για τη Χριστίνα
Ξεκινάς να γράψεις ένα ποστ προεκλογικά και στο μεταξύ σε προλαβαίνουν κάτι εκλογές, κάτι διαχειριστικά του ρετιρέ, κάτι κοινόχρηστα, κάτι κινηματικά, κι ενώ το τριγύρω σου Ιράν παίζει μπάλα με το κεφάλι σου και σε ζώνουν ακόμα οι ματωμένοι παπαγάλοι που στόμα έχουν και μιλιά πλέον δεν έχουν, που έχουν στόμα που δαγκάνει κι άντε όλο λέει πως δεν το ξανακάνει. Θες να μιλήσεις για τις εκλογές και όλοι γύρω μιλάνε για εκλογές, θες να μιλήσεις για κάτι κι όλοι γύρω σου μιλάνε για κάτι. Θες να μιλήσεις και τελικά σκύβεις το κεφάλι, νωχελικά αποστρέφεις το βλέμμα απ'τα πράγματα, γιατί το μόνο που θες τώρα είναι να βρεις μια χαραμάδα να μπει φως, να μπουν φίλοι και αγγίγματα, να ξαναμπούν ζεστά απογεύματα που είχες ξεχάσει, να έρθει ένας μικρός λίβας και να καθήσει πάνω από τα ψηφοδέλτια, να χαμογελάσει σε κάθε ευρωδίλημμα και να σου φέρει εικόνες από την Ομόνοια της δραχμής, των κεμπάπ, των λαχειοπωλών, των αιγυπτίων, των αργόσχολων, των παλιών ρώσικων τρόλεϊ, των κουλουρτζήδων, των επαρχιωτών που ήρθαν χαράματα κι ακόμα ψάχνουν, των αδειούχων ευέλπιδων που ψάχνουν ταξί να πάνε στην καλή τους, των τζαζ καμπαρέ στις στοές της Σταδίου, επτά καφενεία σε κάθε γωνία, τριάντα περίπτερα, μουσικά όργανα Ραμόνα στον υπόγειο του ΗΣΑΠ και στις τρεις χαράματα στην Αθηνάς, "γεια, πόσο πάει;", κι όχι πως θες να πας κι όμως ρωτάς ξαναρωτάς, γεια πόσο πάει, έτσι με κάποιον να μιλάς· την ώρα που είναι όλα κλειστά, σαν φως αστράφτει κι ας μην υπάρχει πια, εκείνη σου χαμογελά, εκείνη γίνεται αγκαλιά. Η παλιά σου Ομόνοια ήταν η αγκαλιά.
Βλέπω το φίλο μου τον Ρένο στις αντέννες του κόσμου, να ονομάζει "παλιά ελλάδα" το μέχρι εδώ, και να δυσανασχετεί. Και με ιεραποστολικό στόμφο να ζητάει από αυτή την παλιά ελλάδα να φύγει, να την ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε τους εμφύλιους κι όλα αυτά τα αιματηρά που μας χωρίζουν. Όμως, αυτή ακριβώς είναι η συνθήκη επιβίωσης της παλιάς ελλάδας, έτσι βρίσκει τη συνέχειά της στο χρόνο: να την ξεχάσουμε, μαζί με τα πάθη της, μαζί με τη σκοτεινιά που έφερε, μαζί με τις πληγές που άνοιξε, χαρακιές στο σώμα της ιστορίας· της ιστορίας μας. Και πως να κλείσουν οι πληγές, όσο υπάρχουν άταφοι νεκροί, ματαιωμένες ελπίδες, ματωμένοι αποχαιρετισμοί, χαρακιές μέσα σου και ακόμα πιο μέσα σου. Η παλιά ελλάδα ήταν πάντα παλιά, είχε εχθρό κάθε τι νέο, κάθε τι φωτεινό, πολεμούσε στα σκοτάδια για να νικήσουν τα σκοτάδια, και είναι ακόμα παλιά, για την ακρίβεια είναι μόνο παλιά, αφού ρήμαξε ακόμα και την ελλάδα της. Και επιβιώνει τώρα στις ύστατες απόπειρες αιματηρών συναλλαγών, παλεύοντας να ξαναγεμίσει τσέπες και να αδειάσει συνειδήσεις, να ονομάσει συνείδηση την τσέπη και νόμο την κάθε επιβουλή της, να βαφτίσει εθνικό το κάθε συμφέρον της -στην ίδια πρόταση, σε κοινό παζάρι, το εθνικό και το συμφέρον· αυτό που μας ενώνει κι αυτό που μας χωρίζει. Η παλιά ελλάδα ασθμαίνει, βρωμώντας θάνατο τα χνώτα της, ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες και στα ολόδικά της ερείπια. Κι η Ομόνοιά σου έχει βρωμίσει ήδη θάνατο.
