blog



Αγάπη για την πατρίδα (μίσος για τους πατριδολάτρες)

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο κ.Κ. δεν το'κρινε απαραίτητο να ζει σε μια συγκεκριμένη χώρα. Έλεγε: παντού μπορώ να πεινάσω. Κάποτε όμως έλαχε να περνάει από μια πόλη που την είχε κυριεύσει ο εχθρός της χώρας όπου ζούσε. Τον πλησίασε τότε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατέβει από το πεζοδρόμιο. Ο κ.Κ. κατέβηκε και διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε αγανακτήσει ενάντια σ'αυτόν τον άνθρωπο, και μάλιστα όχι μόνο ενάντια στον άνθρωπο μα προπαντός ενάντια στη χώρα που ανήκε ο άνθρωπος αυτός, τόσο, που ευχήθηκε να γίνει ένας σεισμός και να την καταπιεί. Γιατί, ρώτησε ο κ.Κ., έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γι'αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία· γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.

[Μπέρτολτ Μπρεχτ, από τις Ιστορίες του κ.Κόυνερ, η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής, εκδόσεις Θεμέλιο]

0 σχόλια μέχρι τώρα

0 σχόλια μέχρι τώρα

πολιτική πορνογραφία

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο όχλος, παραπλανημένος από απατηλά οφέλη, επιζητεί, συχνά, την καταστροφή του και συγκινείται, εύκολα, απο λαμπρές ελπίδες και απερίσκεπτες υποσχέσεις.

Ο λαός, πρώτ'απόλα, παραπλανημένος από απατηλά αγαθά, επιδιώκει πολλές φορές την αυτοκαταστροφή του, προξενώντας ατελεύτητα κινδύνουες και καταστροφές στις δημοκρατίες, εκτός εάν κάποιος, τον οποίον εμπιστεύεται, τον καθοδηγήσει, ώστε να αντιληφθεί τι είναι καλό και τι κακό γι'αυτόν. Όταν πάλι, κατά κακή τύχη, δεν εμπιστεύεται κανέναν, όπως ενίοτε συμβαίνει, επειδή εξαπατήθηκε στο παρελθόν από γεγονότα ή ανθρώπους, τότε αναπόφευκτα σπέρνει τον όλεθρο.
[...] Από αυτή την απροθυμία να εμπιστευθούν οποιονδήποτε, αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες να λάβουν σωστές αποφάσεις (...).
[...] Στρεφόμενοι τώρα στο ερώτημα, για ποια πράγματα είναι εύκολο και ποια δύσκολο να πείσεις κάποιον, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εκείνο για το οποίο πρέπει να τον πείσεις είτε δείχνει, σε πρώτη ματιά, ως σίγουρη ή χαμένη υπόθεση, είτε, πάλι, μπορεί να του φανεί γενναία ή δειλή πράξη. Όταν οι προτάσεις που έχουν τεθεί στην κρίση του λαού δείχνουν να είναι σίγουρες υποθέσεις, μολονότι εμπεριέχουν συγκαλυμμένους κινδύνους, ή δείχνουν τολμηρές, ενώ υποκρύπτουν την καταστροφή της Δημοκρατίας, θα είναι πάντοτε εύκολο να πείσεις τις μάζες να τις υιοθετήσουν. Και, ομοίως, θα είναι πάντοτε δύσκολο να τις πείσεις να υιοθετήσουν μια πορεία που τους φαίνεται άνανδρη ή χωρίς ελπίδα, μολονότι περικλείει ασφάλεια και ηρεμία. [...]

Είναι πολύ εύκολο να διοικήσεις ένα κράτος όπου οι μάζες δεν είναι διεφθαρμένες. Όπου υπάρχει ισότητα είναι αδύνατον να εγκαθιδρύσεις ηγεμονία και όπου δεν υπάρχει είναι αδύνατον να εγκαθιδρύσεις δημοκρατία.

