αγαπημένε Τζο Στράμερ
κατ'αρχήν ξέρω ότι είναι παρωχημένο κλισέ να απευθύνεσαι σε δεύτερο πρόσωπο σε κάποιον που δεν θα σ'ακούσει. Ξέρω ότι δεν τα πας καλά με τα κλισέ. Παίρνω το θάρρος να πιστεύω ότι με ακούς· πάντα με άκουγες. Μας άκουγες όλους. Με έχω βρει επανειλημμένα, μαζί με τους φίλους μου και τους συγγενείς μου, στους στίχους σου και στην ταραχή σου. Και σε κάτι outtakes που δεν βρήκαν τον δρόμο της δισκογραφίας. Κάπου εκεί πρέπει να τα είπαμε πρώτη φορά στα πεταχτά. Και νιώσαμε· ο ένας τον άλλον, αλλά κυρίως ο καθένας τον εαυτό του. Ξέρω επίσης ότι ίσως να μη γνωρίζεις τη γλώσσα στην οποία γράφω. Ξέρω όμως ότι ούτε καλή φωνή είχες ποτέ, κι όμως τραγούδησες το πιο Μεγάλο Τραγούδι. Ούτε καλή κιθάρα έπαιζες καλά καλά -λένε- αλλά γαμώτο, πως ξέρουν όλοι τα ακόρντα σου απέξω;
Δεν έχω όμως καιρό για εισαγωγές. Θα στο πω όσο μπορώ πιο απλά και άμεσα: Λείπεις. Δεν έχω ιδέα που είσαι, δεν ξέρω που γυρνάς και γιατί μπορεί να το κάνεις αυτό, δεν ξέρω γιατί δεν θες να μας ακούς πια και που μπορεί να έχεις κρυφτεί και δεν σε βλέπουμε, αλλά λείπεις. Μου λένε μάλιστα -κάποιοι, δεν ξέρω ποιοι, προφανώς κάποιοι που δεν ανέβηκαν ποτέ στα σύννεφα να πιουν ουζάκι εκεί πάνω και να μουντζώνουν τους κατσιμπαλήδες- ότι σαν σήμερα που αποφάσισα να σου γράψω, εικοσιδύο του Δεκέμβρη, έριξες έναν δειλό αποχαιρετισμό και άφησες την καρδιά σου να σε πάει κάπου πέρα μακριά από μας, κάπου που δεν μας ακούς, κάπου που δεν ακούμε τα ακόρντα σου, ούτε και το Μεγάλο Τραγούδι. Αν ισχύει αυτό, είσαι δειλός. Ευτυχώς σε σώζει ο Βικ -που διάολο έχει κρυφτεί κι αυτός;- που μου ψιθύρισε μια μέρα στ'αυτί ότι το κουράγιο ενός δειλού είναι μεγαλύτερο απ'όλων των άλλων. Κλείνουν όμως έντεκα χρόνια -λένε αυτοί οι κάποιοι- από εκείνο το Δεκέμβρη. Πράγματι, σε θυμάμαι κι εγώ να λείπεις καιρό. Μόνο που όσο περνάνε τα χρόνια -σαν έτη φωτός, οι αποστάσεις μεταξύ μας μετριούνται με μονάδες χρόνου, χρόνια που μετράνε το φως, μετράμε πόσα χρόνια με φως- όσο περνάνε τα χρόνια λέω, όσο πυκνώνουν οι ματαιώσεις, κάθε μέρα κάθε ώρα, τόσο εκλείπουν οι ποιητές. Τελευταία κάποιος μου το εξήγησε και το κατάλαβα επιτέλους: όσο εκλείπουν οι ποιητές, τόσο πυκνώνουν οι ματαιώσεις μας. Και περνάνε τα χρόνια χωρίς φως.
Αγαπημένε Σύντροφε Τζο, θέλω να μη με παρεξηγήσεις, αλλά σου γράφω γιατί -όπου κι αν βρίσκεσαι- θέλω να επιστρέψεις· κάπου όπου θα μπορείς να μας βλέπεις και να μας ακούς. Γιατί, να ξέρεις, εμείς ακόμα μιλάμε και υπάρχουμε με όποιο τρόπο μπορούμε, Τζο· αδέξια σχηματίζουμε κινήσεις, προσπαθώντας να μπαλώσουμε καμιά ματαίωση, να κλείσουμε καμιά τρύπα να μη μπάζει αέρα και νερό -κοντέψαμε να πλημμυρίσουμε απ'όταν άρχισαν να λουφάζουν οι καπετάνιοι μας. Οι φωνές μας ακούγονται στον αέρα, τις γράφουμε σε τοίχους, τις φωνάζουμε ο ένας στο αυτί του άλλου μπας και τρυπήσει κανά τύμπανο, μπας και ματώσουμε καμιά μέρα πραγματικά, μπας και τραγουδήσουμε έτσι όλοι μαζί το Μεγάλο Τραγούδι. Magnificent Seven ασπούμε, ring ring 7 a.m. Να επιστρέψεις να μας ακούς, όπως μας άκουγες πάντα· να μας βλέπεις, να βλέπεις τι μαλακίες κάνουμε εδώ κάτω κι εσύ να χαμογελάς, να μας ακουμπάς στοργικά στην πλάτη, να ξέρουμε ότι κάποιος μας προσέχει. Να καταγράφεις λεπτομερώς τις ζωές μας, όπως έκανες πάντα· να τους βρίσκεις ακόρντα, γιατί ξεκουρδίστηκαν πολύ όλα αυτά τα χρόνια, αγνώριστες έγιναν· παραφωνίες μόνο οι μέρες μας.
