blog




δημοκρατίες και δημοκρατιάκια μου

E-mail Εκτύπωση PDF
alt
 
alt
Στη χώρα που τώρα εξεγείρεται και ματώνει για τη δημοκρατία, το facebook είναι ένα αίτημα, ένα πρόταγμα, ένα ακόμα κανάλι προς την ελευθερία. Το ίδιο κανάλι, στις χώρες που την ίδια ώρα σφύζουν από δημοκρατία, δεν είναι παρά μια από τις καταχρήσεις τους, μια κατάχρηση της δημοκρατίας, ένα από τα πολυτελή περιττά γκατζετάκια της. Δεν είναι αίτημα. Είναι τα έτοιμα. Τα παρεχόμενα μαζί με το πακέτο σύνδεσης. Τα δεδομένα. Όπως και οι δημοκρατίες τους.


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)
 

1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


στην Αμερική

E-mail Εκτύπωση PDF
alt

Δεν έχω δει ακόμα τον Κυνόδοντα. Κακώς. Κακώς, γιατί αν θέλω να χορταίνω την πλάνη μου ότι η παραγωγή τέχνης στον περιβάλλοντα χώρο μου -που λέγεται Αθήνα ή Ελλάδα- είναι κάτι που με αφορά -ειδικά όταν είναι φορτισμένη με το πρόσημο της εντοπιότητας, με την έννοια του κινείται δίπλα μου, αναπνέει μαζί μου- τότε τα όχι και τόσα πολλά σημαντικά που συμβαίνουν κάθε εβδομάδα στην πόλη και στα οποία έχω πρόσβαση, οφείλω να τα τσεκάρω -πριν τα διαολοστείλουν οι διανομείς, οι έμποροι και οι ανάγκες της αγοράς. Με άλλα λόγια, αν καμώνομαι μια άλλη ευαισθησία περί της κινηματογραφικής τέχνης των διπλανών μου δημιουργών, έπρεπε να είχα δει την ταινία από την πρώτη μέρα. Εξυπακούεται πως αν το βλέμμα μου τελικά συναντιόταν στη σκοτεινή αίθουσα με εκείνο του Γιώργου Λάνθιμου, μικρή σημασία έχει. Φτάνει που θα συναντιόταν η δημιουργική ενέργεια ενός ανήσυχου δημιουργού με την ανήσυχη ματιά ενός δημιουργικού θεατή. Αυτές οι συναντήσεις είναι το θέμα πάντα, και όχι το προσωπικό γούστο. Στο κάτω-κάτω, το πολύ να μη μου άρεσε η ταινία. Το πολύ να μη μου αρέσει κι όταν θα τη δω.

Χάρηκα όταν έμαθα ότι ο Κυνόδοντας θα είναι υποψήφιος, μαζί με άλλες τέσσερις ταινίες, για το Όσκαρ ξένης ταινίας. Χάρηκα πολύ. Και καλώς. Καλώς, όχι γιατί την έβρισκα ποτέ να καμαρώνω σαν γύφτικο σκερπάνι για δήθεν εθνικές επιτυχίες. Άλλωστε και τώρα, την επιτυχία του Κυνόδοντα δεν την θεωρώ εθνική, ούτε μπορώ να συνδεθώ μαζί της περισσότερο από μια αυθαίρετη συμπάθεια που τρέφω για κάποιους από τους δημιουργούς της. Καλώς επίσης, αλλά όχι γιατί έχω περί πολλού τον θεσμό των Όσκαρ, ούτε επειδή περιμένω τους εκεί ακαδημαϊκούς να δικαιώσουν τον underground κινηματογράφο της γενιάς μου. Παρ'όλα αυτά, αν αυτή η ταινία με το "περίεργο" trailer το κερδίσει κιόλας το αγαλματάκι, θα χαρώ ακόμα περισσότερο. Θα χαρώ γιατί, βιώνοντας κι εγώ, από πρώτο χέρι, πόσο σκοτεινή είναι η ατραπός στην οποία βαδίζουν οι ευαισθησίες ενός δημιουργού που ζει και ονειρεύεται σ'αυτή την πόλη -χώρα, γουατέβερ...- θα έχω την τύχη να έχω παρακολουθήσει όλη αυτή τη διαδρομή προς το φως, έξω από τη σκοτεινή ατραπό: από τις κουβέντες φίλων που συμμετέχουν στην "περίεργη" ταινία που στήνει κάποιος "βιντεοκλιπάς" μέχρι το κόκκινο χαλί του Χόλιγουντ (και πιθανώς το αγαλματάκι), σε μια διαδρομή χωρίς την παραμικρή έκπτωση, χωρίς σταγόνα νερό στο κρασί, χωρίς κανείς από τους δημιουργούς να έχει μπει στον κόπο να "αφουγκραστεί τις ανάγκες της αγοράς".

Θα χαρώ ακόμα περισσότερο, γιατί δεν θα κερδίσει γενικά κι αόριστα "η Ελλάδα", αλλά μια πολύ συγκεκριμένη Ελλάδα: αυτή που είναι καταδικασμένη να δημιουργεί στη λάσπη, αυτή που μαζί με το μόχθο της δημιουργικής καταδίκης της, έχει να αντέξει και την υπόλοιπη Ελλάδα, δηλαδή όλες τις άλλες Ελλάδες που την κοιτάζουν με μισό μάτι και τη δείχνουν με το δάχτυλο -ακόμα και τώρα, λίγο πριν την απόλυτη παγκόσμια δικαίωσή της. Η μόνη Ελλάδα που κερδίζει, που αναπνέει, που μας δείχνει το δρόμο στο φως και μας δίνει το χέρι να ακολουθήσουμε, είναι αυτή που επίσημα και φανερά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν υπάρχει στα δελτία ειδήσεων, δεν υπάρχει στην πολιτική ατζέντα, δεν υπάρχει στην τηλεόραση. Ούτε στο δρόμο καλά καλά υπάρχει. Την κρύβουν οι άπειρες κλούβες και οι διμοιρίες των ανέραστων, οι εκθαμβωτικές βιτρίνες που διαφημίζουν το γυαλιστερό τίποτα, οι βιασμένες προσόψεις των κτιρίων μιας πόλης που κατεδαφίζεται, οι άσχημοι βιαστικοί άνθρωποι και οι οδηγοί-ωρολογιακές βόμβες σε κάθε φανάρι, οι ροπαλοφόροι μισάνθρωποι που κυνηγάνε τις σκιές τους, οι αντεκαιγαμήσου, η franchised μιζέρια της νεοαστικής μας συνύπαρξης. Αυτή η Ελλάδα -Αθήνα, γουατέβερ...- υπάρχει στα χείλη των υποψιασμένων που ανταλλάσσουν ενημέρωση "για μια καλή ταινία", στα υπόγεια προβάδικα όπου κοντράρονται ιδρώτας και όνειρα, στα μικρά βιβλιοπωλεία που βγάζουν στο δρόμο πάγκους με παλιούς εξαντλημένους τίτλους, στα καφέ που η κουβέντα για μια συγκλονιστική ταινία γυρίζει, για πλάκα, σε ερωτίστικο πείραγμα ενός κοριτσιού που περνάει και η μισάωρη ραθυμία γίνεται το βάλσαμο της δύσκολης μέρας. Κυρίως, όμως, υπάρχει στους ανθρώπους που μοχθούν νύχτα μέρα για να δουν τα όνειρά τους να πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα. Να τα μεγαλώνουν, για να μεγαλώνουν κι εκείνοι, για να μεγαλώνουμε όλοι, για να μεγαλώνει ο κόσμος, να μην μικραίνει.
Να τα μεγαλώνουν, για να ταξιδεύουν. Και αυτά και εκείνοι. Ως την Αμερική.