[...] εκείνα τα κράτη, όπου η πολιτική ζωή δεν έχει διαφθαρεί, δεν επιτρέπουν στους πολίτες των να διάγουν ως ευγενείς. Τηρούν, αντιθέτως, τέλεια ισότητα και είναι εξαιρετικά εχθρικοί προς τους άρχοντες και τους ευγενείς που ζουν στην ύπαιθρο. Τόσο εχθρικοί, ώστε αν πέσει κανείς στα χέρια τους, τους μεταχειρίζονται ως πηγές διαφθοράς και πρόξενους ανωμαλίας και τους σκοτώνουν.
Με τον όρο "ευγενείς" εννοώ όσους αργόσχολους ζουν από τις επικαρπίες των κτημάτων τους, χωρίς να ασχολούνται με την καλλιέργειά τους ή όποια άλλη χρήσιμη βιοποριστική απασχόληση. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πανούκλα για τις δημοκρατίες, οπουδήποτε. Αλλά πιο ολέθριοι είναι όσοι, εκτός από εισοδήματα, κατέχουν κάστρα και έχουν υπηκόους υπό την εξουσία τους. [...] Αυτοί είναι η αιτιά που δεν στέριωσε καμιά δημοκρατία ή κάποια πολιτική ζωή σ'αυτές τις επαρχίες, γιατί, όσοι γεννιούνται υπ'αυτές τις συνθήκες, είναι εντελώς εχθρικοί σ'οποιαδήποτε μορφή πολιτικής διακυβέρνησης. Καμιά προσπάθεια να στεριώσει δημοκρατία δεν θα μπορούσε να επιτύχει σ'αυτές τις χώρες. Ο μόνος τρόπος να τις ανασυγκροτήσεις, θα ήταν να εγκαθιδρύσεις μοναρχία. Επειδή οι νόμοι δεν επαρκούν για να τις ελ΄γξουν, με υλικό τόσο διεφθαρμένο, είναι ανάγκη δίπλα στους νόμους να έχεις μιαν υπέρτερη δύναμη καταναγκασμού, όπως ένα μονάρχη, με τόσο απόλυτη και συντριπτική ισχύ, ώστε να αναχαιτίζει τις υπερβολικές φιλοδοξίες και τις διεφθαρμένες πρακτικές των ισχυρών.
[...]
1) Όπου είναι πολυάριθμοι οι ευγενείς, αυτός που προτείνει να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία, για να επιτύχει, πρέπει προηγουμένως να απαλλαγεί απ'αυτούς.
2) Όπου επικρατεί αξιοσημείωτη ισότητα, αυτός που προτείνει να εγκαθιδρυθεί βασιλεία ή ηγεμονία δεν πρόκειται να επιτύχει, παρά μόνο εάν από τους ίσους επιλέξει τα πλέον φιλόδοξα και ανήσυχα πνεύματα και δημιουργήσει μια πραγματική και όχι κατ'όνομα αριστοκρατία, χαρίζοντάς τους κάστρα και υποστατικά, περιουσία, δηλαδή, και υπηκόους. Μ'αυτόν τον τρόπο θα περιβάλλεται απ'αυτούς που θα στηρίζουν την εξουσία του, αφού αυτός θα ικανοποιεί τις φιλοδοξίες τους. Όσο για τους υπόλοιπους, θα εξαναγκασθούν, αποκλειστικά δια της βίας, να φέρουν και να υπομένουν ένα ζυγό.[...]

[Νικολό Μακιαβέλλι, από τη Χειραγώγηση του όχλου, γραμμένο μεταξύ 1500-1527, εκδόσεις Ροές, 2007]

0 σχόλια μέχρι τώρα

you and the world

E-mail Εκτύπωση PDF
"To be nobody but yourself,
in a world which is doing his best, night and day,
to make you like everybody else,
means to fight the hardest battle that any human being can fight;
and never stop fighting".

E.E.Cummings, ποιητής

"In the fight between you and the world, back the world".

Paul Dirac, φυσικός

2 σχόλια μέχρι τώρα

Για την αλήθεια

E-mail Εκτύπωση PDF

Στον κ.Κ., το στοχαστή, πήγε ο μαθητής Τίφ και του είπε: Θέλω να μάθω την αλήθεια.