Όταν ο Λουίτζι έχασε τη μητέρα του, της είπε πως δεν κλαίει που φεύγει, αλλά γι'άλλο κλαίω μαμά, γιατί εσύ δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι. Χάθηκε από το δικό μου κόσμο ένα στήριγμα, μια παρηγοριά. "Εάν εκείνη με σκέφτεται από μακριά, είμαι ζωντανός για κείνην". Κι αυτό με στήριζε, με παρηγορούσε. Εγώ τώρα δεν είμαι πια ζωντανός και δεν θα'μαι για σένα ζωντανός ποτέ πια. Κι ακριβώς γι'αυτό, μαμά, ακριβώς γι'αυτό, όσοι πιστεύουν πως είναι ζωντανοί, νομίζουν πως θρηνούν τους νεκρούς τους, κι απεναντίας, θρηνούν το δικό τους θάνατο, τη δική τους πραγματικότητα που δεν υπάρχει πια στη συνείδηση εκείνων που έφυγαν. Εσύ είσαι και θα είσαι για πάντα η μητέρα μου. Εγώ, ο γιος σου, ήμουν και δεν είμαι πια, δεν θα είμαι πια. Ξέρεις λοιπόν, σύντροφε Τζο, τι του απάντησε εκείνη; Κοίτα τα πράγματα και με τα μάτια εκείνων που δεν τα βλέπουν πια. Θα νιώσεις μια θλίψη, γιε μου, που θα τα κάνει να φαντάζουν πιο ιερά και πιο όμορφα.
Αγαπημένε σύντροφε Τζο, προσπαθήσαμε -κι εγώ και οι φίλοι που σου'λεγα- να δούμε τα πράγματα με τα μάτια σου. Δεν τα καταφέραμε· είμαστε ακόμα στη θλίψη. Ακόμα τίποτε δεν μοιάζει πιο ιερό και πιο όμορφο. Γι'αυτό σου λέω να γυρίσεις, να μας δείξεις το πως -πενήντα χρόνια είναι λίγα- να μας τραγουδήσεις άλλη μια φορά, να θυμηθούμε, να ξαναβρούμε, να μας βάλεις βαθμό επιτέλους, να μας πεις τι καταφέραμε, πόσες μαλακίες κάναμε, πόσες ακόμα μπορούμε, πόσες ματαιώσεις να χτίσουμε. Στα γράφω αυτά σύντροφε Τζο και κάποιοι ήδη γελάνε -οι κάποιοι που σου'λεγα πριν· τους φαίνεται αστείο το συναίσθημά μας, τους φαίνεται γελοίο το συναίσθημα, αυτό το άμεσο άγριο συναίσθημα, που δεν ντρέπεται ούτε τις λέξεις ούτε το να σκύβει πότε πότε το κεφάλι και να γεμίζει εκκωφαντικές σιωπές το δωμάτιο· ό,τι ένωσε τις κλωστές μας σε κρίσιμες στιγμές του χρόνου, που ο καργιώλης δοκίμαζε τις αντιστάσεις μας. Ξέρω πως είναι μελό να το ντύνεις με λέξεις· άλλωστε το συναίσθημα δεν χρειάζεται προστασία. Ποτέ δεν καταφέραμε να το προστατεύσουμε, ποτέ δεν μας προστάτευσε. Να σε πείσω όμως προσπαθώ Τζο, να σου εξηγήσω λίγο πως έχει εδώ κάτω που μας άφησες.
Ξέρω ότι ούτε επιλόγους γουστάρεις· ποτέ δεν έγραψες έναν, σε ο,τιδήποτε. Όλα ανοιχτά, όλα στη μέση αφημένα, μόνο φωτιές ήξερες ν'ανάβεις. Ας σου πω τότε μόνο αυτό: μας έμαθες να είμαστε παράφωνοι και την ίδια στιγμή να λάμπουμε. Αυτό όμως δεν το καταφέραμε ποτέ. Γύρισε πίσω, τουλάχιστον να το κάνεις εσύ, να παίρνουμε μάτι. Να έχουμε στήριγμα και παρηγοριά. Ότι δεν υπάρχουμε τσάμπα. Να επιστρέψεις, να επιστρέφουμε κι εμείς. Έχουμε ήδη ανάψει τη φωτιά, μαζευόμαστε και σε περιμένουμε. Και μη διανοηθείς να κουρδίσεις την κιθάρα.
Αν δεν σου κάνει κόπο, προώθησε το γράμμα αυτό και στον Τζο Χιλ. Επιμένει να λέει ότι δεν έχει πεθάνει, αλλά δεν εμφανίζεται πουθενά.
πάντα συντροφικά,
Κωστής
0 σχόλια μέχρι τώρα