Κι εσύ λες πως δεν είναι ο θάνατος που βρωμάει, αλλά οι Πακιστανοί. Εσύ μετράς τους ξένους, μετράς τις ζωές, κάνεις υπολογισμούς, τακτοποιείς λογαριασμούς, συμψηφίζεις ζωές με δουλειές, προσθαφαιρείς ζωές και συμφέροντα, διαιρείς ζωές με επιδόματα, προσθέτεις μίσος και δικαιολογίες, αφαιρείς κι άλλο άνθρωπο από μέσα σου, από την Ομόνοιά σου. Ναι ρε, μυρίζουν οι Πακιστανοί. Και να σ'αρέσει που μυρίζουν, να τους νιώθεις σαν ένα μπαχαρικό από απόκοσμη κουζίνα. Ναι, μια κουζίνα είμαστε -περπατάς ανάμεσα στις γεύσεις του κόσμου και ακροβατείς στις χαρακιές του· κουζίνα που μαγειρεύονται εντός της όλα τα μπαχάρια, που βρίσκουν απάγγιο όλα τα χαρμάνια, τρυφερά τοποθετημένα στο ραφάκι, ειρηνικά και ήσυχα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να είναι εκεί από πάντα και για πάντα, σαν να μη λήγουν ποτέ, σαν να μη περισσεύει κανένα και κανένα να μη χρειάζεται, σήμερα λίγο κόλιανδρο, αύριο μια πρέζα δυόσμο, μια σκελίδα σκόρδο από το χωριό σου, λίγη κάρρι από το Δελχί. Ναι, ίσως είμαστε πολλοί, ίσως μαζευτήκαμε λίγοι παραπάνω, αλλά ξέρεις εσύ να πεις πόσοι χρειαζόμαστε; Πότε περισσέψαμε κάποιοι; Πότε επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να μετράμε; Εμείς ποτέ δεν διώχναμε, το ψωμί στο τραπέζι το κόβαμε στα δύο, στα τρία, στα χίλια δεκατρία, από το υπόλοιπο δίναμε ακόμα και του σκυλιού να φάει, είχαμε-δεν είχαμε, υπόλοιπο πάντα είχαμε, ζεστά απογεύματα που ο "άλλος" δεν ήταν ξένος, ζεστά απογεύματα που δεν ξέραμε ξένος τι πάει να πει. Τώρα, λες, πως του δίνεις ψωμί κι αυτός σου τρώει δουλειά. Και αφαιρείς κι άλλο άνθρωπο, κι άλλη Ομόνοια.
Και χασκογελάς με τους φίλους σου -σίγουρος για την ψήφο σου, τελειωμένος με το καθήκον- κλίνοντας σε όλες τις αστείες πτώσεις το "εγέρθητι". Και σε κάθε χαχάνικη παραλλαγή του, ένας Πακιστανός κάπου γεμίζει άλλη μια χαρακιά· η Ομόνοια χαρακώνεται κι άλλο, οι γειτονιές μας γεμίζουν χαρακιές, γίνονται χαρακώματα. Ναι ρε, εγέρθητι. Όλοι όρθιοι, σηκωθείτε, εγερθείτε, βγείτε στους δρόμους, βγείτε στις πλατείες, εγέρσου, εξεγέρσου, βγες ξανά στην Ομόνοια, πάρε τη ζωή που σου ανήκει, ζήσε τη ζωή που σου ανήκει, πάρε πίσω την Ομόνοια που αγάπησες και περπάτησες, ξαναπερπάτησε στην Ομόνοια, απόκτησε τη ζωή που χρεώθηκες, που τη χρεώθηκες για μια ζωή, ξόφλησε το δάνειο και ζήσε, κάνε ιδιοκτησία τη ζωή σου κι όχι τα σπίτια και τ'αυτοκίνητα και τους δείκτες, άσε τα μετρήματα και τα υπόλοιπα και τα κανονίσματα, ζήσε τη ζωή που περισσεύει, ζήτησε ακόμα κι αυτή που δεν σου ανήκει. Κρύφτηκες πίσω από την ψήφο και έπραξες καθήκον. Καθιστός και κρυμμένος. Ζωή δεν είναι αυτή που σου γράψανε, είναι αυτή που γράφεις, αυτή που θα ζητήσεις. Όρθιος. Στο δρόμο. Στην Ομόνοια. Σ'εκείνη που σου χαμογελά και γίνεται αγκαλιά την ώρα που είναι όλα κλειστά.
0 σχόλια μέχρι τώρα