Ποιαν αλήθεια; Η αλήθεια είναι γνωστή. Θέλεις να μάθεις την αλήθεια για το εμπόριο των ψαριών; Ή μήπως θέλεις να μάθεις την αλήθεια για το φορολογικό σύστημα; Αν μαθαίνοντας την αλήθεια για το εμπόριο των ψαριών πάψεις να πληρώνεις ακριβά τα ψάρια τους, τότε δε θα σου πουν ποτέ την αλήθεια, είπε ο κ.Κ.


[Μπέρτολτ Μπρεχτ, από τις Ιστορίες του κ.Κόυνερ, η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής, εκδόσεις Θεμέλιο]

0 σχόλια μέχρι τώρα

όταν βλέπεις κάποιον μόνο

E-mail Εκτύπωση PDF

"Έγραψε υπέροχα τραγούδια, αλλά με πόση μοναξιά το πλήρωσε... Άξιζε τον κόπο εντέλει; Ναι, άξιζε, γιατί υπάρχει κάτι που θα νικάει πάντα και τη μοναξιά και το θάνατο. Και αυτό το κάτι το είχε ο Μανώλης Ρασούλης".
Διονύσης Σαββόπουλος

"Δύο μέρες τώρα λέω με ό,τι δύναμη μου έχει μείνει πως ο μπαμπάς κάθε άλλο παρά μόνος ήταν. Αν γνωρίζατε το πόσους ανθρώπους είχε γύρω του που τον λάτρευαν και τους λάτρευε, θα τρομάζατε. [...] ο θάνατος του ΔΕΝ ήταν μοναχικός. Ήταν ατυχής. [...] Σε όλη μου τη ζωή τον θυμάμαι με μία βαλίτσα στο χέρι να ταξιδεύει και να "χάνεται" σε διάφορα χωριά και ακόμα πιο πολύ σε διάφορα παραλιακά μέρη της Κρήτης που του άρεσαν πιο πολύ. [...] Οι μικρές απομονώσεις του πατέρα μου ήταν τόσο συχνές που οι πολύ δικοί του άνθρωποι πολλές φορές διαμαρτύρονταν οτι δεν γίνεται να εξαφανίζεται έτσι, γιατί πολλές φορές είχαν να του πούν και πιο επείγοντα πράγματα. [...] Αυτή τη φορά στράβωσε εντελώς η κατάσταση. Ήμασταν όλοι έτσι τοποθετημένο,ι που κανείς δεν έβρισκε κανέναν. Εκείνος στη Θεσσαλονίκη, εμείς όλοι στην Αθήνα και οι πιο κοντινοί του άνθρωποι στη συμπρωτεύουσα, και αυτοί Αθήνα και εκτός πόλεως. Μίλησε μια μέρα πριν φύγει με τον άντρα μου στο τηλέφωνο. Έπαιρνε κατ'ευθείαν εκείνον για να αποφύγει να αφήνει πάλι μηνύματα στον τηλεφωνητή μου. Ήταν κεφάτος Δεν φαντάστηκε κ εκείνος οτι ο πόνος που ένιωθε τον τελευταίο καιρό στην πλάτη προερχόταν απο την καρδιά και έκανε κάποιες φορές Σιάτσου για να μην πονάει νομίζοντας οτι είναι μυοσκελετικό το θέμα. Την άλλη μέρα απο το τηλεφώνημα, ήταν ευδιάθετος και όπως πάντα με παρέα για εσπρέσσο, σινεμά και το βράδυ για φαγητό. Εκείνος πήγε στο σπίτι του και οι υπόλοιποι εκτός Θεσσαλονίκης. Έκλεισε το κινητό. Πάντα το έκλεινε για να κοιμηθεί. Και αν είμασταν τυχεροί, το φόρτιζε κ όλας. Κανένας δεν ανησύχησε ιδιαίτερα για την άλλη μία εβδομάδα που δεν άνοιγε το κινητό. Η φίλη που τον βρήκε, δεν είχε ζήσει την συχνότητα των μικρών διαφυγών του. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Ο μπαμπάς δεν ήταν καθόλου μόνος του".
Ναταλί Ρασούλη

"Όταν βλέπεις κάποιον μόνο να δολοφονεί το χρόνο
στάσου στη γωνιά.
Ίσως να 'χει βρει το δρόμο, να'δε στην φθορά τον κόσμο
και γι' αυτό πονά.
[...]
Όταν βλέπεις κάποιον μόνο, μπορεί να 'χει εχθρό τον πόνο,
να γελά βαθιά.
Μέσα στης ζωής το βύθος, οι μονάχοι είναι πλήθος,
μέτρα τους σωστά".

