blog



όταν δεν μεγαλώσει

E-mail Εκτύπωση PDF

Το αγόρι μεγαλώνει. Παιδί της πόλης, τα καλοκαίρια στο νησί μάθαινε ό,τι δεν ήταν πόλη. Μάθαινε τα έντομα, όπως δεν τα είδε σε κανένα βιβλίο, κυρίως αυτά που δεν είχαν τα βιβλία, μικροσκοπικά, τρομακτικά. Όσο πιο μικροσκοπικά τόσο πιο τρομακτικά, αφού μόνο με κάτι πολύ πιο μικρό τρομάζει το παιδί -με τα μεγάλα μόνο εντυπωσιάζεται, παραδίνεται στο δέος τους. Το αγόρι μάθαινε ποδήλατο, ανηφόρες κατηφόρες και άπλα για να πέφτεις και να σκίζονται τα πόδια σου -η πόλη δεν έχει άπλες, άσε που δεν προλαβαίνεις να σκίσεις τα πόδια σου, έχει παντού κόσμο να σε προσέχει. Μάθαινε διαδρομές, τσιμπήματα, πληγές, τσακωμούς, κρυψώνες, πυγολαμπίδες, καψίματα, πολύ ήλιο, πράματα που φυτρώνουν παντού, τον ήχο του αέρα, μονοπάτια, γειτονιές, τρέξιμο για πολλή ώρα, πολύ ήλιο ακόμα, τριζόνια, φίλους -όχι σαν αυτούς που είχε στην πόλη, καλύτερους- ήλιο για πολλή μέρα, όλο ήλιο, απαγορευμένα σημεία, επικίνδυνα χαντάκια, κρυψώνες ξανά, μονοπάτια ξανά, περπατούσε ή έτρεχε, έκανε πετάλι ή κρυβόταν, και μάθαινε, μόνο μάθαινε· και ό,τι έμαθε τότε, το θυμάται ακόμα. Όλα τα θυμάται, εκτός από μερικά που τα ξαναβρήκε στην πόλη με άλλα χρώματα και όψη. Έτσι μπερδεύονται τα πράγματα, έτσι μπερδεύονται οι φωτογραφίες στο μυαλό και μπερδεμένα μεγαλώνουν τα αγόρια. Εκτός από αυτά που δεν μεγαλώνουν. Ή αυτά που ψάχνουν κρυψώνες στην πόλη, να μείνουν εκεί για πάντα και να μείνουν πάντα αγόρια, να μείνουν εκεί με τους κόσμους που μάθανε τα καλοκαίρια, τα έντομα, τις πληγές, τον πολύ ήλιο, τρία ή τέσσερα βιβλία για μαξιλάρι, μια πυγολαμπίδα για να φωτίζει το βράδι όσα χρειάζονται -λίγα χρειάζονταν πάντα τα αγόρια, λίγα άλλωστε έμεναν σκοτεινά για το βλέμμα τους· είναι γνωστό το γερό τους μάτι. Ή, ακόμα, αυτά που όσο κι αν μεγάλωσαν δεν ξεμπερδεύτηκαν ποτέ, αντίθετα όσο μεγάλωναν μπερδεύονταν κι άλλο. Όχι μόνο αδυνατούσαν να ταξινομήσουν τις φωτογραφίες ή να τις αντιστοιχίσουν σε όσα είχαν μάθει γι'αυτές (ή απ'αυτές), αλλά δεν μπορούσαν -κρατώντας μια φωτογραφία ασπούμε- να καταλάβουν αν είναι φωτογραφία ή κάτι άλλο, κάτι αδιανόητα ζωντανό που εκτυλισσόταν μπροστά τους -ή μόνο μπροστά τους, μόνο για εκείνα. Έτσι και το αγόρι της πόλης. Κάπως έτσι, δηλαδή. Ούτε μεγάλωνε, ούτε ξεμπερδευόταν, ούτε έβγαινε από την κρυψώνα, ούτε θα άλλαζε την πυγολαμπίδα του για κανένα εξελιγμένο πορτατίφ, ούτε θα σκεφτόταν ποτέ έστω μια στιγμή που δεν θα ήταν αγόρι, ούτε που θα τολμούσε να χωρέσει στην πιθανότητα να γινόταν κάτι άλλο από αγόρι. Όταν μεγαλώσω, έλεγε, και το'λεγε για δικαιολογία, για να κάνει πλάκα, για να ξεφύγει