(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)Link

1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: των εικόνων


IV

E-mail Εκτύπωση PDF
Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον. Αλλά πως να τον ακολουθήσω και μέχρι πού; Να τον ακολουθήσω σαν αυτούς που έρχονται από την πόλη ή πάνε σ'αυτήν, σαν αυτούς που φεύγουν ή αυτούς που επιστρέφουν, σαν αυτούς που έρχονται να δουν και να ακούσουν ή σαν αυτούς που φεύγουν κουρασμένοι απ'όσα είδαν και άκουσαν; Σαν ποιους απ'όλους αυτούς; Ή σαν τι κοινό σε όλους αυτούς; Ή με ποιον άλλο τρόπο διαφορετικό από όλων αυτών;

Όπως και να'ταν, δεν μπορούσα παρά να φύγω. Όποιο κι αν ήταν το νόημα και η φύση της αγωνίας μου, η ανακούφισή της -και όχι το φάρμακό της, αυτό το ήξερα καλά- ήταν να φύγω, να ακολουθήσω εκείνο το δρόμο μέχρις εκεί που ήθελε το Πεπρωμένο. Γιατί, για ποιο σκοπό, αναζητώντας τι; Δεν ήξερα τίποτα περισσότερο απ'ό,τι ήξερα και για το νόημα και τη φύση της αγωνίας μου.


[Φερνάντο Πεσσόα, απόσπασμα από το διήγημα Ο Οδοιπόρος]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


επαίτειος

E-mail Εκτύπωση PDF
Δεν θυμάμαι ποτέ να έχει κηρυχθεί πλήρης απαγόρευση της κυκλοφορίας σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης που ζω, για μια ολόκληρη μέρα. Δεν είναι φυσικά καθόλου περίεργο που η πόλη αυτή έχει πλέον λειτουργία on/off. Ανοίγει-κλείνει, σαν διακόπτης. Κάποιος μπορεί να την κλείνει και να την ανοίγει, όπως ένα μαγαζί. Απόλυτα λογικό θέλω να πω, αφού η πόλη αυτή (και η χώρα) έχει γίνει προ πολλού το μαγαζί του. Απόλυτα λογικό επίσης, χτες που άκουγα έναν υπουργό να ορύεται πως έχει καθήκον να σώσει τη χώρα του, να σκεφτώ πως μάλλον δεν εννοούσε τη χώρα στην οποία ανήκει, αλλά τη χώρα που του ανήκει. Τέλος, απόλυτα λογικό να μένω ήσυχος που η βιτρίνα του μαγαζιού από χτες δεν κινδυνεύει -τουλάχιστον για κάποιο καιρό- αφού οι υποψήφιοι ταραξίες προδώθηκαν από τα νερομπίστολά τους και έπεσαν στα χέρια της δικαιοσύνης. Μια είδηση βέβαια που έπεσε έκτακτα και άτακτα, πάνω που θα μάθαινα πόσο ακόμα σκοπεύει να ξεφτιλίσει τις συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά δικαιώματα ο πρόεδρος των συνδικαλιστών, αλλά και πόσες ακόμα ατομικές και συλλογικές ελευθερίες πρόκειται να καταπατηθούν το επόμενο σαββατοκύριακο. Παραλίγο δηλαδή.


alt


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


ματωμένη πόλη

E-mail Εκτύπωση PDF
Θυμήθηκα πριν από χρόνια, αρκετά χρόνια, μια εμπειρία που με είχε σοκάρει. Σάββατο βράδι, πήγαινα με μια φίλη να δω το Σαββόπουλο -όχι, δεν ήταν αυτό το σοκ της εμπειρίας- που παρουσίαζε τότε σ'ένα εξ ημισείας πρόγραμμα, τον νέο φέρελπι τότε τραγουδοποιό Φοίβο Δεληβοριά, στη Σφεντόνα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στη διαδρομή με το ταξί, κάπου στο ύψος της Κεφαλληνίας -που βρίσκονταν τότε τα γραφεία της Χρυσής Αυγής- μια σκηνή από αυτές που τώρα έχουν βρει και δημοκρατική επιχειρηματολογία και σιγά σιγά μπαίνουν και στο κοινοβούλιο: πέντε καλά παιδιά με ξυρισμένα -απ'έξω κι από μέσα- κεφάλια, έχουν βάλει κάτω έναν και τον παλουκώνουν με δέκα τρόπους, στη μέση του δρόμου. Ο ταλαίπωρος καταφέρνει κάπως να ξεφύγει και το πρώτο όχημα που βρίσκει καταφύγιο, είναι το ταξί μας. Με το πρόσωπο τίγκα στα αίματα και τα μισά δόντια να έχουν σπάσει, εκλιπαρεί τον ταρίφα να γκαζώσει για λίγο παρακάτω. Από το μισάνοιχτο παράθυρο, τα καλά παιδιά προσπαθούν να φιλοδωρίσουν με λίγα ακόμα μπουκέτα, μαζί με καθαρά ελληνικά του λιμανιού και της συμφοράς. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ο ταλαίπωρος κατεβαίνει και η σκηνή παίρνει τέλος. Όσο για εμάς, μόνο όρεξη να δούμε συναυλία του Σαββόπουλου δεν είχαμε πλέον. Τελικά πήγαμε στη Σφεντόνα και βρήκαμε αδιάφορα μια θέση στα σκαλάκια του εξώστη, χαζεύοντας τις παράτες του Νιόνιου, με το μυαλό μας γεμάτο αίματα, σπασμένα δόντια και εθνική παλιγγενεσία. Μέχρι που σε μια στιγμή -νομίζω καθώς έπαιζε η Συννεφούλα- ξεδιπλώνεται πίσω από τη σκηνή μια τεράστια -τεράστια όμως- ελληνική σημαία, ενώ ο Νιόνιος κάτι αρχίζει να υμνεί σε γλώσσα ευρωπαϊκής ένωσης και ενότητας. Άντε γαμήσου λέω από μέσα μου κι απ'έξω μου, και σηκωνόμαστε αμέσως και φεύγουμε. Ο Νιόνιος συνεχίζει να τραγουδάει για έναν καράφλα απ'έξω κι από μέσα. Εγώ τον είχα δει πιο πριν σε λάηβ βερσιόν.

Χτες Παρασκευή, ξεκίνησα να πάω στον αγιασμό του νέου χώρου της ομάδας Δρόμος με Δέντρα. Βγαίνοντας από το Μετρό στο Μεταξουργείο, πέφτω πάνω σε μια συμμορία από αγανακτισμένα σκουτεράκια, που εκκινούσαν για κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πλατεία Καραϊσκάκη, κάτω από το πρόσταγμα της γνωστής άσχημης ξανθιάς που σουλατσάρει στα κανάλια ως κάτοικος του Άγιου Παντελεήμονα (αλλά και στις τριγύρω περιοχές ως έποικος της Χρυσής Αυγής). Παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας και αυτοάμυνα ήταν μέχρι πρότινος τα προτάγματα των αγανακτισμένων κατοίκων, τα οποία κατακτήθηκαν ως δικαιώματα, μετά από τόσο αγώνα και αίμα (των άλλων). Ξεφτιλίζουμε τους νόμους με τα χέρια μας και προληπτική επίθεση είναι η άμεση συνέχεια, θύμα της οποίας υπήρξε το κατάστημα ενός Άραβα, αρκετά πιο πέρα από τον Άγιο Παντελεήμονα... Δεν σοκάρομαι όμως πλέον. Ξέρω πως αυτοί κυνηγώντας τον άλλον, τον ξένο, κυνηγάνε τη δική τους Ελλάδα, έχουν οραματιστεί έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Και αυτό τον κόσμο τον κάνουν εφικτό μέρα-νύχτα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Είναι μια Ελλάδα της ασχήμιας, της μιζέριας και του μίσους, που εχθρεύεται όχι μόνο τους ξένους, αλλά και τη γνώση, την παιδεία, την τέχνη, τον πολιτισμό, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, καθώς και κάθε τι όμορφο συμβαίνει έξω από εθνικότητες, έξω από ιδιοκτησίες, έξω από συναλλαγές. Είναι μια Ελλάδα που μικραίνει τα πάντα, δεν τα μεγαλώνει. Κι έτσι, μικραίνει κι η ίδια.

