτός ο νεκρός είναι το μόνο πράγμα που μας ανήκει. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκωδικοποιηθεί η μουσικη του σήμερα, να είμαστε διεθνείς αλλά όχι με τρόπο επαρχιώτικο, κυρίως να μπορέσουμε να ξαναπαίξουμε τη μουσική μας μπροστά σε αληθινούς ανθρώπους και όχι στα φωτογραφημένα φαντάσματα του myspace.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα ψευδοδιλήμματα τύπου αγγλόφωνο-ελληνόφωνο. Το πώς θα αγγίξει κανείς τη σύγχρονη μουσική ευαισθησία, αλλά και το αιώνιο παρελθόν, είναι δικό του θέμα. Εμάς να μας απασχολεί η μουσική σαν κάτι που δεν είναι μόνο στη φαντασία μας, αλλά παράγει και ζωή.Και η ζωή έχει ένα μόνο σίγουρο χαρακτηριστικό:κάποτε τελειώνει.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, ξανά το κειμενάκι μας:το ελληνικό τραγούδι έχει τελειώσει. Κάπου μέσα του βρίσκεται κι η ζωή που θα ζήσουμε.

[δημοσιευμένο στο lasttapes.gr]

Η ορθολογικοποίηση της βλακείας

E-mail Εκτύπωση PDF

[του greek rider]

"Είναι δύσκολο να κάνεις κάποιον να καταλάβει κάτι όταν ο μισθός του εξαρτάται από την μη κατανόησή του", Upton Sinclair (1935)

 Στην κωμωδία του 1996 "Mars Attacks" οι εξωγήινοι από έναν τεχνολογικά ανώτερο πολιτισμό παρουσιάζονται με έναν τεράστιο εγκέφαλο (δείτε την πιο πάνω φωτογραφία). Γελάνε με την αφέλεια των ανθρώπων και με διάφορους τρόπους καταφέρνουν να τους εξολοθρεύουν κάνοντας παράλληλα και την πλάκα τους. Μέχρις ότου, εκεί όπου πάει να χαθεί κάθε ελπίδα για την ανθρωπότητα, ο ήχος από ένα τραγούδι του Elvis τους νικά κάνοντας τους εγκεφάλους τους να εκρήγνυται μην μπορώντας να αντέξει την rock' en roll μουσική.....

Ο Dr. Sheldon Lee Cooper (αυτός με την πράσινη μπλούζα στην παρακάτω φωτογραφία) είναι πρωταγωνιστής στην σειρά Bing Bang Theory που κάνει θραύση διεθνώς:

Είναι ένας θεωρητικός φυσικός με IQ 187 και δύο ντοκτορά.Υπολογίζει τα πάντα με μαθηματική λογική, είναι κυνικός, δεν αντιλαμβάνεται την ειρωνεία, τον σαρκασμό, το χιούμορ και έχει παντελή έλλειψη ταπεινοφροσύνης (στοιχεία από wikipedia). Είναι ένας τύπος που βρίσκεται όλο και συχνότερα ανάμεσά μας, συχνά σε καλές ή κακές εκδόσεις.

Ο ασυγκράτητος όμως λογικισμός και η κατ' επίφαση λογική που χαρακτηρίζεται από εργαλειακότητα και  στενότητα αντίληψης (σε αντίθεση με την διεπιστημονική ευρύτητα), δεν είναι ατομικό θέμα, χαρακτηρίζει την εποχή μας στο σύνολό της.

Αυτό έγινε επειδή τα τελευταία χρόνια 30 χρόνια συνέβη το εξής τρομερό στον χώρο της εκπαίδευσης, αυξήθηκαν υπέρμετρα παγκοσμίως οι οικονομικές-διοικητικές σπουδές και μειώθηκαν ισόποσα οι ανθρωπιστικές σπουδές (Φιλολογία, Φιλοσοφία, Ιστορία, Τέχνες, Θέατρο κτλ). Αυτό έγινε λόγω των τεχνοοικονομικών αναγκών που δημιούργησε η ανάπτυξη από τα τέλη του Β' παγκοσμίου πολέμου και ύστερα στην δύση.

