blog



αχρεωστήτως

E-mail Εκτύπωση PDF

Στο τρένο, πρωί. Φουσκωτός, φουσκωμένος υπέρμετρα και δυσανάλογα, γύρω στα τριαντακάτι, φάτσα λαλά, φοράει ενοχλητικά ροζ ζακέτα, γυαλί ηλίου στα κοντινά όρια του κιτς, φόρμα, μίλκο. Έχω ακούσει ότι στα γυμναστήρια τους βάζουν να πλακώνονται στα μίλκο και τις τυρόπιτες. Θερμίδες φάση, έλεγε ένας φίλος σφίχτης θαμώνας των τζυμ. Ο ροζ, χαλαρός. Μιλάει στο κινητό· άηφον. Σε γλυκό τόνο. Λαθρακούω. -Λες να παίξουμε τάβλι; Να παίξουμε τάβλι, να δούμε λίγο σουλεϊμάν και μετά νάνι; Τι, μπιρίμπα; Λες να παίξουμε μπιρίμπα; Δεν ξέρω αν θα παίξει ο μπαμπάς. Λες όμως να το κάνουμε έτσι; Τι, σκραμπλ; Όχι μωρέ, είναι βαρετό το σκραμπλ. Να παίξουμε κάτι όλοι μωρέ.

Αυτό το λίγο σουλεϊμάν με τσακίζει. Τι πα να πει λίγο; Δεν μπορώ να το καταχωρήσω στα ενδιαφέροντα. Δεν το βλέπει καν όλο. Εκείνος μιλάει στο άηφον για όσο είμαι μέσα στο τρένο, πάνω από εφτά στάσεις. Κανονίζει μόνο. Τι θα γίνει το απόγευμα· νάνι, σουλεϊμάν (λίγο), τάβλι ή μπιρίμπα ή βαρετό σκραμπλ. Η συζήτηση πολλαπλασιάζεται, το τρένο μετακινείται, η κουβέντα όχι. Είναι η απόσταση μεταξύ ΔΟΥ μου και ΤΕΒΕ. Εγώ κατεβαίνω στη στάση μου, κείνος μάλλον θα μιλάει ακόμα. Ίσως να'χει καταλήξει στη μπιρίμπα ή στο σκραμπλ. Ίσως και όχι. Ίσως να μπαίνει στο τρένο μόνο για να αποφασίσει τι θα κάνει το βράδι. Χρόνο έχει μάλλον.

Στη ΔΟΥ και στο ΤΕΒΕ βλέπω ανθρώπους γραφεία, με συρτάρια στα χέρια. Μετά στο σπίτι θα τους περιμένει λίγος ήλιος, ίσως και όχι. Ίσως τους περιμένει κι ο σουλεϊμάν, αλλά σίγουρα δεν το κανονίζουν από το πρωί. Δεν έχουν τέτοιο χρόνο. Το πρωί δουλεύουν. Τους βλέπω. Γίνονται γραφεία και έχουν συρτάρια στα χέρια. Στο ΤΕΒΕ ασπούμε, ένταση και χάος. Επειδή δουλεύουνε. Κι οι γλώσσες τους ακόμα έχουν γίνει συρτάρια. Ανοίγουν για να σου μιλήσουν, κι αντί για σάλιο βγαίνουν φάκελοι. Παλεύουν όλοι τους. Δεν βλέπω δημόσιο σταρχίδιατου, δεν βλέπω αργομισθίες. Βλέπω ανθρώπους μπλεγμένους με τη δουλειά τους, με τα καθήκοντά τους, ταπεινωμένους από την πραγματικότητα. Ανθρώπους πιο μικρούς από τους νόμους και τις διατάξεις, που δεν ξέρουν γιατί είναι εκεί. Και πως να φύγουν από κει· ανθρώπους καρφωμένους. Καρφωμένοι κι οι ασφαλισμένοι. Εκεί. Συμπληρώνω δύο ώρες σε ένα ισόγειο δέκα γκισέδων. Αχρεωστήτως.

Είναι η έκφραση που τσιμπάω σε μια μικροδιένεξη μπροστά μου. Της οφείλουν χρήματα που πλήρωσε ενώ δεν έπρεπε και τώρα πρέπει να κάνει αίτηση μαζί με δικαιολογητικά και να τα ζητήσει με την ένδειξη αχρεωστήτως. Λέξη που πρέπει να γκουγκλάρω για να μάθω σε ποια γλώσσα είναι και πως γράφεται. Είναι στη γλώσσα των ανθρώπων που έχουν γίνει γραφεία. Που όταν ξεγίνονται γραφεία και βλέπουν λίγο σουλεϊμάν και ήλιο, η γλώσσα αυτή έχει ξεχαστεί.

Ελλάδες. Και ο τύπος στο τρένο και οι τέβε, όλα ελλάδες καρφωμένες. Πιο λίγες από τα πράματα, πιο μικρές. Μικρές σκέτο. Αληθινές, υπαρκτές, εξηγήσιμες, αποκρουστικές, αντιπαραγωγικές. Μάταιες. Αχρεωστήτως δουλεύουν όλα τόσο παραπάνω και μπλέκονται οι άνθρωποι γραφεία. Αχρεωστήτως κανονίζει με τις ώρες στο τηλέφωνο αν θα δει σουλεϊμάν τον λίγο. Σαρανταπέντε (45) ήταν όλες κι όλες οι συντάξεις μαϊμού -οι αχρεωστήτως καταβληθείσες- λένε τα στοιχεία. Εκατό χιλιάδες τις έβγαζαν οι αχρεωστήτως τιποτένιοι που την ίδια ώρα κερδίζουν από κάθε αχρεωστήτως συναλλαγή, επιβιώνουν από κάθε αχρεωστήτως τραγωδία. Και που πάντα ζούσαν τόσο αχρεωστήτως όσο και χωρίς χρέωση. Πιο κατανοητή τελικά η λέξη στα αγγλικά: unduly. Χωρίς καθήκον· άρα από επιλογή.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Add Comment


     

    περασμένα

    Powered by mod LCA