Μανώλης Ρασούλης

0 σχόλια μέχρι τώρα

για το φόβο

E-mail Εκτύπωση PDF

"Ο 17ος αιώνας ήταν ο αιώνας των μαθηματικών, ο 18ος των φυσικών επιστημών και ο 19ος της βιολογίας. Ο 20ός αιώνας μας είναι ο αιώνας του φόβου. Θα μου πείτε πως ο φόβος δεν είναι επιστήμη. Αρχικά, όμως, η επιστήμη έχει κάποια υπευθυνότητα στην περίπτωση, αφού οι τελευταίες θεωρητικές πρόοδοί της την οδήγησαν ν'αρνηθεί την ίδια της τη φύση, κι αφού τα πρακτικά επιτεύγματά της απειλούν το σύμπαν με καταστροφή. Επιπλέον, αν ο φόβος δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστήμη, είναι, χωρίς αμφιβολία, μια τεχνική.

Αυτό που ξαφνιάζει, πράγματι, στον κόσμο που ζούμε είναι, πρώτα απ'όλα και γενικά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι (εκτός από τους πιστούς κάθε είδους) δεν έχουν μέλλον. Δεν υπάρχει αξιόλογη ζωή χωρίς προβολή στο μέλλον, χωρίς ελπίδα ωρίμανσης και προόδου. [...] Δεν είναι, φυσικά, η πρώτη φορά που οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σ'ένα μέλλον υλικά αδιέξοδο. Παλιά όμως θριάμβευαν, συνήθως χάρη στο λόγο και στη φωνή. Επικαλούνταν άλλες αξίες που εμψύχωναν τις προσδοκίες τους. Σήμερα, κανείς δεν μιλά πια (εκτός από κείνους που επαναλαμβάνονται), επειδή ο κόσμος μοιάζει να οδηγείται από τυφλές και κουφές δυνάμεις που δεν θ'ακούσουν τις προειδοποιητικές κραυγές, ούτε τις συμβουλές, ούτε τις παρακλήσεις. Κάτι έσπασε μέσα μας μετά από το θέαμα των χρόνων που μόλις ζήσαμε. Κάτι σαν την αιώνια εμπιστοσύνη του ανθρώπου, που τον έκανε πάντα να πιστεύει ότι μπορούσε να περιμένει από το συνάνθρωπό του αντιδράσεις ανθρώπινες, μιλώντας του τη γλώσσα της ανθρωπιάς. Είδαμε ψεύδη, εξευτελισμούς, φόνους, εξορίες, βασανιστήρια, και κάθε φορά ήταν αδύνατο να πείσουμε εκείνους που τα διέπρατταν να μην το κάνουν, επειδή ήταν σίγουροι για τις πράξεις τους κι επειδή δεν πείθεις κάτι το αφηρημένο, δηλαδή τον αντιπρόσωπο μιας ιδεολογίας.