Η δική μου Ελλάδα ήταν λίγα στενά πιο κάτω. Στον υπέροχο χώρο Baumstrasse (δηλαδή δρόμος με δέντρα) -το νέο πνευματικό παιδί της Μάρθας Φριτζήλα και του Βασίλη Μαντζούκη, στην οδό Σερβίων, αριθμός 8- ξεκινούσε η συναυλία του κόντρα-τενόρου Νικόλα Σπανού και του πιανίστα Νίκου Ζαφρανά, σε ρεπερτόριο εποχής Μπελ Επόκ και προκλασικών τραγουδιών. Στο δεύτερο μέρος, τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου από το Ματωμένο Γάμο, αλλά και οι πέντε Ελληνικές Μελωδίες του Μορίς Ραβέλ. Μόνο ομορφιά. Χωρίς μικρόφωνα, χωρίς την παραμικρή ενίσχυση -πέρα από τα κρασοκεράσματα- μια άλλη συνωμοσία, έβρισκε τους δικούς της μύστες. Με τις πρώτες νότες από το πιάνο, η ασχήμια είχε φύγει από τις παραστάσεις μου. Για την ακρίβεια, αυτή η σαπισμένη Ελλάδα που αλάφιαζε λίγα μέτρα πιο πάνω, μου φαινόταν ήδη πολύ μακρινή, σχεδόν απόκοσμη και μη υπαρκτή. Η καθάρια τέχνη μιλούσε, όπως μιλάει σε όποιον τη χρειάζεται. Ευγενικά, απλόχερα, συμπαντικά. Μια ωραία συναυλία, ανάμεσα σε ωραίους ανθρώπους -που δεν χασκογελάνε, δεν αναπαράγουν ατάκες διαφημιστικών, δεν φωνάζουν για ν'ακουστούν, δεν βρίζονται, δεν κοιτάνε με μισό μάτι ο ένας τον άλλον, δεν κοιτάνε το ρολόι, δεν στέλνουν νευρικά sms.

Στις επιλογές εξόδου της Παρασκευής, γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη, κάποιοι τριγύριζαν μανουριάζοντας και δέρνοντας ανθρώπους και κάποιοι κάθονταν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να μαγεύονται από τραγούδια. Μέσα στο ίδιο οικοδομικό μπλοκ, δυο Ελλάδες ανέπνεαν και ζούσαν -η μία ασθμαίνοντας, η άλλη δίνοντας οξυγόνο. Θυμήθηκα τη δασκάλα μου να μου λέει πως είμαστε τόσες Ελλάδες, όσοι κι οι Έλληνες. Στον ξένο μετανάστη, που δεν μπορώ όλα αυτά να του τα εξηγήσω ακόμα, ας του ψιθυρίσει ο Γκάτσος πως "η χαραυγή θα γιάνει τον πόνο της νυχτιάς"...


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


plusμάτικ

E-mail Εκτύπωση PDF

'Ένα δωρεάν περιοδικό πόλης για μια γενιά που δεν διαβάζει έντυπα, στην αρχή ακουγόταν σαν κακόγουστο αστείο. Σχεδόν αδιανόητο. Τι να γράψεις που να μην το ξέρουν ήδη, ειδικά σε μια εποχή που μέχρι να φτάσει στα αυτιά σου μια είδηση έχει ήδη παλιώσει; Κι όμως, το επιχειρήσαμε, με μεγάλη δόση τρέλας, δοκιμάζοντας να φτιάξουμε το περιοδικό που θα μας άρεσε να διαβάζουμε. Ή περίπου. Το πρώτο τεύχος στήθηκε μέσα σε τρεις εβδομάδες, με πολύ κόπο, ξενύχτια και κούραση, αλλά και με άπειρο ενθουσιασμό και κέφι και είναι μόνο η αρχή. Το όραμά μας χρειάζεται χρόνο για να πάρει σχήμα, αλλά το στοίχημα είναι να σχεδιάσουμε ξανά το χάρτη μιας πόλης που σφύζει από ζωή, από δημιουργία και ταλέντα και έχει ένα σωρό υλικό που παραμένει κρυφό και αγνοημένο'.

Αυτό είναι το ανυπόγραφο editorial του νέου εντύπου της Ελευθεροτυπίας, που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη εν είδει free press, με αυτόνομη διανομή σε διάφορα hot spots -όπως θα τα ονομάζουν μεταξύ τους στην αρχισυνταξία για να γουστάρουν. "Άλλο ένα" free press σκέφτομαι βιαστικά και το ξεφυλλίζω, αναζητώντας με όλη την ελπίδα μήπως είναι "ένα άλλο". Μπα. Στο εξώφυλλο "νέες", "hot", "φάτσες της πόλης", φάτσες με λουκ σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να ζούμε στη νέα εποχή του κουλ, την εποχή που έχουμε όλο το χρόνο και όλη την πολυτέλεια, να διαβάζουμε τα λαηφσταηλάδικα κατάλοιπα που άφησε ως επιγόνους η εκδοτική διάρροια του Κωστόπουλου. Στη σελίδα 30, ενημερώνομαι πως οι χοτ φάτσες αντιστοιχούν σε κάποιο νέο συγκρότημα, από αυτά που σφύζουν με νεανική ορμή και συγκαταλέγονται στους φορείς της ελπίδας μας αναφορικά με τη ντόπια μουσική δημιουργία. Κάνω το κλικ για τη σελίδα τους στο myspace και διαπιστώνω πως αυτή η νεανική ορμή εξαντλείται σε μια ανέμπνευστη αναπροσαρμογή των κλισέ που άφησαν πίσω τους οι Velvet Underground (στην καλύτερη) και το γκαραζιέρικο τουπέ των Stooges (ας πούμε), χρόνια τώρα. Παρ'όλα αυτά ο συνήθης ύποπτος κύριος Υλό, ανακαλύπτει διάφορα εντυπωσιακά στοιχεία γύρω από την αναγνωρισιμότητα και το σουξέ αυτής της φιλόδοξης μπάντας. Προφανώς και δεν έχω τίποτα με την μπάντα. Με τις υπερβολές τα έχω και με το ηλίθιο hype, το χωρίς αντίκρυσμα λιβάνισμα, που απ'ό,τι φαίνεται αποτελεί το βασικό συστατικό κάθε εκδοτικής προσπάθειας στο χώρο του free press. Πάω παρακάτω.

Ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας, αναζητώ στοιχεία που να αποκαλύπτουν το εκδοτικό "όραμα που χρειάζεται χρόνο για να πάρει σχήμα", του οποίου όμως το σχήμα μια χαρά το αναγνωρίζω ήδη, κάτω από τις λέξεις, τις φωτογραφίες και -φευ- τις διαφημίσεις. Το στοίχημα να σχεδιαστεί ξανά ο χάρτης της πόλης -αυτής που "σφύζει από ζωή"- δεν είναι παρά το κερδισμένο για τους Γεωργελέδες -πλην χρεωκοπημένο στα μάτια των εραστών του αληθινού λόγου και της αυθεντικής επικοινωνίας- στοίχημα της νέας λαηφστάηλ ελαφρότητας που ευθύνεται σε μεγάλο ποσοστό για τη γενική μαλακία που μας περιβάλλει, και η οποία βρήκε την απόλυτη έκφρασή της στις φυλλάδες, που ενίοτε αποτέλεσαν και "οδηγούς πόλης" -ενημερώνοντάς μας τακτικά πως αυτά συμβαίνουν στην πόλη, αυτά είναι η πόλη και όχι άλλα. Ανάμεσα σε μερικά ενδιαφέροντα κείμενα και κάποιες σεβαστές υπογραφές, ατάκτως εριμμένες και οι απαραίτητες διαφημίσεις για τη νεολαία: τα ΙΕΚ της συμφοράς και τα διάφορα freestyle πιασοκωλάδικα τρεντόμπαρα (εναλλακτικά και μη) -στα οποία παίζουν οι τρομεροί ντιτζέη, γίνονται τα σούπερ λάηβ και βραδιές γεμάτες ρούμι και ενέργεια και ό,τι άλλη μαλακία τους φορέσει καπέλο ο διαφημιστής προκειμένου να γίνει ένα λάηβ της προκοπής. Προσπερνάω τα διάφορα υπέροχα τίποτα του μεσιέ Υλό, αποτυπωμένα σε πληθώρα λέξεων κενών πραγματικού νοήματος, και φτάνω στις τελευταίες σελίδες όπου αράζει ο συνήθης οδηγός πόλης, μια πληρέστατη καταγραφή όλων των πιασοκωλάδικων -και όχι μόνο μπαρ- στα οποία μπορείς να απολαύσεις σούσια και μούσια, σε απίστευτες για την τσέπη και την ηρεμία σου τιμές. Εννοείται πως δεν λείπουν οι επιλογές στην καλύτερη κουζίνα της εβδομάδας και το τάμα στο νέο πωλητήριο υγρών βομβών στο Γκάζι, την αληθινή μας clubland -αυτή που τόσο χρειαζόμαστε άλλωστε.

Ετοιμάζομαι να πετάξω στον κάλαθο, αυτό το "άλλο ένα", σχεδόν απογοητευμένος που κάτι σοβαρές πένες σαν του Δημήτρη Αναστασόπουλου -αυτές που στα μάτια μας διαχώριζαν πάντα την αληθινή δημοσιογραφία και τον πραγματικό Λόγο, από την ανώδυνη και ακατάσχετα ανόητη φλυαρία των free φυλλαδίων- κάτι τέτοιες πένες λοιπόν, συμμετέχουν και συνυπογράφουν αυτό το κενό. Το χέρι μου καταλάθος σκαλώνει σε κάτι σελίδες που είχα προσπεράσει βιαστικά, στις οποίες φιλοξενείται ένα μικρό αφιέρωμα στην πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης με τίτλο 'Δεν έχω φράγκο μες στην τσέπη'. Την ξαφνική ανανέωση του ενδιαφέροντός μου διαδέχεται άμεσα η οργισμένη πίκρα. Στο άρθρο, πάνω κάτω προτείνονται κάποιοι τρόποι για να τη βγάλει καθαρή ένας νέος τη σήμερον, από την κρίση. Όλως τυχαίως είναι οι ίδιες ανώδυνες ανοησίες που δημοσιεύονται τον τελευταίο καιρό στις Λαηφοβόης: να κλέβεις wireless απ'το γείτονα, να τρως τα ληγμένα των σούπερ μάρκετ και της Βαρβακείου αγοράς, να λαδώνεις τον πορτιέρη για να μπαίνεις στα λάηβ μισοτιμή, να βλέπεις το πρωί σινεμά στις δημοσιογραφικές προβολές, να αρπάζεις στη ζούλα πράγματα για το σπίτι σου και άλλα τέτοια κακομοίρικα. Η κρίση σε θέλει κακομοίρη και το λαηφστάηλ μετερίζι κάνει ό,τι μπορεί για να σε καταρτίσει κατάλληλα: ζήσε σαν κακομοίρης, ζήσε μίζερος. Και η εναλλακτική Ελευθεροτυπία στο κόλπο πλέον.

Και προς θεού, καμία αναφορά στα αίτια αυτής της κρίσης, καμία αναφορά στις χαραμάδες εκείνες απ'όπου μπορεί να μπουκάρει καθάρια η νεανική μας ορμή και να τους πάρει τα σώβρακα (και αυτά που της ανήκουν, γαμώ το χριστό μου), καμία αναφορά σε κείνους που χειραγωγούν την κρίση και βγαίνουν κερδισμένοι, καμία αναφορά στα τρωτά σημεία των εξουσιών που δημιουργούν κρίσεις και διαιρούν για να βασιλεύουν, καμία αναφορά στην πλασματική εικόνα της κρίσης, ναι, στα πιασοκωλάδικα που διαφημίζονται πέντε σελίδες πιο πέρα, στην υπεραξία που λατρεύεται στις σελίδες περί clubbing, στη γενικευμένη χαζομάρα και την ηθική κατάπτωση της διασκέδασης, καμία αναφορά στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιπαρέλθουμε και να επιβιώσουμε ως άνθρωποι μέσα στο χαμό, καμία αναφορά σε όσα μας ανήκουν τα οποία αυτό το άλλοθι της κρίσης μας τα αρπάζει και τα στέλνει στο διάολο, είτε μιλάμε για εργασιακά δικαιώματα είτε για τη χειραφέτησή μας. Στα ανόητα αυτά άρθρα, η αναφορά στην κρίση δεν είναι παρά η επίκληση ενός έξωθεν Κακού, μιας απάλευτης συγκυρίας, ενός καταστροφικού φαινομένου -κάτι σαν τον φονικό τυφώνα- που ήρθε και κάθησε στα κεφάλια μας. Δεν είναι άραγε η διαπίστωση μιας γενικής χρεωκοπίας, δεν είναι ένα συμπέρασμα συνεχών πτώσεων. Η κρίση είναι ένα φαινόμενο που μας ήρθε απ'όξω, είναι ένα τρεντ, είναι μια φάση. Και ας μην μιζεριάζουμε βρε αδερφέ. Φρη πρες να έχουμε, κώλους να χαζεύουμε και πάρτι με ωραία μοχίτο για να το ρίχνουμε έξω, να ξεσαλώνουμε, να ξεχνάμε την κρίση, να ξεχνάμε τις σκυθρωπές φάτσες και τους άστεγους, να γυρνάμε στις 5 το πρωί στο σπίτι, να είμαστε χοτ φάτσες, να συχνάζουμε στα χοτ σποτς, να κατεβάζουμε μουσική χωρίς να την ακούμε, να λατρεύουμε το vintage και την κάθε παπαριά που δικαιολογεί τον λίγο κόπο μας και την ελαφρότητά μας, να έχουμε μπλογκ να κάνουμε τους έξυπνους, να ανεβάζουμε βιντεάκια στο φέησμπουκ με τις συναυλιάρες που πηγαίνουμε, να μιλάμε χωρίς να ακούμε, να ακούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε, να καταλαβαίνουμε χωρίς να χρειάζεται να ακούμε και να μιλάμε. Η κρίση είναι μέσα μας τελικά. Κι όσο φωνάζουμε για εκείνην που είναι έξω μας, απλά μεγαλώνουμε το κενό. Το οποίο, με μαθηματική βεβαιότητα, θα ρουφήξει τους πιο αδύναμους. Οι πιο συνετοί, ελπίζω, να σωθούν και να μη χαθούν σ'αυτό το νέο τυφώνα βαρβαρότητας. Αμήν.


