Όταν ήμουν μικρός, στο ρεφρέν αυτού του τραγουδιού αντί για στη ζωή μας δώσε αβάντζο, εγώ άκουγα στη ζωή μας το σαβάντζο. Μη τολμώντας να ρωτήσω άγνωστη λέξη τους μεγαλύτερους -ποτέ μου δεν ρωτούσα- έφτιαχνα τις δικές μου ερμηνείες. Ενίοτε και σενάρια. Μετά από καιρό, μετά από χρόνια, κάποια από αυτά συνάντησαν την εξήγηση, την πραγματικότητα. Άλλη πραγματικότητα. Αυτή που αποφάσιζα ότι ισχύει, την πιο πιστευτή. Πραγματικότητα είναι η πιο πιστευτή ιστορία. Έτσι πάει γενικά. Το σαβάντζο λοιπόν για να εξηγηθεί σε πρώτο χρόνο, έπρεπε πρώτα να συναντήσει πιθανές γνωστές λέξεις και εικόνες. Κοντινότερος ήταν ο Τσιτσάνης: και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε. Κάτι σαν στραπάτσο δηλαδή, αλλά με ένα σάβανο τυλιγμένο· νικημένο ολοκληρωτικά, ενταφιασμένο -το αντίθετο από του Τσιτσάνη. Μετά έμαθα και τη λέξη καναβάτσο και οριοθέτησα το στραπάτσο στο χώρο του. Και στην αιτία του: μια πάλη. Όταν απέκτησα και τη λέξη καβάντζα, μπλέχτηκε τελείως το πράμα. Μου το εξήγησε μετά από χρόνια ο Ρασούλης με γυναικεία φωνή -με γυναικεία φωνή εξηγούνται όλα. Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή.
Τελευταία σκέφτομαι συνέχεια αυτό που όλα με αναγκάζουν να σκεφτώ. Αυτό που όλοι σκέφτονται, αυτό που όλοι πρέπει να σκέφτονται. Πως τη βγάζεις, πως ζεις, που ζεις, κρίση, ποια κρίση, που το επόμενο βήμα, που χώρος να σταθείς, που να μιλήσεις, πως να μιλήσεις. Και καλά να τα βάλεις στη σειρά -είναι αυτό μια τέχνη- αλλά κάτσε να συναντήσουν στη διασταύρωση τα γιατί, και φεύγει τότε ο καρβουνιάρης από τις ράγες, ντεραπάρει σε δευτερόλεπτα και κυλάνε τα βαγόνια στο γκρεμό, σαν σε καρτούν που έβλεπες μικρός και έσκαγες στα γέλια. Με τα στραπάτσα πάντα έσκαγες στα γέλια. Το θέμα είναι τώρα να μπορείς να το κάνεις. Τώρα που σπάνε οι ραφές σε κάθε κίνηση, όταν τα γιατί σου καταφέρνουν κροσέ στη μάπα. Τώρα που σώζεις με τα ζόρια το δικό σου κόσμο και βλέπεις να χάνεται ο υπόλοιπος γύρω σου· από τα ζόρια. Ή το αντίθετο, όλος ο κόσμος να'ναι εδώ και μια ψυχή να λείπει.
Μία εικόνα για κάθε άγνωστη λέξη, μία απορία για κάθε εξήγηση. Έτσι ξεγελούσα τα πάντα γύρω μου· και μέσα μου. Κυρίως τις φορές που τα γύρω μου απαιτούσαν να μπουν μέσα μου. Μάζευα εγώ τις λέξεις μου, όπως τότε πιτσιρικάδες στην Στρατιά -μη ρωτάς, αυτό νόμιζα πάντα πως ήταν η Κέρκυρα- που σ'ένα καλαθάκι μαζεύαμε μικρά λουλούδια για να στολίσουμε τον επιτάφιο των Αγίων Θοδώρων -εκεί τελείωνε η Κέρκυρα, εκεί έφτανε το ποδήλατο. Θεό δεν πίστεψα ποτέ, από επιτάφιο δεν καταλάβαινα, αλλά όταν έβρισκες το πιο σπάνιο λουλούδι ή ανακάλυπτες κάποιο καινούριο μυστικό πέρασμα για την κάτω γειτονιά, ένα τσιμέντωμα πάνω από τον υπόνομο, μισό μέτρο πλάτος, κρυμμένο σε φυλλωσιές και βάτα, που έβγαζε σε ξέφωτο με γριές και γέλια, τότε ο επιτάφιος ήταν γιορτή, ήταν νίκη. Ήσουν ο πιο μάγκας. Η άνοιξη σηκώνει μαγκιές, από μόνη της δεν φτάνει.
Σκέφτομαι τώρα λοιπόν, στα πιο πραγματικά, στα πιο καθημερινά, σε ποιο ξέφωτο βγάζουν τα γιατί. Με τι σπάνια λουλούδια να ντύσεις τους επιτάφιους, με τι σάβανο να τυλίξεις τα στραπάτσα. Με τι γέλιο να τα κάνεις όλα αυτά καβάντζα. Κι ενώ ο κόσμος πια δεν το'χει σε τίποτα να ψάχνει μέσα στους κάδους. Γιατί δεν έχει τίποτα. Ούτε σάβανο για να θαφτεί όπως του πρέπει. Ούτε μισή ανάσα που να μη βρωμάει σκουπίδια.
Αλλά ένα γάντζο ρε συ πέταξέ μας. Ένα γάντζο.
0 σχόλια μέχρι τώρα