Ο μακρύς διάλογος των ανθρώπων σταμάτησε. Κι όπως είναι φυσικό, αν δεν μπορούμε να πείσουμε κάποιον, αυτός προκαλεί φόβο. [...] Ζούμε μέσα στον τρόμο γιατί η πειθώ έχει χάσει τη δύναμή της, γιατί ο άνθρωπος παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην ιστορία και δεν μπορεί πλέον να στραφεί προς εκείνη την πλευρά του εαυτού του, το ίδιο αληθινή όπως και η ιστορική πλευρά, την οποία ξαναβρίσκει μπροστά στην ομορφιά του κόσμου και των προσώπων. Γιατί ζούμε στον κόσμο του αφηρημένου, τον κόσμο των γραφείων και των μηχανών, των απόλυτων ιδεών και του δύσκαμπτου μεσσιανισμού. Ασφυκτιούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που πιστεύουν ότι έχουν απόλυτο δίκιο, είτε πρόκειται για τη μηχανή τους είτε για τις ιδέες τους. Και, για όλους εκείνους που ζουν μόνο με το διάλογο και τη φιλία των ανθρώπων, τούτη η σιωπή είναι το τέλος του κόσμου.
[...]
Μεταξύ των ισχυρών, αυτοί είναι άνθρωποι χωρίς βασίλειο. Δεν θα μπορέσουν να επιτρέψουν στην άποψή τους ν'αναγνωριστεί (δεν λέω να θριαμβεύσει, αλλά ν'αναγνωριστεί), και δεν θα μπορέσουν να ξαναβρούν την πατρίδα τους παρά μόνο όταν θα συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς θέλουν και το εκφράσουν απλά και δυνατά έτσι ώστε τα λόγια τους να καταφέρουν να δέσουν σφιχτά μια δέσμη ενεργειών. Κι επειδή ο φόβος δεν είναι η κατάλληλη ατμόσφαιρα για τη σωστή σκέψη, θα χρειαστεί επομένως, πρώτα απ'όλα, να είναι εντάξει με το φόβο.

Και για να είναι εντάξει μ'αυτόν, πρέπει να κατανοήσουν τι σημαίνει και τι αρνείται. [...]"


[Αλμπέρ Καμύ, Ο αιώνας του φόβου, δημοσιευμένο το 1945, από την έκδοση με κείμενά του Σκέψεις για την τρομοκρατία, εκδόσεις Καστανιώτη, 2003]

*τα τονισμένα αποσπάσματα έχουν υποδειχθεί από μένα

0 σχόλια μέχρι τώρα

IV

E-mail Εκτύπωση PDF
Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον. Αλλά πως να τον ακολουθήσω και μέχρι πού; Να τον ακολουθήσω σαν αυτούς που έρχονται από την πόλη ή πάνε σ'αυτήν, σαν αυτούς που φεύγουν ή αυτούς που επιστρέφουν, σαν αυτούς που έρχονται να δουν και να ακούσουν ή σαν αυτούς που φεύγουν κουρασμένοι απ'όσα είδαν και άκουσαν; Σαν ποιους απ'όλους αυτούς; Ή σαν τι κοινό σε όλους αυτούς; Ή με ποιον άλλο τρόπο διαφορετικό από όλων αυτών;

Όπως και να'ταν, δεν μπορούσα παρά να φύγω. Όποιο κι αν ήταν το νόημα και η φύση της αγωνίας μου, η ανακούφισή της -και όχι το φάρμακό της, αυτό το ήξερα καλά- ήταν να φύγω, να ακολουθήσω εκείνο το δρόμο μέχρις εκεί που ήθελε το Πεπρωμένο. Γιατί, για ποιο σκοπό, αναζητώντας τι; Δεν ήξερα τίποτα περισσότερο απ'ό,τι ήξερα και για το νόημα και τη φύση της αγωνίας μου.


[Φερνάντο Πεσσόα, απόσπασμα από το διήγημα Ο Οδοιπόρος]

0 σχόλια μέχρι τώρα

είμαι εδώ

E-mail Εκτύπωση PDF

Βυθίζομαι
Όλο και πιο μέσα μπαίνει και όλο προχωράει
Εκείνο που απ'έξω μ'έτρωγε
Αχόρταγο μα ζορισμένο
Στενό, γιατί τα γυαλιά του έσπασαν
τα μάτια του στένεψαν
-που καιρός πια για όραση-
τα πόδια του κόντυναν
οι ορίζοντες χάθηκαν
Εκείνο ζητούσε, εγώ μόνο έδινα
Άλλα όμως εκείνο ζητούσε
άλλα εγώ έδινα
unfair change
αυτά που εγώ έδινα δεν τα'θελε κανείς
Αυτά που εκείνο ζητούσε μια χαρά τα βρήκε
και συνεχίζει ακόμα να
τα κατασπαράζει
Κι έχω μείνει μισός
ίσως και λιγότερο