Τα στελέχη που ανέλαβαν την διοίκηση των επιχειρήσεων παγκοσμίως μπορούσαν να σου τετραγωνίσουν τον κύκλο με την χρήση μαθηματικών εξισώσεων αλλά δεν "ένιωθαν" αυτά που "νιώθει" ένας απλός άνθρωπος, δεν καταλάβαιναν τα προφανή που συχνά δεν θέλουν πολλές εξηγήσεις, αγκομαχούσαν στις μελλοντικές προβολές, στο παράδειγμα, την παρομοίωση, την μεταφορά, την ποίηση, την φιλοσοφία. Δυσκολεύονταν στις ηθικές κρίσεις. 

Αυτά όλα στο επίπεδο των μηχανικών που έφτιαχναν γέφυρες, κτίρια και συστήματα πληροφορικής, δεν έπαιξε αρνητικό ρόλο, ίσα-ίσα είχε εντυπωσιακά θετικά αποτελέσματα. 

Στο επίπεδο όμως της πολιτικής και στον βαθμό που τα διοικητικοοικονομικά στελέχη και οικονομικοί επιστήμονες επιχείρησαν να υπερασπιστούν μια δεδομένη τάξη πραγμάτων,  είχαμε ολέθρια αποτελέσματα, ιδιαίτερα τα τελευταία 20-30 χρόνια που έγινε προσπάθεια για "μαθηματικοποίηση" της πολιτικής.

Λόγω της υπερεξειδίκευσης, τα άτομα αυτά δεν μπορούσαν να καταλάβουν πολύ βασικά πράγματα για την λειτουργία του κόσμου, πράγματα που γνωρίζουν ακόμη και οι άνθρωποι σε ορεινά χωριά μέσω της λαϊκής παράδοσης (π.χ. δημοτική ποίηση) εδώ και αιώνες. Κάτι που δεν αρκεί ένα διδακτορικό στην οικονομετρία ή στην θεωρητική φυσική για να επιτευχθεί.

Σε πρόσφατα άρθρα στο Harvard Business Review αλλά και σε άλλα έντυπα στο εξωτερικό (δείτε κάποια κομμάτια του θέματος εδώ: "Αγορά και ανθρωπιστικές σπουδές" και εδώ: "Η κουλτούρα της ευθύνης")  αναφέρεται ότι η διοικητική εκπαίδευση είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην συστημική κατάρρευση της οικονομίας.

Αποτέλεσμα αυτής της εργαλειακής λογικής που έχει επικρατήσει παγκοσμίως (τα τελευταία 15 χρόνια και στην χώρα μας), είναι η πιθανότητα για μια συνολική συστημική κατάρρευση της όχι μόνο της οικονομίας αλλά και συνολικά της ανθρωπότητας.

Ο καθηγητής στο Warwick Χαρίδημος Τσούκας στον πρόλογο ενός βιβλίου ("Ημιμάθειας εγκώμιο") αναφέρει: "Η υπερξειδίκευση είναι μια μορφή τύφλωσης, οδηγεί στην αυτοαναφορά... Η τεχνικοποίηση της γνώσης δεν αφορά μόνο στις θετικές επιστήμες. Τη βλέπουμε και στα οικονομικά, των οποίων η ακραία μαθηματικοποίηση τούς στερεί έναν ευρύτερο ορίζοντα αναφοράς... Η υπερεξειδίκευση αποϊστορικοποιεί, αποηθικοποιεί και αποπολιτικοποιεί -τελικά, υπεραπλουστεύει".

Ο καθηγητής κοινωνιολογίας  Κωσταντίνος Τσουκαλάς αναφέρει γι' αυτή την εργαλειακή λογική στο επίπεδο της σκέψης και της επιστημονικής έρευνας: "Εφ'εξής, η μονόδρομη σκέψη αρκείται στην "αντικειμενική" διαπίστωση ότι τα δεδομένα αυτά "υπάρχουν" ή "υπήρξαν" στο πλαίσιο μιας υπερκείμενης "πραγματικότητας". Και στο πλαίσιο αυτό, κοινωνικά "ωφέλιμη" μπορεί να είναι μόνον η παραγωγή και προώθηση γνώσης που σέβεται σχολαστικά την αναμφισβήτητη αυτή πραγματικότητα", και συνεχίζει: "Με αυτή την έννοια, ο αυστηρός περιορισμός της αναζήτησης σε ό,τι προσδοκάται ότι θα παράγει άμεσους καρπούς ισοδυναμεί με προκαταρκτική αυτοφίμωση της στοχαστικής δυνατότητας του ανθρώπου."

