τα μαλλιά σου είναι μια πατρίδα
γεμάτη σπασμένα σύνορα
κι έχεις το κορμί στους τέσσερις ανέμους
στις τέσσερις αγάπες, στις πέντε ερημιές
ο έρωτας -αν θες- δεν έρχεται, υπάρχει
και μες το τίποτα υπάρχει αν θες
Ρασούλης
είναι πράγματα που δεν ξέρεις, που δεν έχεις ιδέα που πέφτουν, που δεν χωράς μέσα τους όσο και να θες. για τη δυσκολία τους λίγα καταλαβαίνεις, για την ομορφιά τους δύσκολα να μιλήσεις και να φτάσει. να φτάσει -δύο έννοιες πάντα: να πάει κάπου, να έρθει εκεί, ν'αγγίξει προορισμό, μα και να φτάσει αυτό, να είναι αρκετό, να γεμίσει το δωμάτιο, τη χώρα δύο ανθρώπων -πενηνταδύο, εκατονδύο, χιλιωνδύο, μην κολλάμε στο πρόθεμα όταν καταλήγει σε δύο: δύο είναι πάντα. μεταξύ μας ανταλλάζουμε όσα δεν ξέρουμε, εμείς τα ακούμε, εμείς το ξέρουμε -άλλωστε από μόνος του, ο καθένας ξέρει· σχεδόν τα πάντα. μεταξύ μας κάνουμε ότι δεν καταλαβαινόμαστε. ανά δύο, και μόνο ανά δύο, μπορούμε να παρεξηγηθούμε, να παραεξηγηθούμε και πάλι άκρη να μη βγαίνει. μόνο ανά δύο μπορούμε να θέλουμε κάτι ίδιο, να βλέπουμε ίδιο κάτι που θέλουμε. από δύο και πέρα δεν αρχίζει και ο πληθυντικός; μετά ο πολλαπλασιασμός, η μεγέθυνση των αν, η αναγωγή σε πατρίδα. κι η μεγάλη πατρίδα έτσι βρίσκεται, δύο από δω, δύο από κει. ένα δηλαδή και ένα ένα μετά. στη σειρά ή μαζί, εκεί και παντού.
ξέρεις ασπούμε πόσο αγαπώ τον Κολτρέην -αυτόν που σαν σήμερα για κάπου έφυγε. ξέρεις και πως κάθε τι μπορώ να το κάνω χώρα· μου, σου, μας, πληθυντικός όλα αφού είναι χώρα. πρώτα όμως χρειάζεται να μην το καταλαβαίνεις, να μην το ξέρεις. μόνο απάτητο αν είναι το έδαφος, θέλω εγώ να το κάνω χώρα για δύο, για εκατονδύο, να στο χωρέσω, να ξαναχωρέσω σ'αυτό αλλά όχι πια μόνος. δύο ή εκατονδύο. αν γνώριζα πόσα βιβλία έχουν γραφτεί για τη μουσική, θα τα ήξερα όλα, θα τα είχα πάρει όλα. πολλές φορές μου χαρίζουν βιβλία -που δεν ξέρω καν ότι υπάρχουν- άνθρωποι που δεν θα τα διαβάσουν, που δεν τα καταλαβαίνουν εκείνοι. για να ξέρω κάτι παραπάνω εγώ, να μάθω ασπούμε τον Κολτρέην καλύτερα. πολλές φορές θέλουμε να ξέρει κάτι ο άλλος, ο εκεί στους δύο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι, ο αποδώ των δύο. (σιγά την απόσταση). να του δώσουμε κάτι που δεν ξέρει ότι υπάρχει, από αυτό που δεν καταλαβαίνουμε. αλλά που τα κάνει όλα πατρίδα. μακάρι να ξέραμε που πέφτουν όλες οι πατρίδες, πόσες πατρίδες φτιάχνονται ανά δύο, πόση πατρίδα γίνονται οι δύο. κι ας μην το καταλάβει τώρα, ας μην το διαβάσει σήμερα το βιβλίο. εκεί θα είναι αυτό, δωσμένο.
λύνεις τα μυστικά σου καταπάνω μου
σαν τρομαγμένη αλήθεια σ’ερωτική κραυγή
το χέρι προς τον άλλο των δύο, μετράει την απόσταση. σιγά την απόσταση δηλαδή. μα να μπορεί πάντα να φτάνει να τον αγγίξει, έστω στα μαλλιά. τουλάχιστον εκεί, απαραίτητα.
0 σχόλια μέχρι τώρα