[17 του Αυγούστου, Κέρκυρα]

0 σχόλια μέχρι τώρα

η σημασία μιας παράδοσης στον καιρό μας

E-mail Εκτύπωση PDF
Και πρώτα απ'όλα, τι θα πει παράδοση; Είν'τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά, ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ'άστρα εκτόξευσή μας; Πως είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, παρθένα ή γριά; Και πως μας φανερώνεται εντός μας; Με μια εσωτερική διεργασία, από ανάγκη που πολλές φορές μας οδηγεί στο βάθος των πηγών μας, ή από διάθεση να'μαστε κάτι διαφορετικό, να ξεχωρίζουμε απ'τους άλλους; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φως που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;

Ιδιαίτερα τούτο τον χρόνο που την γιορτάζουμε κι επίσημα, μας ήρθε ο πειρασμός να θέσουμε το ερώτημα: Τι πάει να πει παράδοση;

Στις μέρες μας πολύ γιορτάζονται τα "παραδοσιακά" και προστατεύονται όχι μόνο απ'τις αρχές, αλλά κι από τους συλλόγους, κι από τα γυμναστήρια, κι από τα κόμματα και τις πολιτικές παρατάξεις. Θα'χετε ακούσει πως όλοι σκίζονται να μη χαθεί το πρόσωπό μας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, και δίχως να'χουμε δραχμή αποφασίζουμε τη διατήρηση κάθε σπιτιού και κάθε χώρου, μες στον οποίο κάποιος πρόγονος έζησε, σκέφτηκε ή τέλος πάντων έφτιαξε κάτι. Χώρια που υπάρχουν εκπομπές στην τηλεόραση, όπου καλοδιατηρημένες Κυρίες με οδοντιατρική άρθρωση και συνεχώς δακρύζοντα μάτια, προσπαθούν να μας πείσουν πως κάθε πρόγονος, όλοι οι πρόγονοι, αρκεί να μην είναι κάποιος ζωντανός, υπήρξαν όλοι τους υπέροχοι, γενναίοι και εθνικοί. Και δεν χωράνε αυτά αμφισβήτηση και κριτική. Αποτελούν παράδοση εθνική. Όμως έχουμε και μια διαφορετική παράδοση, πιο προοδευτική. Μες στην οποία ο συμπαθής μας Μουφλουζέλης κάνει περίπατο με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, σε ώρες απογευματινές. Ο πατήρ ημών Βαμβακάρης μελοποιεί σε ήχο πλάγιο τη "Γυναίκα της Ζάκυνθος" του Διονύσιου Σολωμού. Και η Μαντώ Μαυρογένους χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο με την Ρόζα Λούξενμπουργκ, την Πασιονάρια ή την Πηνελόπη Δέλτα, ενισχύοντας έτσι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών.

Και όλ'αυτά μας συντηρούν τα τελευταία δέκα χρόνια, σ'ένα εκτυφλωτικό πανόραμα με μολυσμένο αγέρα, μες στον οποίο κινούμεθα όλοι μας, ανώνυμοι κι επώνυμοι, για να συνθέσουμε τελικά μια καινούρια και συγχρονισμένη εθνική φυσιογνωμία, κατάλληλη για αφίσες και γι αναγνωστικά σχολείων κατωτάτης εκπαιδεύσεως. Έτσι, λέμε, θα μπούμε στην αιωνία Ευρώπη. Ενώ άλλοι φωνάζουν πως έτσι θα εξαφανιστούμε μες στην μεγάλη Ευρώπη. Σημασία έχει πως είτε χαθούμε, είτε χωθούμε, θα'μαστε μέσα στην Ευρώπη. Κι όσο για την φυσιογνωμία, ας αρκεστούμε στην απλή Μεσογειακή. Η ημιμαθής προσήλωση των νέων μας στα "παραδοσιακά" και η χρήση των στοιχείων τους ανεξέλγκτα, μαζί με τις "φιλότιμες προσπάθειες" των "ειδικών καλλιτεχνών του σήμερα" να συνυπάρξει ο Μάρκος Μπότσαρης με τον Γκεβάρα, περιέχουν, αν όχι κίνδυνο, τουλάχιστο κάτι σαν γελοιοποίηση και μια καχυποψία για την εύκολη παρουσία της παράδοσης στα πόδια μας. Συγχρόνως δε, αποτελεί κι αναστολή για κάθε σοβαρότερη προσπάθειά μας να βγούμε απ'τ'αδιέξοδο των καιρών, σαν σύνολο, σαν έθνος και σαν άτομα.

Γιατί, να πούμε την αλήθεια, η αφελής υπενθύμιση της εκ παραδόσεως αρετής μας και της παραδοσιακής γραφικής ιδιοτυπίας μας, αν δεν προκαλεί θυμηδία, τουλάχιστον ενισχύει τον τουρισμό, είναι εμπορεύσιμη, που λένε, και στοχεύει στο να ενισχύσει το εθνικό μας φρόνημα. Άλλο, αν με το εμπόριο του γραφικού εκπορνεύετεαι η εθνική μας ευαισθησία και με την συνεχή πλύση εγκεφάλου περί του εθνικού, διαβρώνεται η ψυχικότητά μας και η πνευματική αντοχή μας.

Αλλά τι γίνεται με την αυθαιρεσία των ασυμβίβαστων και επαναστατημένων νεολαίων, που ανακαλύπτουν απαίδευτες προεκτάσεις ηρώων και γεγονότων του καιρού μας μέσα στην τοπική παράδοση; Πως ν'ανατιδράσει κανείς στις αφελείς δια λόγου ερμηνείες των ποιητικών κειμένων, και στην ακόμη αφελέστερη μουσική τους κάλυψη; Στ'αλήθεια, είναι παιδεία σήμερα να ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ καθυστερημένα και λυπητερά τους προπολεμικούς και ανώνυμους ρεμπέτες, πλάι σε μεγαλοφάνταστα κι ακόμη αφελέστερα μελωδικά ντυσίματα των λόγων του Μακρυγιάννη ή του Σεφέρη ή του Καβάφη; Κι αυτό είναι παράδοση! Και στ'όνομά της φυσικά λειτουργεί μια καλοστημένη μηχανή που μας εξουθενώνει. Κι όμως όποιος σκέπτεται και όποιος έχει τουλάχιστον την πρόσφατη συνέχεια του τόπου μέσα του, είναι σε θέση ν'αντιληφθεί πως το μόνο που δεν μας χρειάζεται πια είναι το γραφικό, η παράσταση, οι αλλοτινές συνήθειες. Γιατί όλ'αυτά δεν μας ενώνουν με τους προγόνους μας, αν δεν τους έχουμε ήδη μέσα μας, τοποθετημένους ανεξίτηλα. Και γεννιέται πάλι ένα άλλο ερώτημα. Πόσο μας είναι η παρουσία τους χρήσιμη εντός μας; Και ιδιαίτερα σε τούτους τους καιρούς; Γιατί οι νεκροί, ως γνωστόν, μας συγκρατούν από το κακό, αλλά και μας κρατάνε δέσμιους στη Γη, δεν μας αφήνουν να πετάμε αν δεν τους αρνηθούμε. Χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει πως έχουμε ανάγκη από μια χωρίς όρια παρουσία τους. Όταν μετά τον πόλεμο ο Πικιώνης με μαθητές του τοποθετούσε με περίσσια προσοχή το ένα πετραδάκι πλάι στο άλλο στου Λουμπαρδιάρη, ο Ελύτης είχε κιόλας ανακαλύψει, με την βοήθεια της Μαρίνας και της Ελένης του, το Αιγαίο, ο Εγγονόπουλος τα σπίτια των Ιωαννίνων κι ο Μόραλης με τον Νικολάου τις πόρτες και τα παραθύρια της Αίγινας και του Πόρου. Ο Σικελιανός έκανε παρέα με τον Σωτήρη τον Σπαθάρη στην Κηφισιά κι ο Καζαντζάκης έγραφε την "Ασκητικής" του απομονωμένος στην Αίγινα. Τότες κι εγώ, γνήσιο παιδί εκείνου του καιρού, πρωτοανεκάλυπτα χωρίς μεθύσια και ναρκωτικά, μονάχα με βαρύ γλυκό, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη και τον Δασκαλάκη. Πριν τριανταπέντε χρόνια...


