Περπατάω στην Αχαρνών, πάνω στο ασαφές μεταίχμιο μεταξύ δρόμου και πεζοδρομίου, τυχοδιωκώμενος ανάμεσα στις ψιχάλες που γκρεμίζονται γλυκά πάνω στα πλακάκια και τις στέγες· ψιχάλες που συνδέουν με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο την ανάγκη για φθινόπωρο με την επιθυμία για μια άλλη, μια διαφορετική, δικαιολογία· μια δικαιολογία και όχι έναν λόγο, σαν τους τόσους -τις μίζερες νομοτέλειες των τελευταίων μηνών, τις τρόικες και τα μεσοπρόθεσμα- που έχουν γονατίσει το ηθικό μας και χασκογελάνε πάνω από ένα post-it στο ψυγείο που γράφει "μισθός". Να θυμηθώ: να έχω μισθό· να βγει ο μήνας μου, να επιβιώσω. Χρειάζεσαι λοιπόν και μια δικαιολογία, όχι μόνο λόγους· χρειάζεται να ξεφεύγεις που και που, να γλιστράς από την πραγματικότητα, με πραγματικότητα: αφού βρέχει... Κόλαση στους δρόμους, κλισέ στα δελτία ειδήσεων, τα νούμερα δεν βγαίνουν, το χρέος δεν (πα να) κουρεύεται... Όμως, βρέχει. Και παρ'όλα αυτά, βρέχει.
Με βηματισμό σε σλάλομ, αποφεύγω σε κάθε γωνία τα σκουπίδια· τα σκουπίδια που έχουν δραπετεύσει από τους κάδους -μέρες τώρα- και σήμερα δραπέτευσαν και από τις σακούλες, στήνοντας τη δική τους βρόχινη εξέγερση, φτιάχνοντας βρωμερά οδοφράγματα, εκπέμποντας χημικό κίνδυνο. Αν ρωτήσεις τον οδοκαθαριστή, θα σου πει για τη βροχή· θα σου πει για την απεργία· θα σου πει για τους άλλους. Αφού βρέχει, αφού έχει απεργία, αφού ο χυτά είναι κλειστός, αφού αυτοί. Μαστουρωμένος από τη μπόχα των απορριμμάτων, αναλογίζομαι και διατρανώνω μέσα μου πως το παιχνίδι πλέον είναι καθαρά συνειδησιακό. Καμία τρόικα, κανένα οικονομικό μέτρο, καμία μέρκελ, καμία απεργία δεν απαγορεύει στον οδοκαθαριστή να σκεφτεί πέρα από το μισθό -ναι, και πέρα από τα δικαιώματα, και τα κεκτημένα, και την αξιοπρέπεια. Γιατί κι αυτή η αξιοπρέπεια, σκέφτομαι με μια μικρή ενοχική συστολή, μπορεί να κατακτήσει βουνά, αν εκτός από από το μισθό και τον αγώνα σου, σε νοιάζει πρώτα απ'όλα πως θα ζήσεις με τους άλλους, ανάμεσα στους άλλους, μαζί με τους άλλους, πως είσαι ένας από όλους -και οι όλοι είμαστε εμείς, δεν είναι το κακό κράτος- πως δεν κάνεις χάρη στους άλλους μαζεύοντας τα σκουπίδια τους, πως δεν είναι τα σκουπίδια τους, αλλά τα σκουπίδια μας, πως η ζωή με τους άλλους δεν εξαρτάται από τα εργασιακά δεδομένα σου, πως δεν μπορείς να διασφαλίσεις κανένα εργασιακό δεδομένο, αν πρώτα δεν έχεις πιστέψει καθαρά πως όλοι πρέπει να μπορούμε να ζούμε, να αναπνέουμε και να δουλεύουμε. Ούτε ατενίστας σου ζητάω να γίνεις, ούτε να τους χαρίσεις δεκάρα. Να μη μπορείς να βλέπεις τα σκουπίδια χυμένα στους δρόμους και στις ζωές μας σου ζητάω, να μην αντέχεις να τα σκορπίζει η βροχή σε όλο το τετράγωνο σου ζητάω, και να κλαις που έχουν φτάσει εκεί οι ζωές μας, όπως κλαίω κι εγώ. Κι όταν λέω εκεί, εννοώ και το post-it στο ψυγείο: ο μισθός σου. Συχώρα με, αλλά εγώ ποτέ δεν φαντάστηκα να εξασφαλίζεται ο μισθός μου κι ας πεθάνουν οι άλλοι -ή ακόμα και να μη με νοιάζει αν πεθαίνουν οι άλλοι, εφ'όσον πεθαίνω κι εγώ. Αν τώρα δεν μπορείς να δώσεις σχήμα στο όλοι μαζί, φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει πιο κατάλληλη στιγμή για να το κάνεις. Αν τώρα δεν σε καίει κάτι πέρα από το μισθό σου, φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα σε κάψει -ειδικά αν ο μισθός και τα κεκτημένα επανέλθουν με κάποιο τρόπο στα στάνταρ τους. Είναι, πλέον, τι ζωή θέλεις να ζήσεις και πως να τη ζητήσεις· όχι ποια ζωή σου επιτρέπουν. Είναι ποια ζωή μπορείς να φανταστείς πέρα από τα μνημόνια· πέρα από τους σκουπιδοτόπους. Κι όλα αυτά ισχύουν βρέξει-δε βρέξει.
Και δεν μιλάω για πολυτέλεια, αλλά για συνθήκη ζωής. Αν δεν μπορείς να το δεις έτσι, τότε ξέρω πως -και συχώρα με επίσης αν δεν το γράφω καλά- η βρώμα που αναπνέω στους δρόμους βγαίνει από το μισθό σου.
0 σχόλια μέχρι τώρα