από κάποια προσδοκία ή απαίτηση, για να γελάσει με την ιδέα ότι μπορεί να γίνει κάτι σαν τους γονείς του, κάτι σαν τους άλλους γύρω του, κάτι που δεν είχε φανταστεί ούτε καν πως μπορεί να ήταν, πόσο μπορεί να μετρηθεί σε μέρες ή σε κάτι άλλο -σε μέτρα με το ποδήλατο ασπούμε, μία κοντινή μονάδα μέτρησης των μακρινών. Όταν μεγαλώσω, έλεγε, και ήξερε πως να μην ενδώσει ποτέ, πως να το λέει πάντα για δικαιολογία ή για πλάκα. Έδειχνε να ξέρει τους τρόπους, κρυψώνες ήθελε μόνο. Κάθε που γύριζε στην πόλη, έψαχνε τις κρυψώνες. Καινούριες πάντα, για να μην παλιώνει καμιά τους, για να μην μαθαίνει, να μην μαθαίνεται τίποτα μέσα στην πόλη, για να μην βρίσκεται από τον εχθρό. Εχθρό δεν είχε βέβαια, κανένα αγόρι δεν έχει εχθρούς. Εχθρός είναι μόνο ό,τι τον αφήνει να μεγαλώσει. Κι ο πιο γλυκός εχθρός του (αφού στη ζωή κανένας δεν έκανε χωρίς τον μικρό ή τον μεγάλο εχθρό του), εκείνος που όσο εκείνο μεγαλώνει -όσο μεγαλώνει τελοσπάντων- το κάνει να μπερδεύεται κι άλλο, να μπερδεύεται μόνο, να μπερδεύεται, να μπερδεύεται, να μην καταλαβαίνει, να μην μασάει από εχθρούς, να μην καταλαβαίνει από εχθρούς, να μην καταλαβαίνει, να μπερδεύεται, να μην καταλαβαίνει, να μην καταλαβαίνει, να μπερδεύεται. Μόνο να βλέπει, μόνο να παρατηρεί, τους άλλους γύρω του, τα πάντα γύρω του, να μπερδεύεται από τα πάντα γύρω του, από τους άλλους γύρω του, από όσους μεγαλώνουν, από όσους μπερδεύονται επίσης, από όσους δεν μεγαλώνουν, από όσους δεν μπερδεύονται, από όσους καταλαβαίνουν -κυρίως από αυτούς που καταλαβαίνουν. Μόνο να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει. Με τις ώρες. Έτσι θα μεγάλωνε, όσο μεγάλωνε. Που και που, ένα κορίτσι στο χέρι του θα μοιράζεται δάχτυλα και τρόπους να μπερδεύονται όλα. Που και που, το αγόρι μεγαλώνει για λίγο. Για λίγο μόνο. Ναι, ψέματα έλεγα στην αρχή ότι πράγματι μεγαλώνει. Για να εντυπωσιάσω. Όμως δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακό φαινόμενο από το πόσο δεν λέει να μεγαλώσει αυτό το αγόρι. Πόσο δεν λέει να ξεμπερδευτεί ή να μάθει να μην μπερδεύεται. Πόσο έχει παραδοθεί στον ενεστώτα, αυτόν που μάθαινε στο σχολείο (στην πόλη). Είμαι, είσαι, είναι, και μετά πληθυντικός, τα ίδια με πολλούς μαζί, με όλους. Κανείς δεν ξέρει τώρα πόσο εκείνο ζει για το όταν της δικαιολογίας. Απολαμβάνοντας κάθε πλάκα και κάθε υπεκφυγή, κάθε πεταλιά και κάθε πληγή, κάθε λέξη που φωτίζει η πυγολαμπίδα του. Κάθε που ο ήλιος καίει πολύ, που είναι πολύς και μόνο για εκείνον. Και για όσα χωράνε τα μάτια του. Και τα χέρια του.


0 σχόλια μέχρι τώρα

Add Comment


     

    περασμένα

    Powered by mod LCA