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


DECEPTION

E-mail Εκτύπωση PDF
ή Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΤΑΛΑΒΙΣΤΙΚΟΥ
 
alt

Ο Λεονάρντο στην ταινία είναι, λέει, ένας Συλλέκτης ονείρων -το Σ κεφαλαίο πάντα, να θυμίζουν όλα ντεμέκ μασονική ορολογία. Ως Συλλέκτης μπορεί να μπαίνει στα όνειρα των άλλων και να εισχωρεί στο υποσυνείδητό τους, με την ικανότητα μάλιστα να κλέβει ακόμα και παραστάσεις τους, αλλά και να παρεμβαίνει στην πραγματικότητά τους, για την ακρίβεια στην πραγματικότητα των ονείρων τους -αφού έτσι κι αλλιώς είναι ξεκάθαρο πως πραγματικότητα και όνειρο αποτελούν δύο ολότελα διαφορετικούς και απομακρυσμένους κόσμους, με ρητή την αδυναμία να τέμνονται σε κάποιο σημείο. Ο Συλλέκτης όμως είναι επαγγελματίας συλλέκτης και παρεμβαίνει στα υποσυνείδητα των άλλων για να βιοποριστεί -και έτσι τα σημεία τομής των δύο κόσμων κάνουν την εμφάνισή τους, αφού ακόμα και μέσα στο φαντασιακό κόσμο ο Συλλέκτης καλείται να λειτουργήσει άκρως επαγγελματικά, σαν στην πραγματικότητα, χωρίς περιθώριο λάθους (αφού αν χαλάσει το όνειρο, καθώς ισχυρίζεται, θα απολυθεί), επιστρατεύοντας το μάξιμουμ της φαντασίας του, όχι όμως για να βαδίσει ελεύθερος σε ένα φαντασιακό κόσμο που αυτός και μόνο αυτός θα έκανε κουμάντο (όπως είθισται στα όνειρα άλλωστε), αλλά προκειμένου να συνεχίσει ακόμα και στο βαθύ του ύπνο τη μάταιη περιπλάνηση στις ψυχώσεις του σύγχρονου ανθρώπου, λεφτά, καριέρα, οικογένεια και άλλα χολιγουντιανά, δουλειά, δουλειά, δουλειά. Μέσα στο όνειρο, ο Μεροκαματιάρης Συλλέκτης μπορεί και συνεννοείται, μπορεί και κάνει λογικές κινήσεις και συζητήσεις, παίρνει λογικές αποφάσεις, γενικά δρα με όλους εκείνους τους τρόπους που στην ουσία ακυρώνουν την έννοια του ονείρου, αλλά και τη γοητεία των βασικών συστατικών του, αίροντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου -όχι όμως προς όφελος του ονείρου, αλλά για χάρη της πραγματικότητας και των ματαιόδοξων επιταγών της. Η νοηματική αυθαιρεσία του ονειρικού κόσμου, μαζί με τη βολική ανυπαρξία οποιασδήποτε νομοτέλειας εκεί στα έγκατα της ύπνωσης, επιστρατεύονται σεναριακά μόνο όποτε η δουλειά σκαλώνει ή όταν ο δημιουργός αποφασίζει πως ένα νοηματικό άλμα θα βγάλει και εκείνον από τη ζόρικη θέση, αλλά και δεν θα πειράξει κανέναν, αφού όσο πιο ακαταλαβίστικο γίνεται, τόσο περισσότερο εντυπωσιάζει, τόσο κερδίζει σε κύρος και υπόληψη. Όσο πιο περίπλοκο και γριφώδες το όλον του νοήματος, τόσο πιο στιβαρό και ελκυστικό.

'Δεν έχω ιδέα τι γίνεται. Γυρίζουμε πλάνα και πολλοί από εμάς δεν έχουν καταλάβει τίποτα για την ταινία' εξομολογούταν αφοπλιστικά ο Λεονάρντο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Και ποιος λέει ότι πρέπει καλά και σώνει να καταλάβουν; Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ υποχρέωση των λειτουργών της τέχνης να αντιλαμβάνονται το έργο που υπογράφουν ή, έστω, να εκλογικεύουν τα διάφορα στάδια της παραγωγής του. Αλλά ας το δούμε από την πλευρά του δέκτη, του θεατή. Οι ορκισμένοι φαν του Λιντς, ας πούμε, δεν βρίσκουν στα έργα του κάποια πραγματική -και χρήσιμη- αλήθεια που ενδεχομένως επιθυμεί ο δημιουργός να μας μεταφέρει μέσα από τις εικόνες του, αλλά επειδή εκείνοι γοητεύονται -φετιχιστικά, αόριστα και θολά- από την (επιφανειακή) έλλειψη αφηγηματικής σύνδεσης των σκηνών και των νοημάτων. Κοινώς, η οικοδόμηση της αφήγησης με ασυνέχειες και όρους ονειρικούς δεν είναι απλά τεχνική και στυλ γραφής, αλλά γίνεται το ίδιο το νόημα του έργου. Στα μάτια μας πλέον η φόρμα και η μορφή ξεπερνούν την ουσία. Και είναι δυνατόν η φόρμα, αυτή και μόνο, να κάνει μεγάλο τον δημιουργό -στη συνείδηση του κοινού- ενώ η ουσία του έργου του, αυτό που θα μπορούσε να είναι το πραγματικά μεγάλο, μένει για πάντα θαμμένη, ελπίζοντας σε μια άλλου είδους αποκρυπτογράφηση -πιθανώς από μια άλλη εποχή, από άλλα μάτια.

Στη συνείδηση των καταναλωτών της τέχνης, ο όρος 'κουλτουριάρης' αντιστοιχεί σε κάποιον που δημιουργεί ακαταλαβίστικα ανοσιουργήματα. Ή σκέτο ακαταλαβίστικα. Πολιτίκαλλυ σπίκηνγκ, για τον βάρβαρο Άδωνι και τους συνπλευρίτες του, οι θολοκουλτουριαραίοι είναι εκείνοι που με πονηρές και περίπλοκες βερμπαλιστικές διατυπώσεις προσπαθούν σκόπιμα να θολώσουν το νόημα των πάντων και να μπερδέψουν το λαουτζίκο -τον λαουντζίκο που τα θέλει όλα λάουντζ βεβαίως βεβαίως και δεν μπορεί να παρακολουθεί δύσκολες λέξεις και περίτεχνη γλώσσα. Έτσι, η κουλτούρα ταυτίζεται με το ακατανόητο, την α-νοησία, το κενό νοήματος. Το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο δεν είναι μια κατάκτηση της -ελληνικής- γλώσσας και του ανθρωπίνου νου, αλλά μια περιττή φιοριτούρα που θέλει μόνο να κάνει τα απλά, απρόσιτα στον λαϊκό άνθρωπο -όπου απλά βλέπε το μισθουλάκο μου και την τηλεόρασή μου, όπου μουσική βλέπε Ρουβά και κώλους στην παραλιακή (και την τηλεόρασή μου), όπου λογοτεχνία βλέπε κακομεταφρασμένα και κακοτυπωμένα αρχαία κοψοραψίματα από το βιβλιοπωλείο του Άδωνι ή σαβουροσμυρνέϊκα δράματα στις διαφημίσεις του Άλτερ (άρα πάλι την τηλεόρασή μου), όπου χιούμορ τα μουγκρητά του Θέμου και τα τιτιβίσματα της Τζούλιας (την τηλεόραση μου...), όπου σκέψη βλέπε Λιακόπουλους και εκπομπές Χαρδαβέλλα (γαμώ την τηλεόρασή μου...).

Έτσι, φτάσαμε να λογίζουμε την επιστήμη ως δόγμα, αφού οι εκφάνσεις της όντας περίπλοκες (και δη ακαταλαβίστικες στον απλό και λαϊκό) μόνο ως δόγμα ή θέσφατον μπορούν να γίνουν δεκτές, ποτέ όμως κατανοητές και χειροπιαστές. Έτσι, φτάσαμε να θεωρούμε την επιστήμη ως ένα plus, ένα εξτραδάκι, που αφορά μουρλούς Ιάπωνες που αυνανίζονται με ρομποτάκια και σκοτεινούς γενετιστές που προετοιμάζουν τη συντέλεια του κόσμου στα εργαστήριά τους και όχι ως μια αξία του ανθρώπινου πολιτισμού, η οποία πιστώνεται ως αξία ακριβώς επειδή είναι χρήσιμη -μας είναι χρήσιμη- ακριβώς επειδή μπορεί να μελετήσει το καθημερινό και να μας μεταφέρει κάτι χειροπιαστό, κάτι αληθινό. Η επιστημονικοφανής διατύπωση γίνεται πλέον το όχημα όποιου τραχανά κομπογιαννίτη βρίσκει βήμα να εκφέρει ασυναρτησίες και παντός είδους λαθροχειρίες -ιστορικές, επιστημονικές, πολιτικές. Διόλου παράξενη διαπίστωση φυσικά, αν σκεφτεί κανείς πως η επιστημονική έρευνα κατά τον περασμένο αιώνα -και όχι μόνο- πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε -ή ακόμα και κατευθύνθηκε- στη βάση εξουσιαστικών και άλλων πολιτικών συμφερόντων, ακριβώς γιατί κατόρθωσε να μεγεθύνει την απόσταση μεταξύ εκείνων που είχαν πρόσβαση στη γνώση και εκείνων που δεν είχαν πρόσβαση σε πολλά πράγματα εδώ που τα λέμε, αλλά παρ'όλα αυτά ήταν εκείνοι που αποτελούσαν τη βάση της σταθερότητας των συστημάτων και των πολιτειακών μοντέλων διαβίωσης, οπότε και η χειραγώγησή τους ήταν ένα από τα πρώτα και κύρια μελήματα των γνωστικών αρχόντων ανά την Ιστορία.