και παρακάτω αναφέρει: "η σημερινή μορφή απελπισίας εμφανίζεται ανενερή ως εκφραζόμενη, όχι μέσω του λόγου, αλλά μέσω της σιωπής... Στο ιδεολογικό επίπεδο, ο κυρίαρχος φιλελευθερισμός εξελίσσεται, λοιπόν, ως ένας απόλυτος και έμφοβος νοηματικός συντηρητισμός. Στην πλειοψηφία τους, οι κοινωνικοί στοχαστές, όχι μόνο δεν επιδιώκουν να ερμηνεύσουν ή να αλλάξουν τον κόσμο. Διστάζουν ακόμη και να περιγράψουν τις αντιφάσεις του και να προβληματιστούν για την πορεία του", (εισαγωγή Κ.Τσουκαλά στο Μετά τον Φιλελευθερισμό, εκδόσεις Σύγχρονη Σκέψη, Αθήνα 2004, σσ.13-55).

Ο Dan Hind, στο βιβλίο του "Ποιος απειλεί τον Διαφωτισμό" αναφέρει: "Η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να κινητοποιηθούμε αποκλειστικά από τον ορθό λόγο για να υπερασπιστούμε τον ορθό λόγο είναι ασυνάρτητη. Και βέβαια, με κανένα τρόπο δεν μπορεί ο ορθός λόγος να μας κάνει να πιστέψουμε στο θεό, αλλά ούτε μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είναι λάθος να σκοτώνουμε.... Αν είναι καλό να γνωρίζουμε, και αν έχουμε καθήκονα να υπηρετούμε την αλήθεια, τότε ο Διαφωτισμός δεν ξεφεύγει από το βασίλειο των ηθικών κρίσεων".

Σε αυτό το επίπεδο, τα τελευταία 20-30 χρόνια, έχει παρουσιαστεί στην ανθρωπότητα μια γενιά μετρίων μάνατζερ. μετρίων πολιτικών και μετρίων ανθρώπων που τα μετράνε όλα ωφελιμιστικά, με εργαλειακή λογικοφάνεια, χωρίς καμία αρχή και καμία ενσυναίσθηση, σαν να ήταν σχιζοφρενικά πλάσματα σαν αυτά στο "Mars Attacks" με τους μεγάλους εγκεφάλους.
Όσο περνάνε τα χρόνια γνωρίζω συνεχώς όλο και περισσότερους ανθρώπους οι οποίοι έχουν διδακτορικά ή πάρα πολύ καλές σπουδές αλλά μοιάζουν πολύ ακαλλιέργητοι και αμόρφωτοι και τρομακτικά λιγότερους ανθρώπους με ευρύτητα σκέψης (με ή χωρίς σπουδές). Οι ηθικές αρχές δεν είναι πάντα ζήτημα λογικής αποδείξεως αλλά θέμα επιλογής και προτεραιοτήτων ακόμη και σε αντίθεση με το τι λέει ο ωφελιμισμός ή η λογική της κάθε επί μέρους πλευράς. 

Όσο μάλιστα πιο ακαλλιέργητος είναι ένας βλάκας τόσο λιγότερο εκτιμά και καταλαβαίνει την διεπιστημονικότητα. Συνήθως χώνεται σε ένα αντικείμενο μελέτης και αισθάνεται διάνοια, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας επικίνδυνος ημιμαθής με διογκωμένο εγωισμό. Επικίνδυνος γιατί δεν έχει γνώση της ημιμάθειάς του.

Αν ο στόχος μας είναι η ενοχοποίηση του άλλου και η εξόντωσή του μέσω της χρησιμοποίησής του σαν ζώο για το βραχυπρόθεσμο κέρδος τότε ο κόσμος βαδίζει όπως θα έπρεπε. Αν όμως στόχος μας είναι ένας καλύτερος κόσμος που οι άνθρωποι θα μπορούν να συννενοούνται αντί να κάνουν πόλεμο και θα έχουν όλοι ένα μίνιμουμ αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης που θα τους επιτρέπει να ανέβουν και πνευματικά δημιουργώντας αργότερα έναν καλύτερο κόσμο, δηλαδή με βάση το μακροπρόθεσμο όφελος τότε δεν πάμε καθόλου καλά.

Ο ορθός λόγος από μόνος του δεν οδηγεί ούτε υπερασπίζεται την ανθρώπινη πρόοδο, ενώ η εξυπνάδα δεν ωφελεί από μόνη της την ανθρωπότητα ως σύνολο αν δεν διέπεται από συγκεκριμένες ηθικές αρχές.


[δημοσιευμένο στο greekrider.blogspot.com]

Η Θρέψη

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Ηλία Μαμαλάκη]

Τον τελευταίο καιρό ξαναπήγα σχολείο. Βλέπω και παρατηρώ και βέβαια μαθαίνω πράγματα και θάματα που πάντα υπήρχαν γύρω μου, αλλά δεν τα έβλεπα.
Άνθρωπος της γαστρονομίας είμαι, του μαγειρέματος. Πάντα νόμιζα ότι το φαγητό προετοιμάζεται για να προσφέρει μια από τις ανθρώπινες ηδονές. Μήπως έκανα λάθος; Ή πιο απλά, μήπως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες στο φαγητό που ξεπερνούν την ηδονή; Ναι, φυσικά. Απλώς αυτό το βάλαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και το ξεχάσαμε.

Το φαγητό κυρίως και απολύτως είναι ζωή.
Η θρέψη, όπως θα έλεγε η γιαγιά μου:

- αυτό είναι θρεπτικό
- αυτό είναι δυσκοίλιο
- αυτό είναι ευστόμαχο

Μια εκδήλωση αγάπης του καθημερινού ανθρώπου, άντρα, γυναίκας, παιδιού ή γέρου εκδηλώνεται προσφέροντας τροφή στον άλλον. Η μάνα προτείνει το φουσκωμένο από γάλα στήθος της στο μωρό της, η πάπια ταΐζει το παπάκι στο στόμα, η λέαινα καθοδηγεί το λεονταράκι να βρει και να μασήσει μόνο του την τροφή, η μάνα πελεκάνος αν δεν βρει τροφή να θρέψει τα μικρά της κατασπαράζει μόνη της τα σπλάχνα της για να ταΐσει τα μικρά της με τη σάρκα της και το αίμα της.

Αυτό είναι η θρέψη, ανώτερη από τη γαστρονομία. Οι μανάδες θρέφουν τα παιδιά τους, τους δίνουν ζωή ή ακόμα καλύτερα δύναμη για ζωή. Γι’ αυτό όλοι εμείς γιοί και κόρες αγαπάμε τις μανάδες μας γιατί μας έθρεψαν. Κι όμως εγώ τον πήρα τον δρόμο της γαστρονομίας. Φαφλατάδικος δρόμος, φιγουρατζίδικος, με φωνές και τυμπανοκρουσίες, αλλά ότι κι αν πεις εύκολος δρόμος.

Δύο εξτραβαγκάντσες, ένα εξωτικό μπαχαρικό, λίγος αφρός και οι γαστρονόμοι έμειναν εκστασιασμένοι και ατενίζοντας στο υπερπέραν καταμετρούν την υφή του μπαρμπουνιού, το άρωμα της κολοκύθας, τη γεύση του αγγουριού.

Έλεος, άνθρωποί μου, η μαγκιά του μάγειρα είναι να φτιάξει τρεις μπουκίτσες φαγητό για ένα πονεμένο σώμα και την ψυχή που κρύβει μέσα του. Να τον πείσει να φάει. Να γίνει μάγειρας της θρέψης και όχι της γαστρονομίας. Να νιώσει ότι έδωσε λίγη ζωή, λίγο κουράγιο. Δεν είναι ανάγκη να είσαι ο σούπερ μάγειρας για να το κάνεις αυτό, αρκεί να αγαπάς, να φροντίζεις, να σκέπτεσαι.

Αυτό το σχολείο πέρασα τον τελευταίο καιρό, εγώ ο άγαρμπος μαγειράκος, να θρέψω δηλαδή, να δώσω ζωή στην αγαπημένη μου. Αρνιόταν πεισματικά να ζήσει, μόνο λίγα ροδάκινα της άρεσαν σε ήπια θερμοκρασία, ούτε ζεστά ούτε κρύα. Εγώ μέσα στην κουζίνα έφτιαχνα τυροπιτάκια, έβραζα χυλωμένη φακή χωρίς μπαχαρικά για να μην την ενοχλούν, έφτιαχνα σαλάτα φατούς που της άρεσε, έβραζα κολοκυθάκια, άτμιζα μια φρέσκια γλώσσα. Ήθελα να θρέψω την καλή μου, το ήθελα μα αυτή αρνήθηκε. Βλέπετε είχε ξεκινήσει από καιρό έναν άλλο μακρύ και άγνωστο δρόμο... Ποιος θα τα φάει όλα αυτά που μαγείρεψα;

Θα παλαιώσουν μέσα στις πιατέλες, μέχρι που κάποιος θα τα πετάξει. Τα φαγητά μου δεν έθρεψαν κανέναν, ούτε καν εμένα. Θα ήθελα κάτι να κάνω, μα είμαι ανήμπορος, δεν ξέρω τίποτα άλλο να θρέφω ανθρώπους και ενίοτε τις ψυχές τους. Γιατί θέλω να ξέρετε ότι η ανθρώπινη ψυχή κατοικοεδρεύει στο στομαχάκι μας.

Υ.Γ. Στις 29 Αυγούστου στις 11.15 το βράδυ η αγαπημένη μου γυναίκα Στέλλα έφυγε από αυτό τον κόσμο αφού έδωσε μια τιτάνια μάχη με την καταραμένη αρρώστια. Ήθελε να ζήσει όσο κανένας άλλος. Πίστευε ότι καλυτέρευε, ενώ η αλήθεια ήταν διαφορετική. Την αγαπούσα πάρα πολύ και θα την αγαπώ.


[δημοσιευμένο στο protagon.gr]

Θάνατος στη λογική του καριόλη

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Μανώλη Ρασούλη]

Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη.
Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη.
Ήσυχα κοιμάται η πόλη
Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη
Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;
Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.
Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.
Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει;
Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του.
Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον.
Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα.
Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.
Έκ γενετής; Μπορεί.
Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.
Η οποία κάνει μετάσταση παντού. Το ΄χα πεί: αυτή η λογική θα καταστρέψει τη χώρα. Την Ευρώπη. Τον πλανήτη.
Ήδη φαίνονται τ΄αποτελέσματα. Και τ΄αποτέλεσμα μετράει. Καταβρόχθισε το μέτρο.
Σαν όν δε μετράει.Κι έγινε μάζα.Κι έγινε μπάζα. Χειρότερα κι απο την Αϊτή. Πλάκωσε τους αθώους κάτω απ΄ τα ερείπια. Κατάστρεψε την προλεταριακή κουλτούρα, κατάστρεψε την αστική κουλτούρα. Έβγαλε εσαεί τους όρχεις του όξω προς κοινή θέα. Απο βαθειά εκδίκηση. Γιατί μικρός ήταν φτωχός.Και τώρα βρέθηκε με καταθέσεις. Ο γαμάω.
Οι αρχαίοι Έλληνες φτιάξανε τον άριστο, οι φεουδάρχες τον ιππότη, οι αστοί τον τζέντλμαν, οι μεταδικτατορικοί ρωμιοί έφτιαξαν τον γαμάω. Στα παπάρια του. Κατάντησε την πιο ωραία και ιστορική χώρα ένα γραψαρχιδιστάν.
Και το΄χε πεί ο Τρότσκι: «το αποκρουστικότερο πλάσμα στον κόσμο είναι ο μικροαστός στην αρχική του συσσώρευση.
Σάμπως είχαμε κι αστούς;
Ούτε πλούσιους.
Πλουτοκράτες. Αρχιδομούνια.
Εδώ,ναι εδώ, η μητρόπολις των έτσι και στουπέτσι.
Σφάζονται στα γήπεδα. Ποιοί;
Οι εκτελεστές.
Οι ηθικοί αυτουργοί τα βράδια στα σκυλάδικα σου λένε: «πάρτα, αλλά θέλω το τάδε πιπίνι». «Μάλιστα αφεντικό» ακούγεται η υπόκλησις του γιουβέτσι.
Χορεύουν ημίγυμνα τα ρωσοδούλια, και οι όρχεις των έτσι νάααα.
Τώρα λέν δεν υπάρχει σάλιο.
Και τους σοδομούν χωρίς σάλιο.
Ποιοί; Οι γαμάω.
Βάσει τίνος;
Της λογικής του καριόλη.
Ο μέσος έλλην ανθρωπάκος άλλα λέει, άλλα κάνει και άλλα εννοεί!
Εννοείται.
Όμως μας έχει μείνει ακόμα η γκρίκ σάλατ. Η μεγαλοφυής σύλληψη που κόβεις ντομάτα, αγγούρι, κρεμμύδι κι άντε φέτα και τ’ανακατεύεις. Κανείς πρίν δεν το ΄χε σκεφτεί. Μόνο οι γκρικς.
Κι έτσι τέλειωσε ένα υπέροχο έπος: ο Ζόρμπα.
Ελύτης: βραβείο. Σεφέρης: βραβείο. Θοδωράκης: βραβείο. Χατζιδάκις: βραβείο.
Τώρα γιουροβίζο in greenglish.
Λέει δεν έχει λεφτά. Λέει δεν του δανείζει η παγκόσμια αγορά.
Με τόκους σε πριαπισμό. Κι όλα τα λεφτά του ΄80-΄90 που πήγαν; Πήγαν εκεί που πάει η αγάπη όταν πεθαίνει.
Τη δεκαετία που δεν μου πέταγαν ούτε ψίχουλα. Εμένα που ήξερα απο αγάπη.
Live.
Τώρα κρυμένοι στο ποτάμι ανασαίνουν με καλάμι.
Κι ακαρτερούν στις ρούγες πότε θα πέσουν τα κόνδιλα σαν το μάννα.
Κι όρχεις όξω. Πρός επίδειξη.
Τις μπέρδεψαν με τις ορχιδέες.
Εν κατακλείδι - αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Θάνατος.


[δημοσιευμένο στο rasoulis.blogspot.com]

Σελίδα 5 από 5

περασμένα

Powered by mod LCA


δικά μας παιδιά
μπανανιώτης
δούλος
τορπίλα
στελής
φραντζής
κεσίσογλου
τσαλαπάτης
καλόρ

αρτόπουλος
λάρυγγας
ζουλ
βάαλ
κουλίδου
πλεημπό
μαρκ
βαγκ

διαβάζω

αεροζόλ
βίτα

βυτίο
δομιανός
ζακού
κίμπι

κκμοίρης
κόμπαλους
κουροσάβα
κουσίδης
κώστασνικ
λένιν
λοστμπόντις
μαραγκόπουλος
μαριονέτες
μόμεντ
μότορας
μπουρλέσκ

ξόδεμα
ολντμπόη
παιδί

πετεφρής
πορτατίφ
πουλής
ραδιοσοσιάλ
ρικούδης
ρομαντάντε
σάηλεντ

σαραντάκος
σκύλος
σοφιστής
σραόσα
στεφανίδης
τάλως
τέκιτσαν
φαιακία
χανδρινός
χασοδίκης


ρεμβάζω

γκρεπάλτ
καπράνος
κέρκυρα

κιλο
κινηματογράφοι
κούβα
μεγαλαϊκό
μίχος
μήνυμαλ
μιούταντ
μισιρλούδες
ντεμοντέ
ουλαλούμ
πόφπα
ραδιομπάμπλ
ρεντφλεκτέρ
σινέ7
τζαζαθήνα
χουανέγκρο

φώντας

σπάω πλάκα
άναλ
αντιστασέφ

βαψομαλλιάδες
ηλιθιότητα
καλυψώ
κουλούρι
κραμμπρουλέ
μαλάκας
σούπερκαλτ
στρουγκ
φίλοι
φώντας

παίζω μπάλα
αστέρας
βαρκελωνισμοί
σομπρέρο
χούμπα

 

βρίσκομαι
βρισκόμαστε

γειτονιές
βοτανικός
δρακόπουλου
ελαία
εξάρχεια
εργατολέσχη
ερνέστο
εξπόντιουμ
κερατέα
κουζίνα
λαμπηδόνα
μπάουμστρασε
νέα σμύρνη
πλουμί
πλους
πολύτεχνο
στρούγκα
ταξίδι
φιλαδέλφεια