Στα πρώτα μου αγγλικά -μικρός πρέπει να ήμουν, τότε που μάθαινα ακόμα- θυμάμαι τη δασκάλα να μας εξηγεί ότι η λέξη blue μεταφράζεται και ως μελαγχολία -ή ως ένα κάτι επίθετο για όταν μελαγχολούμε. Δεν θυμάμαι πόσο ψαγμένη ήταν, δεν της φαινόταν άλλωστε, αλλά θυμάμαι να ακούω πρώτη φορά τη λέξη blues, κι εκείνη να μας εξηγεί ότι η Bille Holiday είχε θλίψη στη ζωή της και γι'αυτό η μουσική που τραγούδησε πήρε αυτό το όνομα, μετά να μας μεταφράζει εκείνο το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς που ποτέ δεν διάβασα, even cowgirls get the blues· μελαγχολούν. Σκέφτομαι τώρα πόσες ιστορίες μάθαμε μέσα από τις λέξεις· σε αυτή ή στην άλλη γλώσσα. Πόσες εικόνες έρχονται μαζί με την κάθε λέξη, όχι ως ανάμνηση, αλλά ως εξήγηση. Στην αυθαίρετη διαδικασία της μετάφρασης, όχι μόνο κάτι δεν χανόταν, αλλά αντίθετα πολλαπλασιαζόταν. Κάπως έτσι μάθαμε την άλλη γλώσσα, μετά σκαλίζαμε οργισμένους δίσκους από την Αμερική και μαθαίναμε τη γλώσσα της κυριολεξίας, ξεπατικώναμε εικόνες για συνθήματα, against the grain that's where I stay. Μετά τις χορεύαμε τις λέξεις, αν και δύσκολο να εξηγήσουμε τότε στους γονείς μας ότι τα mosh pit δεν ήταν παρά ο μεγάλος χορός των λέξεων και των σωμάτων. Mosh pit, ναι. Δεν μεταφράζεται, είναι μόνο εικόνα.
Δεν είχα κανένα γνωστό τρόπο να συνδυάσω το μπλε της δασκάλας με αυτό της θάλασσας. Πάντα τη φοβόμουν -τη θάλασσα, όχι τη μελαγχολία- ποτέ δεν γίναμε ακριβώς φίλοι, άργησα και να μάθω να κολυμπάω. Στα μάτια μου ήταν πάντα κάτι τρομακτικά γοητευτικό, για την ακρίβεια τρομακτικό σκέτο -με τον τρόμο που σου προκαλούν όλα αυτά που σε ξεπερνάνε, που σε περιέχουν, που σε ταξιδεύουν, που μπορούν να σε σκοτώσουν, να σε βγάλουν στον αφρό, να αιωρηθείς, να μείνεις χωρίς βάρος, να βουλιάξεις από το βάρος, να βουτήξεις, να συναντήσεις ολόκληρες χαμένες μυθικές πόλεις ή τέρατα που με όμοια τους δεν έχεις τρομάξει στη στεριά. Καμία μελαγχολία δεν έχει το μπλε της θάλασσας, μόνο περιπέτεια έχει. Άσε που δεν είναι καν μπλε. Μπλε το βλέπουν τα μάτια μας. Μπλε βλέπουν τα μάτια μας κάθε τι που μας ξεπερνάει, τον ουρανό ας πούμε τον βλέπουμε απόχρωση του μπλε, ενώ δεν είναι. Κι εδώ που τα λέμε, η μελαγχολία έχει ήδη χρώμα· είναι ο μαύρος από τους τέσσερις χυμούς του σώματος, η μαύρη χολή. Οι γλώσσες είναι μπέρδεμα των χρωμάτων. Όταν μιλάμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να μπερδεύουμε χρώματα. Να λες μπλε και να καταλαβαίνει ο άλλος μαύρο. Να σου λέει μπλε, ένα τρυφερό στόμα στ'αυτί ασπούμε, κι εσύ να μην καταλαβαίνεις θάλασσα. Οι γλώσσες μόνο όταν μιλιούνται γίνονται κατανοητές, το λένε και οι επιστήμονες. Γι'αυτό τις λένε γλώσσες. Ίδια η λέξη για το όργανο που αρθρώνει τις λέξεις, ίδια και αυτή για τον κόσμο των λέξεων και των συνεννοήσεων. Κι οι γλώσσες δεν χρειάζονται μετάφραση. Μόνο κοινό τόπο. Έτσι τα βρίσκουν οι άνθρωποι. Μαζί.
Ο κόσμος που συναντάς, οι φίλοι, ρωτάνε τι κάνεις, είσαι καλά. Καλά πρέπει να πεις, αυτό θέλουν να ξέρουν. Κάθε άλλη απάντηση είναι μια ιστορία· δεν είναι απάντηση, είναι ερώτηση. Το καλά είναι μια συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων, ένα τυπικό τελετουργικό για όσους πιστεύουν ακόμα στην ευγένεια, ένας κώδικας μεταξύ των κοντινών ανθρώπων, αυτών που ξέρουν κι από χειρονομίες. Καλά πρέπει να πεις και να το εννοείς· είναι μια αφορμή για να το εννοήσεις. Μπορείς να πεις και μπλε· το ίδιο είναι. Και χωράει πολλές περισσότερες ιστορίες και απαντήσεις. Και ερωτήσεις.
0 σχόλια μέχρι τώρα