Και η κουλτούρα -η έννοια που συμπυκνώνει τις κατακτήσεις του ανθρωπίνου νου και τα κατορθώματα της καθημερινής εμπειρίας που θεμελιώνονται πάνω σε λογικά βήματα, σε λογικές σκέψεις, στις ικανότητες και στο μόχθο του ανθρώπου και όχι κάποιας ανώτερης δύναμης ή κάποιου εξωγήινου, πάνω σε κείνα που μπορεί ο άνθρωπος να επινοήσει, να ανακαλύψει, να επεξεργαστεί και να κατανοήσει- η έννοια αυτή, φτάνει πλέον να σημαίνει ακριβώς το αντίθετό της, σημαίνει πλέον την ακύρωσή της. Για να γίνουν αποδεκτά τα σπουδαία πλέον οφείλουν να είναι ακαταλαβίστικα. Μόνο που αυτό δεν ισχύει αντίστροφα και δεν είναι κάθε τι ακαταλαβίστικο και σπουδαίο. Πάρε παράδειγμα τη Lady Gaga, στην οποία δεν έχει εγνωστεί κανένα πραγματικό ταλέντο, πέρα από το να φοράει -ακαταλαβίστικα- εκκεντρικά ρούχα, ας πούμε ρούχα δηλαδή, αφού μπορεί κανείς σε ένα βιντεοκλίπ να τη δει με ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στο κεφάλι της ή σε μια φωτογραφία με μια βουβουζέλα στο χέρι και ένα μπεγλέρι νερομπίστολο στις τσέπες που εξέχουν από έναν ολόσωμο καθρέφτη πάνω στον οποίο έχει σχεδιαστεί ένας Τσεγκεβάρα με κούρεμα emo.

Με αφορμή την ταινία έκανα κι άλλες σκέψεις: σχετικά με την αμηχανία που μου προκαλεί η υπερπερσόνα του Λεονάρντο η οποία καλύπτει εκκωφαντικά κάθε ρόλο που παίζει και γι αυτό τελικά σε κάθε ταινία του δεν μπορείς να δεις τον ρόλο που υποδύεται, αλλά τον ίδιο τον Λεονάρντο, την περσόνα που υποδύεται μόνιμα. Επίσης, την αμηχανία που μου προκαλούν τα ακαταλαβίστικα πιστολίδια στα οποία αρέσκεται ο Κρίστοφερ Νόλαν και που από το Μπάτμαν προσπαθώ να καταλάβω ποιοι βαράνε ποιους και γιατί. Την αμηχανία που μου προκαλούν οι διάλογοι με ταχύτητα ριπής πολυβόλου, η οποία -μέσα στη γενική επική ακαταλαβίστικη ατμόσφαιρα- δεν μ'αφήνει να μετρήσω τα όποια σεναριακά κενά, αλλά δεν μου δίνει και να καταλάβω (μη χαθεί και η ακαταλαβίστικη εσάνς, προς θεού). Με λίγα λόγια, ο Νόλαν ξέρει να κάνει ταινίες στις οποίες κανείς δεν καταλαβαίνει πραγματικά τίποτα, κανείς δεν χρειάζεται αληθινά αυτό που πιθανώς θα καταλάβει (μετά από πολύ κόπο), κανείς δεν θα αναρωτηθεί παραπάνω -αφού ό,τι δεν κατάλαβε, είναι σπουδαίο- αλλά για κάποιο διαστροφικό λόγο αυτό αγγίζει τις μέηνστρημ ανησυχίες και τα ποπκορνάτα ήθη που διψάνε και για λίγη κουλτούρα (δηλαδή ...κάτι δυσνόητο). Επίσης, είναι μοναδικός στο να κάνει ταινίες που έχουν τελειώσει στο πρώτο μισάωρο, αλλά τυραννιέσαι άλλες δυο ώρες να χάσκεις μπροστά σε (ακαταλαβίστικα) μπαμ μπουμ και πηγαινέλα, βιώνοντας ανυπόφορα την αίσθηση μιας κινηματογραφικής νεκροφάνειας: η ταινία έχει ήδη σταματήσει να ζει, αλλά δεν λέει να πεθάνει. Και θαρρείς πως ακόμα και η έξοδος του σινεμά είναι κλειδωμένη.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: των εικόνων


κάθε Σεπτέμβρη

E-mail Εκτύπωση PDF

Κάθε καλοκαίρι που επιστρέφω από διακοπές με πιάνει η γκρίνια. Λογικό ακούγεται -ποιος δεν θα γκρίνιαζε όταν η άμεση προσαρμογή από τη ραθυμία του νησιού στη χειμερινή καθημερινότητα ακούει στο όνομα Αθήνα... Διαπιστώνω ότι κάθε χρόνο, με την επιστροφή μου, γράφω τα ίδια και τα ίδια. Διαπιστώνω παράλληλα το ιδιαίτερο ταλέντο που έχω να ανακαλύπτω την ασχήμια και να τη βγάζω μπροστά, να στέκομαι σ'αυτήν σαν να ήταν το πιο άξιο παρατήρησης σημείο που διάβασαν τα μάτια μου μέσα στη θερινή ραστώνη. Διαβάζοντάς τα κανείς θα νομίζει πως υποφέρω στις διακοπές και δεν ευχαριστιέμαι τίποτα. Αν η ζωή όμως ήταν μόνο τα μπλογκ και οι λέξεις, τότε γιατί να κλείνω εισιτήρια και να πηγαινοέρχομαι στον χάρτη της Ελλάδας μάτια μου;...

Ο ήλιος που γέρνει και χάνεται στη θάλασσα σε δευτερόλεπτα -αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που σου επιτρέπουν να χωρέσεις μέσα σε μια αγκαλιά μια φωτογραφία που δεν θα τραβήξεις ποτέ, που δεν χρειάζεται να τραβήξεις ποτέ- αυτός ο ήλιος, αυτή η στιγμή, αυτό το πορτοκαλί δεν χωράει στο μαύρο του μπλογκ, δεν χωράει στις εικόνες του χειμώνα που έρχεται, δεν χωράει καν στο Σεπτέμβρη που τα γεμίζει όλα φως. Η ζόρικη χώνεψη μιας υπερμακαρονάδας στα Κύθηρα δεν είναι το ίδιο ζόρικη με τη χώνεψη στα Πατήσια, είναι ευχάριστα ζόρικη, γιατί και ο εσπρέσο είναι αλλιώς, και η βόλτα μετά στο πουθενά είναι μια λύση -μέχρι την άκρη του γιαλού και πάλι πίσω, αυτό είναι το πουθενά- και το άραγμα στη σκηνή ή στην άμμο είναι μια λύση, λύση σε ένα πρόβλημα που δεν είναι και τόσο πρόβλημα όταν το σκεφτείς, που όμως στις διακοπές σου είναι το απόλυτο πρόβλημα, γιατί αυτά είναι τα προβλήματα στις διακοπές, το μόνιμο αίτημα είναι εκείνο για περισσότερη ρομαντζάδα, περισσότερες στιγμές, περισσότερο ήλιο.