Να μην ξεχνάμε επίσης πως η χώρα ήταν κατεστραμμένη απ'τον πόλεμο, την κατοχή και τους Γερμανούς και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το ραδιόφωνο για να μας θυμίζει, με βροντερή φωνή, πως είμαστε τριών χιλιάδων χρονών γέροι, λες κι ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό. Το γραφικό υπήρξεν απαραίτητο. Με μόνη διαφορά, πως δεν επρόφθασε να γίνει ουσία και να ξεπεραστεί μέσ'από διεργασίες πνευματικές. Άρχισε ο τουρισμός, η καλοπέραση και το εμπόριο. Υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις εθνικές στολές και να χορέψουμε τον Καλαματιανό για Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς. Να φωτογραφηθούμε με σπασμένες κολώνες και να μιλήσουμε αρχαία σε αγγλική μετάφραση. Έτσι σήμερα ζούμε την τόσο συγκεχυμένη σχέση μας με την παράδοση. Όλα τα θεωρούμε απαραίτητα, για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμπληρώσουμε πιστοποιητικά καταγωγής. Κι ακούγεται παντού το κάπως φαρισαϊκό μας αίτημα. Η Ταυτότητα. Να μην χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Αλλά κανείς δεν επιχειρεί να διευκρινίσει ποια στοιχεία ακριβώς συνθέτουν την ταυτότητά μας, για να φροντίσουμε να τα μαζέψουμε και να την προφυλάξουμε επιμελώς μέσα σε πλαστική ή δερμάτινη θήκη. Και τέλος, μας είναι πράγματι απαραίτητη, με τα στοιχεία του παρελθόντος; Αρχίζω επίσης ν'αμφιβάλλω.

Κείνο που νιώθω σίγουρα μέσα μου είναι μια φυσική απέχθεια σ'ό,τι χρειάζεται παράσταση, σε ό,τι γραφικό. Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες το πατέρα μου και των λοιπών συγγενών, παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και μ'εξυπηρετούν στο σήμερα. Κι αν αυτό που περιέχω είναι μια ένδειξη ελληνικής παράδοσης, τότε καλώς να υπάρξει. Γιατί δεν μ'αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.

Με δυο λόγια το θέμα μας είναι: Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη χρήση της έννοιας παράδοση. Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες στην μνήμη των προγόνων μας. Μπερδεύουμε τους Ήρωες και το περιεχόμενό τους και τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα όπως στον Καραγκιόζη ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Βεζύρη. Και οι δυο μεγαλόπρεποι και συμπαθείς. Μας εκστασιάζει ο τσάμικος μέσα σε ντισκοτέκ. Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την αληθινή ροή μαας μες στους καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια οδυνηρή πραγματικότητα σαν την μόνη αλήθεια; Ποιά είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα απ'την παράδοση για να τα συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του γραφικού;

Σας τα παραδίδω και συγχωρέστε μου που δεν υπήρξα πιο μεθοδικός στην τοποθέτηση του θέματος. Διαθέτω βλέπετε ποιητική ιδιοσυγκρασία που μου απαγορεύει την ομαλή δομή.

[κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, κάπου μεταξύ 1980 και 1988 -πιθανώς το 1985- από την έκδοση-συλλογή των κριτικών κειμένων του με τίτλο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, 1988, έκτη έκδοση:2008]

*τα τονισμένα αποσπάσματα έχουν υποδειχθεί από εμένα.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Περισσότερα Άρθρα...

Σελίδα 3 από 4

"...Σαν πρόκες πρέπει

να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος..."


περασμένα

Powered by mod LCA