Πίσω από την ανάδειξη κάθε ασχήμιας κρύβεται πάντα και η χώνεψη της απόλυτης ομορφιάς, μιας ομορφιάς που δεν μοιράζεται, που την αφήνες λυσσαλέα να τρυπώσει σε κάθε κύτταρό σου, ακριβώς για να μπορεί να αντέξει την ασχήμια του χειμώνα, την ασχήμια που ξέρεις που και πως σε περιμένει. Ακόμα και η ασχήμια των διακοπών -αυτά τα ίδια και τα ίδια που γράφω κάθε χρόνο- δεν είναι το πρόβλημά σου στις διακοπές, δεν είναι η ασχήμια που σε μπλοκάρει. Είναι μόνο μια σημείωση στο μπλοκ σου, ένα ποστ στο μπλογκ σου. Την είδες και την προσπέρασες. Στο μεταξύ, περνούσες καλά, και αυτή η ομορφιά δεν περιγράφεται. Η ευτυχία δεν χορεύεται.

Και ξέρεις κάτι, όσο για την ασχήμια, πλέον τη συνήθισα. Εκεί ήταν πάλι, στη θέση της, λίγο ξεθωριασμένη φέτος, σαν να'χει αρχίσει να σαπίζει ένα πράμα. Οι γκλαμούρ παραλίες γεμάτες με αγόρια πλαδαρά σώμα και ψυχή, με τις λουλουδάτες βερμούδες σύμβολο μιας άλλης αξίωσης για τον καλοκαιρινό πολιτισμό μας, κορίτσια που εχουν ασχοληθεί ώρες (μέρες μήνες χρόνια) για το πόσα εκατοστά επίμαχης σάρκας θα αφήσουν φέτος να φανούν, η μουσική των μπιτς μπαρ ξέφρενη και ας πούμε μέηνστρημ, μόνο που κανένας δεν χορεύει, κανένας δεν γουστάρει ακριβώς, κανένας δεν είναι πραγματικά χαρούμενος μέσα σ'αυτή την εικόνα. Η απόλυτη ασχήμια των διακοπών λοιπόν ήταν και είναι αυτή: δεν είδα ανθρώπους χαρούμενους. Δεν είδα ανθρώπους πράγματι σε διακοπές, απεγκλωβισμένους από τις ψυχώσεις της πόλης και της εκεί ζωής τους. Και δεν μιλάω για το άγχος που το γαμημένο μεροκάματο πλέον έχει φυτεύσει μέσα στο μεδούλι όλων, ένηταημ ένηπλεης. Μιλάω για τα φέησμπουκ, τα κινητά, τα λάδια, τις γκαρίδες, τις κατσάδες, τις τηλεοπτικές ατάκες και τα παρωχημένα αστεία του (περασμένου) χειμώνα, τις συστολές στις γνωριμίες, την αγένεια, τις ψυχωτικές μαμάδες, τους στραβωμένους που θέλουν παραλίες καρτ ποστάλ, χωρίς σκηνές, χωρίς ελεύθερους ανθρώπους, χωρίς καλοπέραση άλλου τύπο, παρά μόνο τουρίστες, λεγεωνάριους της επι χρήμασι ξαπλώστρας, του ενοικιαζόμενου, του φρέντο των 4 ευρώ, του αυτοκινήτου παντού και πάντα. Ένας πολιτισμός που χρεωκόπησε και σβήνει εκκωφαντικά.

Η ομορφιά ήταν απέραντη. Λίγους, πολύ λίγους, κόκκους αυτής της ομορφιάς αποτύπωσα με τη μηχανή μου και θα στις ανεβάσω. Και εύχομαι ο Σεπτέμβρης να τα γεμίσει πάλι όλα φως.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


είμαι εδώ

E-mail Εκτύπωση PDF

Βυθίζομαι
Όλο και πιο μέσα μπαίνει και όλο προχωράει
Εκείνο που απ'έξω μ'έτρωγε
Αχόρταγο μα ζορισμένο
Στενό, γιατί τα γυαλιά του έσπασαν
τα μάτια του στένεψαν
-που καιρός πια για όραση-
τα πόδια του κόντυναν
οι ορίζοντες χάθηκαν
Εκείνο ζητούσε, εγώ μόνο έδινα
Άλλα όμως εκείνο ζητούσε
άλλα εγώ έδινα
unfair change
αυτά που εγώ έδινα δεν τα'θελε κανείς
Αυτά που εκείνο ζητούσε μια χαρά τα βρήκε
και συνεχίζει ακόμα να
τα κατασπαράζει
Κι έχω μείνει μισός
ίσως και λιγότερο

[17 του Αυγούστου, Κέρκυρα]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


back to the eighties

E-mail Εκτύπωση PDF

altΘυμάμαι τις υπέροχες ελληνικές ταινίες των 80's, αυτές του σχολικού ενδιαφέροντος (αλλά κάπως γηραιότερου κάστινγκ), που πάντα συνδυάζονταν αρμονικά τα ναρκωτικά και οι ρόδες (μαζί με την κοπάνα και την τσάντα). Αν και η ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου δεν έχει καταγράψει το γεγονός πως οι αρχές του dogmaτος και της παρέας του Φον Τρίερ μεγαλουργούσαν στην εδώ πλευρά της Μεσογείου, ήδη κανά δυο δεκαετίες πριν τις χρεωθούν οι σκανδιναβοί ανέραστοι εγκεφαλικοί οραματιστές, ένα άλλο κινηματογραφικό αξιοσημείωτο (και μάλιστα σε επίπεδο παγκόσμιας καινοτομίας) υπήρξαν οι σεναριακές διευκολύνσεις προς χάριν της απλής παραγωγής και του χαμηλού μπάτζετ. Έτσι, στις προαναφερθείσες σχολικές ταινίες φερ'ειπείν (αυτές της ρόδας και της κοπάνας), υπήρχε ένα σχολείο, ένας διευθυντής (Φωτόπουλος ή Ηλιόπουλος συνήθως), ένας καθηγητής, μία τάξη και καμιά εικοσαριά κομπάρσοι να πλαισιώνουν τους πεντέξι πρωταγωνιστές που, φυσικά, ανήκαν στην ίδια τάξη και έβγαιναν στη ντίσκο μόνο σε παρέες ανά μεταξύ των, αρνούμενοι πεισματικά να ανταμωθούν με παρέες από άλλες τάξεις ή τη γειτονιά (σεναριακή υπέρβαση που θα αύξανε κατά πολύ το κόστος και την προσέλευση επιπλέον κομπάρσων στο κάδρο). Λίγοι και καλοί ήταν πάντα το δόγμα του κάδρου και της κάθε σεναριακής σελίδας (αν αυτή υπήρχε βέβαια και δεν επρόκειτο για αυτοσχεδιασμό ή παραλλαγή πάνω στη χρήση της νεολαιίστικης αργκό που ψυχαναγκαστικά περιελάμβανε τους όρους μανούλι, τη βρίσκω στο πολύ έτσι, έχει φάση, σπάσε και μου τη δίνεις -το τελευταίο με την έννοια μου αρέσεις).

Η πολιτική ιστορία του τόπου μας την τελευταία δεκαετία, όπως αυτή αποτυπώνεται σε εγκληματικές και άλλες πράξεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο (ας τις πούμε τρομοκρατικές για να συνεννοούμαστε), καταγράφεται ακολουθώντας με ζηλευτή συνέπεια το κινηματογραφικό δόγμα των 80's. Από τις μεγάλες συλλήψεις του 2003 (που πολύ θα ήθελαν να είναι κινηματογραφικές, αλλά δεν έκατσε) -προς χάριν των χορηγών μας και των προστάτιδων δυνάμεων των Ολυμπιακών Αγώνων βεβαίως βεβαίως- μέχρι τα τώρα, τις Σέχτες και τους Πυρήνες, το σενάριο διαμορφώνεται πάντα με ιδανική, σχεδόν ιδεαλιστική, νοηματική σαφήνεια, εποικοδομώντας πάντα στο βασικό πλάνο: μία τρομοκρατική οργάνωση, ένα όπλο, ένας ύποπτος, μία γιάφκα. Παραπάνω από ένα, θα μπερδέψουν το θεατή. Σωστά, ειδικά αν αναλογιστούμε πως η ενημέρωση πλέον απευθύνεται σε θεατή όχι σε πολίτη. Απευθύνεται σε κάποιον που μόνο να παρακολουθήσει μπορεί, χωρίς δικαίωμα παρέμβασης, χωρίς περιθώριο προβληματισμού, χωρίς την πολυτέλεια της διασταύρωσης και της τεκμηρίωσης. Απευθύνεται ως θέαμα εν είδει ταινίας, μασημένη τροφή, απλά ελληνικά, απλό σενάριο, πλοκή, δράση, ενίοτε και μεταγλώττιση για όσους εξακολουθούν να δυσκολεύονται.

Το δόγμα επίσης επιτάσσει πάντα τρομοκρατική εξήγηση αντί οποιασδήποτε άλλης. Δεν υπάρχουν πλέον φονικά συμβόλαια, δεν υπάρχουν ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, πάνε οι μαφιόζοι και οι νονοί, πήραν όλοι τους σύνταξη, πάει η νύχτα, πάει κι η παλιά φρουρά. Στην υπηρεσία του Κακού από το 2001 και δώθε, παρατηρείται νταλαροποίηση του εγκλήματος: ένας για όλους (κι όλοι από έναν). Εδώ ο καλός τρομοκράτης, όλα τα σφάζει, όλους τους μαχαιρώνει. Ο μπάτσος, η μπατσίνα, ο ειδικός φρουρός, ο σεκιούριτι, ο δημοσιογράφος, ο εκδότης, ο πολιτικός, όλοι τους φαίνεται πως είχαν προηγούμενα με τον (ένα) κακό τρομοκράτη -ο οποίος φυσικά έχει ως μοναδικό κίνητρο την επικράτηση του Απόλυτου Κακού, αφού άλλο χαρακτηριστικό δεν φαίνεται να συνδέει ως ίδιον συμφέρον τους στόχους.
altΟι απαραίτητες σεναριακές σφήνες παίζουν κι αυτές το ρόλο τους, κάτι σαν τον ξέμπαρκο (κομπάρσο συνήθως) που καμακώνει στη ντίσκο τη Ρένα Παγκράτη, απλά και μόνο για να εμφανιστεί ο Ψάλτης ή ο Γαρδέλης και να του σπάσει τα μούτρα -ή να γίνουν όλοι μαλλιά κουβάρια για χάρη ενός εντυπωσιακού πλάνου που θα δώσει και σεναριακή συνέχεια την επόμενη μέρα στο σχολείο (τιμωρίες, αποβολές, ανακρίσεις, ίντριγκες, καρφώματα, φάπες, βρισίδια). Εγκληματολογικά speaking, ο απαραίτητος κομπάρσος είναι η επιτροπή βαλλιστικής έρευνας και ο σπίκερ εκ μέρους της αστυνομίας (αν δεν είναι ο διευθυντής της, αναλαμβάνει ο Πάνος Σόμπολος). Ο δραματουργικός ρόλος της επιτροπής αυτής κρατάει από αρχαιοτάτους χρόνους, από τη χρυσή εποχή των τραγωδών, στα κείμενα των οποίων ο απο μηχανής θεός έδινε τη λύση του δράματος. Η επιτροπή εν είδει θεϊκής δύναμης απεφάνθη: είναι το ίδιο όπλο που σκότωσε τον τάδε. Καμία σημασία δεν έχει αν ποτέ δεν είδαμε το όπλο αυτό όταν σκότωσε τον τάδε, αν ποτέ δεν ονομάστηκε αυτό το όπλο, αν ποτέ δεν είδαμε έστω ένα τεκμήριο που να αντιστοιχεί σ'αυτό το όπλο, καμία σημασία δεν έχει αν ποτέ δεν είδαμε το όπλο που κάποιοι σκίζουν τα ρούχα τους ότι είναι το ίδιο, αν πάλι απουσιάζουν τα (λογικά) στοιχεία και ευρήματα που συνδέουν το όπλο τότε και το όπλο τώρα. Ο βαθμός βεβαιότητας της εκδοχής αυτής δεν τρομάζει απλά (ως πρότυπο ενημέρωσης και δημοσιογραφικής κάλυψης), αλλά πλέον έχει εκπαιδεύσει κατάλληλα τους λειτουργούς της ενημέρωσης να γράφουν τα κείμενα τους in advance: ήδη προαναγγέλεται η προκήρυξη της Σέχτας. Και φυσικά είναι παραπάνω από βέβαιο ότι την τρίτη μέρα, η προκήρυξη θα εμφανιστεί.

Το σενάριο πάει κατά γράμμα (και κατ'ευχήν Χρυσοχοϊδη): πρώτη μέρα, το γεγονός, τα μελοδραματικά περί θανάτου της δημοσιογραφίας, οι πρώτες (και οι τελευταίες) υποψίες, αναφορά κάποιας κλίσης ή παράγωγου της λέξης τρομοκρατίας σε κάθε πρόταση -δεύτερη μέρα, πόρισμα βαλλιστικής, ταυτοποίηση με προηγούμενες ενέργειες (εννοείται: τις αμέσως προηγούμενες), λίβελοι κατά της τρομοκρατίας, απεταξάμην το Κακό, στην πυρά οι σατανάδες, περιμένουμε τους σατανάδες, προαναγγελία της προκήρυξης των σατανάδων -τρίτη μέρα, οι σατανάδες τηλεφωνούν ή στέλνουν γράμμα στην Ελευθεροτυπία, ταυτοποίηση δεν χρειάζεται, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν αναμενόμενη η κίνηση, η αστυνομία λαμβάνει παράγγελμα για εντατικοποίηση των ερευνών, οι δολοφόνοι είναι οι πλέον σεσημασμένοι, είναι όμως ελεύθεροι, άρα πλέον η λύση είναι μόνοδρομος: τους ψάχνουμε όλους. Από τέταρτη μέρα και μετά, το αποτέλεσμα είναι ένα και γνωστό: ακόμα περισσότεροι μπάτσοι στους δρόμους, ακόμα περισσότερη αγένεια και μπρουταλιτέ, ακόμα περισσότερα δικαιώματα στον κάδο απορριμάτων, ακόμα περισσότερη δικαίωση του πάντα άγρυπνου Χρυσοχοϊδη, ακόμα περισσότερα χημικά στις πορείες και η μιζέρια μεγαλώνει μαζί με την οργή.

Αν αυτό κάποτε λεγόταν προβοκάτσια, τώρα απλά θα το λέμε ενημέρωση και δημοσιογραφία. Αστυνομία και κανάλια, ένα σώμα, μια ψυχή. Κι εμείς με το χέρι στο τηλεκοντρόλ, χάσκωντας ενώ το κενό μεγαλώνει, αδυνατώντας να ξεχωρίσουμε την πραγματική εικόνα από την εικονική πραγματικότητα, αδιαφορώντας για το όριο που χωρίζει το ψεύδος από την αλήθεια. Εδώ δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις ειδήσεις του Σταρ Τσάνελ και τις ειδήσεις του Μέγκα... Τι κώλοι της Τζούλιας, τι σφαίρες στο σώμα του Γκιόλια. Δελτία ειδήσεων λέγονται και στις δύο περιπτώσεις.

alt

(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο

Σελίδα 11 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA