blog



poetry in amita motion

E-mail Εκτύπωση PDF

στο κάθε μπουρδάνο

Βιβλιοπώλης, άθρωπος δικός μου, μου εξηγεί ότι είναι εδώ και κάτι χρόνια -αλλά ειδικά τελευταία- που η ποίηση, ως λογοτεχνικό και εκδοτικό είδος, δεν τραβάει· δεν πουλάει, σε πιο αγοραία γλώσσα. Σχεδόν δεν την αναζητά κανείς, ούτε λείπει σε κανέναν. Φίλος που δουλεύει σε εκδόσεις, μου εξηγεί ότι πλέον μια έκδοση ποιημάτων καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το δημιουργό και ότι κανένας εκδοτικός οίκος δεν επενδύει σε ποιητικά κείμενα, παρά μόνο αν πρόκειται για ειδικές εκδόσεις γνωστών έργων -αλλά και πάλι. Οι στουρναρικές μεταρρυθμίσεις που έχουν κάνει τα μπλοκάκια κουρελόχαρτα, σχεδόν εξαφανίζουν τη δυνατότητα από συγγραφείς και ποιητές να αμείβονται επίσημα και νόμιμα για τα έργα τους. Το ΕΚΕΒΙ, ίσως ο μόνος φορέας -και δη κρατικός- που θα μπορούσε να στηρίξει το ποιητικό έργο πέρα από αγοραίες έννοιες ανταποδοτικότητας και συναλλαγής, κλείνει με απόφαση υπουργού υποκουλτούρας. Στα σχολικά προγράμματα, οι ποιητές του τόπου δεν έχουν θέση, παρά μόνο ατάκτως ξέμπαρκοι, έρμαια της ευαισθησίας φωτισμένων φιλολόγων, κι αυτό μόνο αν πρώτα έχει καλυφθεί η βασική ύλη -η οποία έτσι κι αλλιώς αγκομαχάει να βρει θέση στη μνήμη του βιασμένου μαθητικού μυαλού που ζει για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού. Ο κούφιος λόγος του σαμαρά, που τσιτάρει κάθε τόσο κανά δίστιχο δύστυχου ποιητή, έχει απομείνει για να υπενθυμίζει την ύπαρξη της περιούσιας κάστας των ελύτ. Ελύτη είπε μια φορά χωρίς καμιά αιτία.

Μέσα σ'αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα λοιπόν, γίνεται θέμα μια ποιητική συλλογή ενός δημοσιογραφούλη. Για την ακρίβεια, γίνεται θέμα η κριτική στην ποιητική συλλογή του δημοσιογραφούλη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η κυρίαρχη αφήγηση πάντα παρουσίαζε αλλεργική αναφυλαξία στην κριτική· απ'όπου κι αν προερχόταν. Κι αν υπάρχει κάποιος ενδοιασμός σχετικά με το κατά πόσο οι λέξεις αυτού του καραφλού υπόθετου συνιστούν μέρος της κυριαρχικής αφήγησης, ξανατρυπώνω στη χαρούμενη ατμόσφαιρα της πρώτης παραγράφου και βάζω δίπλα τις δήθεν ψαγμένες -και παραιτημένες από κάθε νόημα και σημασία, τις ακατάσχετα φανφαρόνικες κι αμίλητες- λέξεις του δημοσιογραφούλη, έτσι όπως τις τύπωσε αβίαστα ο εκδοτικός οίκος ανοχής. Φαντάζομαι πως θα τις προμοτάρει κιόλας, το βιβλίο κουράδα θα βρει τη θέση του στις προθήκες και τα σταντ που αβαντάρονται (ξέρουν αυτοί -το αυτά διαβάζει ο κόσμος είναι λαστ γήαρ), κάποιοι θα νομίσουν πως αυτό είναι η ποίηση, κάποιοι δεν θα καταλαβαίνουν την τύφλα τους διαβάζοντας -γι'αυτό άλλωστε προορίζεται το συγκεκριμένο κούραδο- κάποιοι θα αγοράσουν μόνο και μόνο για το χάηπ, κάποιοι θα υπερασπιστούν στο όνομα της ελευθερίας του κώλου του λόγου, κάποιοι κάποιοι κάποιοι· στη γαμοχώρα θα βρεις απ'όλους τους κάποιους. Το σίγουρο είναι ότι αυτό το βιβλίο και όχι κάποια (άλλα), θα κάνει τις πωλήσεις του, θα επιστρέψει χρήμα και δόξα στο δημιουργό του, θα του προσδώσει κιλά πρεστίζ και ίσως (και ευθέως) αναβάθμιση θέσης στο προπαγανδοκάναλο, να κάνει ότι στριμώχνει τον ναζή και να γλείφεται με το τζίμερο. Και σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να βρεθείς στη Θράκη.

Και παρ'ότι ζορίζονται οι ζαχαρένιοι λαηφάντρες με την κριτική που κάνει ο Θωμάκος περισσότερο στο κουραδοποιόν του δημοσιογραφούλη παρά στην κουραδοποίησή του -ότι τάχα άτιμη, τάχα εμπαθής- αυτή η στόχευση δεν είναι ούτε παράταιρη ούτε άσκοπη. Όμοια με την ποίηση στην ασύγχρονη ελλάδα, η δημοσιογραφία ακολουθεί. Όπως μεθοδικά και βασανισμένα έχει εξοστρακιστεί η αληθινή ποίηση στα άχρηστα και αντιπαραγωγικά ενδιαφέροντα του πολύ ελεύθερου χρόνου ενός αργόσχολου ιδιόρρυθμου κουλτουριάρη, ομοίως ό,τι θυμίζει έγκυρη δημοσιογραφία -πραγματική, για την ακρίβεια του αυτονόητου- διαβάζεται ως εχθρικό (προς την ανάπτυξη), ανυπόστατο, λαϊκίστικο, κατευθυνόμενο και, κυρίως: προς απόλυση, αν όχι απλώς απλήρωτο για μέρες, μήνες, χρόνια. Ο δημοσιογραφούλης ποιητούλης είναι τόσο ποιητής όσο και δημοσιογράφος: είναι ένα μοντέλο, ένα χημείο των καιρών. Είναι μια καλοξυρισμένη φο μπιζού ενσάρκωση του όλα καλά (μελιγαλά), ένας νοικοκυραίος συντεταγμένος, από αυτούς που χωνεύουν το σύνταγμα ως jpeg εικόνα (κι αυτή σε κακή ανάλυση) και όχι ως κείμενο λέξεων, θέσεων, αξιών και κοινωνικών κατακτήσεων, που ακούει για αγώνες και φαντάζεται μόνο ολυμπιακούς ή ολυμπιακό. Ένας ξεκούραστος δρομέας των ίσων αποστάσεων που δεν εξάπτεται ποτέ, που δεν τρελαίνεται, που δεν σαστίζει, που δεν μιλάει τη γλώσσα την παλιά, που και σε πονεμένα εξάρχεια θα τον δεις, και στα παραλιακά κρεατοσφαγεία της άσβεστης κόκας, που και από καλό τουίτερ ξέρει, που και κουστούμι και σταράκι, και διανόηση και αλητεία εφηβεία, που μη βλέπετε που δημοσιογραφεί για τα ταπεινά και τα αθλιώδη, τις λέξεις τις ζουράρικες τις μίλαγε από μικρός· απερινόητος, παλίμψηστος, ενδοβαλτός. Μόνο που δεν ήξερε γιατί.

Ο Γιάννος

Στις εικόνες του κέντρου της πόλης που μάζεψα προχτές, ένας άστεγος σκούπιζε ευλαβικά το σπίτι του -τα δύο τετραγωνικά της εισόδου μιας πολυκατοικίας- ενώ παραμέριζε τα χαρτόκουτα που λειτουργούσαν ως κρεβάτι. Αυτό είναι ποίηση. Ο Γιάννος, ο τρελοκερκυραίος που μοιάζει με τέρας αλλά δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, κάθε μέρα συνταιριάζει πάνω του ό,τι πιο αταίριαστο προκειμένου να κυκλοφορήσει μέσα στη συνάφεια των πολλών και να ξεχωρίσει. Κάνει ό,τι μπορεί για να μην αφομοιωθεί, κι ας μην μπορεί να το εκφράζει τόσο συνειδητά και κουφιολογοτεχνικά όπως εγώ εδώ. Αυτός είναι ποιητής μαλάκα μου.

Ποιητής, λέει ο Πεσόα, είναι εκείνος που προχωράει πέρα από αυτό που μπορεί να κάνει. Και μη μου αρχίσεις, να χαρείς, ότι αυτά είναι φιλολογίες· ούτε και αντέχω ρητορείες για τον πραγματικό κόσμο και τους αριθμούς και τους διάφορους λογιστάκους. Λογιστής ήταν κι ο Πεσόα. Και ήξερε καλά τη φάρα των αληθινά άτιμων.

0 σχόλια μέχρι τώρα

οι μελισσοκόμοι

E-mail Εκτύπωση PDF
φωτογραφίες δείξτε μου αυτών που Κυριακή γεννήθηκαν
κι εκείνων που'χουν πέσει
από τη βάρκα λίγο πριν φτάσει στην ακτή
γιατί η ζωή τους πια δεν τους αρέσει

Θανάσης Παπακωνσταντίνου, San Michele

Tα'φερε έτσι η βόλτα των ημερών και από το αφιέρωμα στον Τεό είδα μόνο το Μελισσοκόμο. Κι είναι, αλήθεια, από τις πιο εσωτερικές και ταυτόχρονα ωμές ταινίες του. Θυμάμαι αμυδρά για τότε, στο μακρινό σοσιαλιστικό '86 -και ανακάλυψα και πιο μετά- τη χλεύη των ντόπιων ειδημόνων και τη φτηνή χολή που εισέπραττε ο δημιουργός της ταινίας -ο ακάματος μελισσοκόμος του κινηματογράφου και των εικόνων της Ιστορίας. Θυμάμαι ακόμα ότι πάντα με απωθούσε αυτό το εύκολο καφενολόι και το γυμνασιακό χιουμοράκι, ακόμα και πριν δω ταινίες του. Τώρα πλέον όμως τα εννόησα κιόλας αυτά, ξεκάθαρα. Δεν είναι ούτε το ότι ήταν αργός, ούτε ακατανόητος, ούτε μίζερος, γραφικός και προσκολλημένος. Είναι ότι εν μέσω μεταπολιτευτικού τραλαλά και ζεϊμπέκικης ζωής που μύριζε πασόκ και ακτινοβολούσε παροχές τσοβόλα και αλλαγή, δύσκολα άφηνε κανείς το τρένο της μεγάλης χαράς για να μετρήσει και να αφουγκραστεί τον αληθινό ρυθμό των πραγμάτων -το ρυθμό της Ιστορίας, που εδώ στον καταραμένο τόπο τα καταγράφει όλα σταματημένα, όλα βραδυκίνητα. Ακατανόητος και γραφικός υπήρξε ο Αγγελόπουλος για τους ακατανόητους και γραφικούς, τους βαθιά προσκολλημένους στην εικόνα μιας παλιάς ελλάδας που δεν υπήρξε ποτέ στ'αλήθεια, και δεν υπήρξε γιατί δεν μεγαλούργησε, δεν μεγάλωσε τον κόσμο και στον κόσμο· ακατανόητος για εκείνους που δεν αναρωτήθηκαν, που δεν ψηλάφισαν κενά της Ιστορίας, που δεν επέμειναν να κατανοήσουν (τον εαυτό τους και τους άλλους γύρω τους) ως βασική ιστορική συνθήκη ύπαρξης και συνέχειας (του εαυτού τους και των άλλων γύρω τους). Ενώ το χαζοχαρούμενο τρένο περνούσε σε κατάσταση μέθης και παράγοντας μεγάλο θόρυβο, εκείνος τολμούσε και κινηματογραφούσε μια ελλάδα ρημαγμένη, έναν τόπο αφημένο στο παρελθόν του, έρμαιο της φύσης και του άγριου τοπίου της· ανθρώπους μόνους, μοίρες αδιέξοδες, ματαιωμένες· τη νέα γενιά σε απόγνωση, με αδέξια όρεξη για ζωή, εγκλωβισμένη στις πατρωνικές αγκαλιές, που σιγοβράζει ζορισμένη στην ενστικτώδη αμφισβήτηση του "όχι έτσι", που περιπλανιέται μαζί με τις ματαιώσεις στο ρημαγμένο τόπο, στην έρημη γη. Ξένη κι αυτή παντού, όπως κι ο πρωταγωνιστής Σπύρος· ξένος στον τόπο του, αλλά και στην ουτοπία του -ξένος όπου γης, έκπτωτος από παντού, περαστικός. Πιο καλή η μοναξιά τραγουδάει πασοκικά και μεθυσμένα και το σινιαρισμένο ραμολί στην αρχή της ταινίας. Πιο μοναξιά οι καλοί.

Και σύμβολο της μοναξιάς και της προσφοράς, ένας μελισσοκόμος -αυτό το αθόρυβο επάγγελμα που καθήκον έχει να φέρνει ζωή, που φτιάχνει ζωή, που φροντίζει κοινωνίες ολόκληρες μέσα στο μέλι, κοινωνίες που παράγουν μέλι. Εργάτες γλυκείς· και πολλές βασίλισσες, όχι μόνο μία. Στο τέλος, ο μελισσοκόμος θα πάει από φυσικό θάνατο, δηλαδή το θάνατο από τη φύση, από τη φύση του, κι ας φαίνεται ως αυτοκτονία στην ταινία· θα γίνει βορά στην αγριότητα της φύσης, στις οργανωμένες κοινωνίες της, στις βασίλισσες και τους μανιασμένους εργάτες. Θα πάει τελικά από τη μοίρα του την ίδια, από το φορτίο της που εκείνος δεν μπορεί ούτε να σηκώσει -αρκετά και μάταια το σήκωσε- ούτε να κληροδοτήσει -αρκετά και μάταια το επιχείρησε· θα πάει προς τη μοίρα του. Dead end που λένε κι οι αγγλοσάξωνες που'χουν συνταιριάξει σε εφτά γράμματα το θάνατο και το αδιέξοδο. Μεγαλύτερο μυστήριο από το θάνατο είναι η πορεία προς το θάνατο.

Τα'φερε έτσι η βόλτα λοιπόν και αντί για ταινίες αυτές τις μέρες, είδα ζωή. Βρέθηκα μάρτυρας σε ζωή που ερχόταν και πάλευε· και πλέον ανασαίνει. Το πρώτο κλάμα της είναι το σπάραγμα μιας μοναδικής τελετουργίας, που για μήνες καλλιεργούσε ομορφιά στις εσώτερες κυψέλες της πλέον πολύπλοκης και τέλειας κοινωνίας: τον ανθρώπινο οργανισμό. Οι μέσα εργάτες ξέρουν, δουλεύουν άκοπα και ασταμάτητα για να τα μεταμορφώσουν όλα σε ζωή. Νύχτα μέρα, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, από το κεφάλι μέχρι τα πατουσάκια, διατρέχουν τα νεογνά κύτταρα και ευλαβικά εναποθέτουν ανάσα και μέλι στις εσοχές των κυψελών, για να γίνει μια ζωή γλυκιά. Που ξεκινάει με αγώνα. Γιατί ένα μυστήριο είναι και η γέννα. Από που έρχεται το φως, από που βγαίνει, αυτό είναι που δεν έχουμε μάθει ακόμα, που δεν έχουμε βρει. Που πάει μετά το ξέρουμε· κάθεται στους ανθρώπους, βρίσκει περιοχές μέσα τους, βαθιά στους πνεύμονες, από κει ανασαίνουν οι άνθρωποι. Κάθεται βαθιά στις μνήμες τους και έτσι γνωρίζουμε για ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Φωτίζει τις κυψέλες, που γλυκά γλυκά κάποτε θα φτιάξουν ξανά ζωή, κι αυτή θα μεγαλώσει και θα φτιάξει άλλη ζωή. Με τις ίδιες κυψέλες, τους ίδιους εργάτες. Κι είναι ένα ακόμα μυστήριο πως με μια ζωή τόση δα, μερικά εκατοστά, η ζωή όλων αλλάζει. Στο διάλειμμα των μελισσοκόμων και των βλεμμάτων, η ίδια η ζωή αλλάζει. Πιο μεγάλο μυστήριο απ'όλα είναι η νέα ζωή.


Στον Δήμο και στη Ντίνα, και στη μικρή ζωή που κάθε μέρα μεγαλώνει και υπόσχεται μέλι.


5 σχόλια μέχρι τώρα

το τελευταίο πάρτι των Βαλκανίων

E-mail Εκτύπωση PDF
δεν υπάρχει πια μουσική κι αυτό το ξέρουν όλοι
μόνο που δεν το παραδέχονται γιατί θα τρελαθούν,
το ξέρουν και κάνουν σαν να υπήρχε ακόμα μουσική,
κουνιούνται επειδή θυμούνται ότι λικνιζόταν κάποτε ο κόσμος,
τότε που υπήρχε μουσική.
[...] τώρα προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους
ότι υπάρχει πάντα μουσική κι αυτό τους έχει τσακίσει
 τους έχει δημιουργήσει μία κατάθλιψη.
Χρήστος Βακαλόπουλος, Γραμμή του ορίζοντος, 1991

Το βίντεο είναι σίγουρα αρχές το πολύ μέσα ενενήντα. Καρφώνεται από το σάουντρακ. Τα υπόλοιπα που αναγνωρίζονται θα μπορούσαν να είναι και χρυσά έητις. Μάλλον τίποτα δεν άλλαξε από τη μια δεκαετία στην άλλη, το ενενήντα απλώς ήρθε χτύπησε την πόρτα, περάστε παρακαλώ είπε το ογδόντα, ελάτε να παρτάρετε, γι’αυτό ήρθαμε, εμείς φεύγουμε, μη σας κρατάμε, άντε γεια συνεχίζουμε με κέφι εμείς, αγόρασε το κλικ, βάλε τζερόνιμο, δυνάμωσέ το. Το σεμεδάκι στην τηλεόραση μη σου πω ότι είναι κι από το εβδομήντα, από τότε που υπήρχε τηλεόραση τελοσπάντων. Όλα στη θέση τους˙ η αδερφή μου χορεύει τέκνο.

Στο σαλόνι όλη η οικογένεια. Ανάμεσα σ’αυτούς που φαίνονται, φαντάσου κι έναν αόρατο με μια κάμερα τόσο μεγάλη, σήμερα θα νόμιζες ότι είναι από την τηλεόραση αυτός. Όσο περνάνε τα χρόνια, η τεχνολογία μικραίνει τις συσκευές, μικραίνουν οι ανάγκες. Όσο μεγαλώνεις, μικραίνουν τα μεγέθη, δεν μεγαλώνουν. Τα πάρτι τα μεγάλα γίνονταν όταν ήσουν μικρός. Επειδή ήσουν μικρός. Μεγαλώνεις, μικραίνουν και τα πάρτι. Στο τραπέζι, η θεία-φύλακας των πάρτι, σε κάθε πάρτι την είχες˙ θεματοφύλακας άγγελος. Εδώ σηκώνεται και ρίχνει μια στροφή στο αλέγκρο πνεύμα της νέας εποχής –τέκνο και η θεία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία πριν από τη λατρεία της. Στη βίωσή της ακόμα˙ στα όρια ακόμα του συλλογικού.

Κι όλα τα πάρτι τελειώνουν με τον ίδιο σκοπό. Μια άλλη αλεγκρία, παλιά και οικεία, οριεντάλ όσο κι ο καφές που άλλαξε με τη δεκαετία και δεν τον λέγαμε πια τούρκικο –είναι που με την καλοπέραση, ήρθε και η εθνική περηφάνια, κατάλαβες;- το τεθλιμμένο μπολερό μιας μακρινής δεκαετίας που επιβίωσε απ’τα ένοχα βλέμματα και όλες τις κυριακές των αγκαλιών. Πιασμένοι για εσπερινό τανγκό οι φαμιλιάρχες, εκείνος κι εκείνη, σε ένα τρυφερό διάλειμμα της οικογενειακής ευθύνης και των ματαιώσεων –μια εποχή που το διάλειμμα και την οικογενειακή ευθύνη δύσκολα τα ξεχώριζες, και για να’χεις ματαιώσεις έπρεπε ήδη να’χες πιστέψει σ’έναν άλλο κόσμο που δεν ήρθε και δεν ερχόταν, όσο και να χόρευες. Κι όλο το απόγευμα –απόγευμα γίνονταν τα πάρτι- ο Χιώτης μουρμούριζε αντί ελεγείας, μόλις περνούσε το τέκνο. Ποτέ στο δρόμο μου να μη βρεθείς για να σε δω. Δε θέλω πια να ξαναρθείς.

Τα ενενήντα τα ζήσαμε ως το απόλυτο ψέμα, το πιο γλυκό, σοκολάτα σχεδόν, το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής μας. Τις μέρες εκείνες -όλες τις μέρες- τα Βαλκάνια γνώριζαν μόνο αίμα και βόμβες με ονόματα παιδιών πάνω τους, απεμπλουτισμένο ουράνιο, ουρανούς μαύρους, αδέρφια που δεν ήταν πια αδέρφια, λαούς που δεν ήταν πια λαοί, χώρες που άλλαζαν ονόματα ανάλογα με την εταιρεία. Ο εμφύλιος ζόφος γέμιζε ριπές τη γειτονιά μας, αλλά εμείς κουφάλογα. Είχαμε την ευμάρεια στο σπίτι καλεσμένη, την καλοχορταίναμε μη μας φύγει. Μιλάμε για τόσο ιστορικούς παγκόσμιους μαλάκες.

Ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ο Βλάντε Ντίβατς δεν έπαιξαν μπάσκετ. Κατέβηκαν για λίγο από την ψυχή τους και μας έδειξαν πως γίνεται ένα παιχνίδι να σε κάνει αδερφό. Πως γίνεται μια παρέα να κατακτάει τον κόσμο, πως γίνεται να σκίζεις τα τέρατα και να’ναι αυτό ένα πάρτι. Πάρτι κανονικό, όχι στο στενάχωρο σαλόνι με τα σεμεδάκια. Όλα αληθινά δηλαδή ήτανε, κι αυτό με τα σεμεδάκια, αλλά το άλλο σε ανέβαζε ψηλά. Συλλογικό φαντασιακό το’γραψε η Ιστορία, αλλά εμείς τουλάχιστον το θυμόμαστε για συλλογικό παρά για φαντασιακό. Φανταστικό συλλογικό.

Αν ήσουν Βαλκάνιος, αν ένιωθες συλλογική μνήμη τι πάει να πει, τι πάει να πει γείτονας φίλος κι αδελφός, ήσουν ψηλά μαζί με τον Ντράζεν. Αλλά δεν ήξερες, δεν ένιωθες, δεν ανέβαινες. Χόρταινες το δικό σου πάρτι˙ ούτε συλλογική, ούτε μνήμη. Έψαχνες δίκιο ανάμεσα σε σέρβους και κροάτες και βόσνιους, ανάμεσα στις βόμβες με τα ονόματα των παιδιών πάνω τους. Το έψαξαν κι αυτοί το δίκιο, και χώρισαν έτσι οι αδερφοί, φύγαν μακριά, έφυγε μακριά ο Ντράζεν, πιο μακριά από εκεί που μπορεί να φτάσει αδερφός, κι ο Βλάντε γύρισε να θάψει ενοχές στο Ζάγκρεμπ. Το μπάσκετ τελείωσε, το πάρτι τελείωσε, έμειναν οι βόμβες με τα ονόματα, οι εκ γενετής ανάπηροι, τα παιδιά που δεν ήταν παιδιά, που γεννήθηκαν μεγάλα, με πληγές και ιστορίες˙ παιδιά που δεν γεννήθηκαν. Η παρέα έγινε λόμπι και οι αγκαλιές προσωπική καταξίωση και συμβόλαια. Περισσότερο από εμφύλιος, υπήρξε πόλεμος.

Εμείς εδώ ξεγελούσαμε την κουφαμάρα μας με μικρά οικογενειακά πάρτι. Excuse me ακούγεται καθώς μπαίνει ο μικρός με το ποδήλατο στο πλάνο του οικογενειακού πάρτι, στο 0.57 του βίντεο. Excuse me ακούγεται η φωνή της Ιστορίας, μέσα στα πάρτι, τις ματαιώσεις και τα αίματα. Δεν ακούμε. Δεν ακούγαμε ποτέ. Δυναμώνουμε τη μουσική για να μη γίνει εμφύλιος, για να μην τον βλέπουμε, για να μη μας τσακίσουν οι φωνές απ’έξω. Ξέρουμε απ’αυτά. Μόνο πάρτι και εμφυλίους γνωρίσαμε.


[γραμμένο για το Luben, στο πλαίσιο του αφιερωματος True Vintage 90's]

0 σχόλια μέχρι τώρα

εκεί είμαστε

E-mail Εκτύπωση PDF

Εκεί είμαστε.

Πιτσιρικάδες να πηγαίνουν για πλάκα να κάψουν ταλαίπωρους αθρώπους, μετανάστες οδοιπόρους των πιο απάνθρωπων αποστάσεων, κι ο δικηγόρος τους να επικαλείται επιπολαιότητα και καμία άλλη προέκταση. Καμία σύνδεση. Ούτε με παιδεία έχει να κάνει, ούτε με πολιτική, ούτε με ανατροφή, ούτε με την κενωνία, ούτε τίποτα. Η κακιά η στιγμή. Όχι ο κακός μας ο καιρός.

Να ρωτάνε στην ανάκριση τους σκατιάρηδες δολοφόνους, τους ρατσιστές αν το έκαναν από ρατσισμό και αυτοί να λένε όχι σιγά ποιος ρατσισμός. Και κανείς να μη ρωτάει για τα μαχαίρια, ούτε πως μπορεί να είναι φασιστέητορ ονλάην 24 ώρες κάποιος για να το μπήξει, πως κυκλοφορεί κι απάνω το'χει πάντοτε στη ζώνη του σφιγμένο, αυτό το χρυσαυγιτικό και φονικό μαχαίρι, όπως αυτά που συνηθούν και μπήγουν σε αραπάδες και σ'ένα νέο ταλαίπωρο που έφυγε απ'τ'Αλγέρι. Να λένε ποιος ρατσισμός εμείς το'κάναμε γιατί μας ενοχλούσε το ποδήλατο. Καμία προέκταση, καμία σύνδεση. Ένα ποινικό περιστατικό· έξω και πέρα από την κοινωνία, έξω και πέρα από τις συνήθειές της, έξω και πέρα από τις διαστροφές της. Μας ενοχλούσε ο ξένος με το ποδήλατο. Σε κάποιο σύμπαν χωρίς ανθρώπους και παραπλήσια λογικά όντα, αυτές οι εκδοχές συμψηφίζονται. Εμάς με τα ζωσμένα μαχαίρια και τη μηχανή, μας ενοχλούσε το ποδήλατο. Κι αυτό δεν είναι θέμα. Στο μεταξύ, ένας φόνος. Άλλη μια ζωή έφυγε από τα χέρια δυο νεκρών.

Ο μέγας καμποτίνος Ταραντίνο φουρκίζεται και αδυνατεί να καταλάβει μέσα στην ψυχωσική ποπκόρν πάρλα του τι σχέση έχουν οι ταινίες με τη βία. Τι σχέση μπορεί να έχει ο σκοτωμός εκατό ανθρώπων από μια μπόμπα στο πανί -που έχει πλάκα λέει- με το σκοτωμό εκατό ανθρώπων από μια μπόμπα στην πραγματικότητα. Κατά την τελευταία ενημέρωσή μου, στην κοινωνία -όπου ζει και απευθύνεται ο εξυπνάκιας μπιμουβάς- και οι μπόμπες επιτρέπονται, και τα φυσεκλίκια στο σούπερ μάρκετ τα βρίσκεις, και κρεμασμένα καρφωμένα στο γυαλί και στο πανί είναι τα νεανικά μάτια. Μια κοινωνία όπου ενίοτε η πραγματικότητα γινόταν πλάκα. Και η πλάκα, πραγματικότητα.

Εγώ δεν ήρθα εδώ να μιλήσω για τη βία. Ήρθα να πουλήσω την ταινία μου, λέει. Να πουλήσω (άλλη) μια ταινία με βία εννοεί, αλλά σιγά τι διαφορά θα κάνει άλλη μια ταινία, τι συμμετοχή έχει στη βία μια ταινία, αφού η ταινία είναι ταινία και η βία είναι βία και ακόμα κι αν η ταινία έχει βία, η βία δεν μπορεί να έχει ταινία, άρα μη μου τρώτε χρόνο με μαλακιζμένες κουλτουριτζίδικες κοινωνιολογικές προεκτάσεις, αφήστε με να πουλήσω, αφήστε με να παριστάνω τον σπουδαίο, ρωτήστε για τη βία κανάν τσόμσκι, τα'χουμε μοιράσει τα οφίτσια, δεν μπλέκουμε τις μπίζνες. Ή κάπως έτσι.

 


Δεν με νοιάζει η βία. Με νοιάζει να πουλάω.

Δεν είναι ρατσιστές τα παιδιά, ούτε φταίει κανείς. Ήταν μια επιπολαιότητα, η κακιά η στιγμή.

Δεν είμαστε ρατσιστές. Απλώς δεν είχαμε τι να κάνουμε.

Δεν είμαστε ρατσιστές και βάρβαροι. Εκείνος μας εμπόδιζε με το ποδήλατο.

Δεν είμαστε δολοφόνοι. Απλώς κουβαλάμε απάνω μας μαχαίρια.


Εκεί είμαστε.


0 σχόλια μέχρι τώρα

ιστορία μου ανομία μου

E-mail Εκτύπωση PDF
παίζουν κιθάρα, αυτή είναι η πραγματική ζωή
Χρήστος Βακαλόπουλος

Τους ακούς να κάνουν τους κήρυκες από τις αντέννες και το γυαλί και ψαρώνεις· ή ψαρώνει η θειά σου η νοικοκυραία κι ο οικογενειακός φίλος σου ο νοικοκύρης κι αυτός -παλιά ροκ, ροκάς- που έχει να κατέβει στο δρόμο από τότε που ο λαλιώτης πήγαινε στις επετείους του πολυτεχνείου και το γιαούρτι ήταν μόνο βραδινό γεύμα διαίτης. Ακούς τοπωνύμια της Αθήνας, άγνωστα, άβατα, ακούς για βίλες, ακούς για μπόμπες, για καλάσνικοφ, για απεργίες, όλα μαζί σ'ένα σάλιο, σ'ένα ρόγχο, κι όλες οι προτάσεις να κλείνουν με τη λέξη ανομία. Σε όλες τις κλίσεις, όλες τις εκφορές, σαν επωδός, ενώ προσπαθείς να συνταιριάξεις τη ντίσνεϊλαντ ενημέρωση με τα σκατά γύρω σου, αυτά που πλέον έχεις δει, τα βλέπεις, τα'χεις νιώσει ίσως -όχι ακόμα στο πετσί σου, αλλά κοντά είσαι, αν έχεις πετσί βέβαια.

Γιατί είσαι από αυτούς που γυρνάνε στο δρόμο και βλέπουν ζωή, βλέπεις τους ανθρώπους πως κινούνται, πως μιλάνε, πως σκυλοβρίζονται, πως ανταλάσσουν ματαιώσεις, πως λιώνει ο ένας μέσα στο κουρασμένο βλέμμα του άλλου, πως το μεροκάματο κι η αγωνία μουγκρίζουν κάτω από τις ρόδες των αυτοκινήτων, πως στην άσφαλτο αυλακώνεται ο επικαθήμενος ζόφος για να υποδεχτεί το αίμα. Το αίμα. Σε λίγο πρέπει να του κάνουν φανάρι να περνάει κι αυτό με τη σειρά του. Αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πεζοί, ματαιώσεις, αίμα. Εσύ γυρνάς στο δρόμο, χάνεσαι στις διαβάσεις, χαζεύεις τα κορίτσια και τ'αγόρια που κατάφεραν και έμειναν κορίτσια και αγόρια και κοιτάζουν κορίτσια και αγόρια, δεν έγιναν τέρατα, δεν έγιναν φρούρια, δεν έγιναν νόμοι, δεν έγιναν στατιστικά στοιχεία. Εσύ τα βλέπεις όλα στο δρόμο, γι'αυτό στο μεσημεριανό τραπέζι με τους νοικοκυραίους απόντες της πραγματικής ζωής, δεν μπορείς παρά να βγάλεις καπνούς. Ή να τρελαθείς, αφού η πραγματικότητα είναι άλλη από αυτή που ακούς στα στόματα των κοντινών σου. Την είδες πως είναι άλλη. Κι όταν ανοίξει η τηλεόρασή τους, όταν αρχίσουν την παρλάτα οι ληγμένες γραβάτες τους, η πραγματικότητα παραμορφώνεται κι άλλο.

Στο ψιθυρίζει ο Βακαλόπουλος όμως -και ξέρω πως απ'αυτό ακόμα κρατιέσαι- πως το σωστό είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, σωστό είναι να είσαι φυσικός. Σιγά μην μπορούν αυτοί να τον ακούσουν. Αυτοί το σωστό το αγοράζουν, το βαφτίζουν, το χτενίζουν. Δεν είναι δικό τους, είναι κατοικίδιο. Είναι νοικιασμένο σωστό· είναι το νόμιμο. Γιατί υπάρχει κι αυτή η ανομία ξέρεις· νόμιμη εντελώς. Είναι οι νόμιμες πράξεις τους, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, που καταργούν τους νόμους νόμιμα, νεότεροι νόμοι πάνω στους νέους πάνω στους παλιούς. Ο νόμος μπογιά· στρώσεις ολόκληρες από νόμους, σήμερα ο νόμος μας είναι καφεκόκκινος, αύριο τον κάνουμε μπλε να ταιριάζει με το αιγαίο και την ανάπτυξη. Έχουν βαφτίσει νόμο κάθε όρεξη και διεστραμμένη επιβουλή τους και ανομία χρίζεται πια η καθημερινή πράξη, ανομία είμαστε όλοι οι μακριά από τη διαστροφή, ανομία είναι το σωστό. Ανομία είναι η φυσική σου τάση να κοιτάξεις τον διπλανό σου, τον λιγότερο βολεμένο ή τον ανέστιο όσο κι εσύ, και να τον ρωτήσεις τι έχει, τι χρειάζεται. Το συσίτιο, η συλλογική κουζίνα, το κοινόβιο, το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι. Όλα ανομία, όλα ποινικοποιημένα.

Κι από την άλλη, η ανομία του τουρισμού και της αυθαίρετης ανάπτυξης, των πρόσθετων διατάξεων και των επιπρόσθετων βουλευμάτων που διορθώνουν στη βράση το νόμο, η ανομία των υποσχόμενων αγορών, των τσιμεντωμένων ονειρώξεών τους, των βιασμένων τοπίων που δεν έχει μείνει δέντρο όρθιο. Στην ποιότητα της αυτής δημοκρατίας, της αυτού δημοκρατειότητας, ο νόμος είναι διάταξη και όχι μέτρο δικαιοσύνης. Τους ακούς να εκφέρουν το "δημοκρατικά εκλεγμένος" με χροιά και τόνο που εννοεί "κάνω ό,τι γουστάρω". Ο δημοκρατικά διαβιών πολίτης δεν είναι εκλεγμένος, δεν είναι μέγεθος, δεν είναι φωνή, δεν κάνει τίποτα που να γουστάρει, δεν μπορεί να κάνει, δεν έχει δικαίωμα. Μόνο φόρους και ψήφο· κι ό,τι άλλο ξημερώσει ως άρρωστη όρεξη.

Για κάθε ανομία σου, έχουν μία μεγαλύτερη. Για κάθε φωνή που αρθρώνεις, έχουν κι από ένα οργανωμένο μόκο, μια εγκληματική ομερτά, πληρωμένη και μοιρασμένη σε χιλιάδες άπειρες τυπωμένες λέξεις και καλοχτενισμένη φωτοβολία -τηλεόραση με μπριγιαντίνη, στόματα που ανοιγοκλείνουν και εκπνέεουν κούφιες εικόνες, γεμάτες αίμα και ψέμα, τα τσιράκια του άρχοντα ηλιθίου που'λεγε κι ο Τζιμάκος. Για κάθε εγκαταλελειμένη βίλα που την πήρες κουφάρι και φύτεψες ζωή στους τοίχους, χτίζουν ένα Mall -το μεγαλύτερο αυθαίρετο στην ευρώπη, η πιο παράνομη κατάληψη δημόσιου χώρου έβερ. Για τα εκατοντάδες άδεια μπουκάλια που βρήκαν και σκούζουν και οδύρονται, έχουν από μια σπαρτιάτικη γιάφκα όπου όλα θάβονται γλυκά, τίποτα δε συνέβη, τίποτα δε συνέβη. Όπλα, εκρηκτικά, χειροβομβίδες, τεκμήρια αίματος, αλλά δε συνέβη τίποτα. Εκεί που βρωμάει θάνατος, δε συνέβη τίποτα, δικός τους είναι έτσι κι αλλιώς, τον θάβουν. Εκεί που μυρίζει ζωή, εκεί είναι που τους καίει. Γιατί σπάει μύτη η μυρωδιά της, γιατί τους μπαίνει στη μύτη, γιατί δεν το αντέχουν. Οι μάσκες που φοράνε για να μας γαμάνε με ιλουστρασιόν χαμόγελο και βαλσαμωμένο χάι από το πτώμα του πέτρου κωστόπουλου για να το χαιρόμαστε, δεν είναι ανομία. Οι μάσκες που φοράμε για να τους υποφέρουμε, για να αντέχουμε τις χημικές ανάσες τους, αυτές είναι.Τα τάγματα εφόδου στην υπηρεσία του Μεγάλου Θανατικού δεν είναι ανομία· οι απεργίες είναι. Οι διεκδικήσεις, οι σηκωμένες γροθιές, η αγκαλιά στο σύντροφο, το χαμόγελο πάνω από τις χειροπέδες. Ό,τι ζητάει ζωή.

Δεν είναι ανομία ο Κάβος, τα Μάλλια και το Φαληράκι, δεν είναι ανομία ο τουρισμός της πρέζας και του αλκοολικού ξύλου. Είναι όμως η σκηνή που έστησες στην Ανάφη, στην Ικαρία, στη Δονούσα, στην Ελαφόνησο· όσο δεν καταναλώνεις, παράγεις ανομία. Δεν είναι ανομία οι τσαμπουκάδες παρκαδόροι που δεν αφήνουν, με το αφορολόγητο μαύρο αζημίωτο, σπιθαμή ασφάλτου απάτητη -δημόσιας ασφάλτου, ναι. Ανομία είναι που ψάχνεις να παρκάρεις στο κέντρο της πόλης μπας και κάνεις κάποια δουλειά και έρχεται ο αργόσχολος τιμωρός ρουσφετόμπατσος του δήμου και σου κόβει μπουγιουρντί. Στην ανομία της αλληλεγγύης σου παίρνεις μαζί σου το πρεζάκι -τον ανέστιο και πλάνητα, τον ξεπεσμένο. Από αυτή την ανομία εξαιρείται η επίχρυση κόκα των κοσμικών γκαλά, η ντέλικεητ πρέζα της παραλιακής, οι διαλυμένες μύτες της πιο χάι μπουρζουαζίας που δεν μπορούν πια ούτε να μυρίσουν. Πέντε μπλοκ πάνω από την πλατεία Εξαρχείων, η τιμή της πρέζας διπλασιάζεται και έρχεται ντελίβερι σε βελουδένια πουγκιά να συνοδεύει το γκουρμέ σούσι, αλλά αυτό δεν είναι ανομία. Αυτό είναι ειδήσεις του σταρ, είναι η φωτεινή πλευρά της ζωής.

Κλείνουν το ΕΚΕΒΙ· ασύμφορη η διαχείριση του βιβλίου, δεν είναι κεφάλαιο το βιβλίο. Μας διαβεβαιώνουν όμως ότι η γιουροβίζιον τη γλίτωσε· θα απολαύσει κανονικά τη συμμετοχάρα μας, πάλι ουρλιαχτά με σημαιάκια. Σύμφορο αυτό· συμφορά. Λέω συμφορά και θυμάμαι τις φωτιές. Θυμάμαι τη Ζαχάρω, δήμαρχος λεβέντης. Εκλεγμένος· με κουμπούρι. Αποκαϊδια ο Καϊάφας σε δύο μέρες, αποχαρακτηρισμός από το πρόγραμμα natura σε μία μέρα. Αγορά της γης στη μισή τιμή, ιόνια οδός. Κι άλλες ευκαιρίες για κατανάλωση, μίζα, ξέπλυμα. Ανάπτυξη. Η ιδιωτική πρωτοβουλία αναγνωρίζεται μόνο άμα κυλάει χρήμα, μόνο όταν έχει στόχους. Ιδιωτική πρωτοβουλία δεν είναι δεκαπέντε παιδάκια που βάφουν τα πρόσωπά τους και χορεύουν πάνω σ'ένα μπαλόνι, ζωγραφίζοντας με όνειρο τους τοίχους ενός σπιτιού που αλλιώς θα'χε ρημάξει. Το κεφάλαιο αναγνωρίζει μόνο νομικά πρόσωπα -όχι απαραίτητα νομοταγή βέβαια. Κι όσο το δυνατόν: λιγότερο συλλογικά -μόνο ομαδοποιήσεις ορέξεων των ληγμένων αδηφάγων καρχαριών καταλαβαίνει, όχι αλληλλεγγύες και μαλακίες. Όταν λέει ιδιώτης, εννοεί μηχανισμό που επιστρέφει κέρδος και υπερκέρδος. Ούτε στις λέξεις δεν δείχνει συνέπεια το μπάσταρδο. Είναι καιρός να την ονομάσουμε απλά και ίσια "εταιρική πρωτοβουλία" ή, ακριβέστερα, εταιρική πρωτοβουλία στους κόλπους της μαμάς κρατικής νομενκλατούρας που ανομεί και νομοθετεί -ένα πράμα και το αυτό.

Είναι αυτοί που μας πρήζουν τα συκώτια ότι θα γυρίσουμε στο '60 με την ανομία μας, κι είναι οι ίδιοι που έρχονται κατευθείαν από εκεί: αισθητική χωροφύλακα, πολιτική συνείδηση τσιφλικά, ανάπτυξη πλέη μπουζούκι για μένα. Είναι αυτοί που καταδικάζουν τη βία απ'όπου κι αν προέρχεται. Γιατί αυτοί προέρχονται από τη βία. Και ενοχλούνται από την αοριστία του απ'όπου, ειδικά όταν δεν κυλάει χρήμα. Βίλα χωρίς πλουσίους, χωρίς ιδιοκτήτες, δεν υφίσταται άλλωστε. Το ξέρουν καλά αυτό. Θέλουν μόνο να το μάθουμε κι εμείς. Αλλά εμείς δεν.

0 σχόλια μέχρι τώρα

ληγμένες γραβάτες

E-mail Εκτύπωση PDF

Τους βλέπω έναν έναν, σαν μια ανίερη πομπή ξεπροβάλλουν μπροστά μου. Θέλοντας και μη, υπομένω τις μορφές τους. Η ακολουθία της σαπίλας ξεπλένει τα τομάρια τους, τους ξαναψήνει να φύγουν τα μικρόβια και τα σταγονίδια και αλώβητους τους επαναφέρει σε καίρια οφίτσια και πόστα εντός πλέον του δημοκρατικού πλαισίου. Για στολή φοράνε νέα προβιά τις γραβάτες που ψώνισαν από τα ληγμένα. Για να γίνουν άθρωποι.

Βλέπω ας πούμε αυτό τον αθρωπάκο δήμαρχο να σιγομαθαίνει ποιο είναι το κόστος της ρεμούλας και της καρέκλας. Μόνο που τ'ονομάζει βία. Και προσκαλεί τα φώτα και τους φακούς για να οδυρθεί με χάρη εμπρός μας, να κάνει την κλάψα μέρος του δημοκρατικού πλαισίου. Για την ακρίβεια, να αντικαταστήσει η κλάψα το δημοκρατικό πλαίσιο. Ό,τιδήποτε κόντρα στην κλάψα του, είναι εκτός του πλαισίου. Ο,τιδήποτε πραγματικό είναι εκτός της πραγματικότητας. Αφού κι η πραγματικότητα είναι εκτός του πλαισίου. Η ζωή είναι εκτός του πλαισίου. Κι αυτός ακόμα, δεν ζει· μέσα στο πλαίσιο έχουν βρει άλλες τεχνικές αναπνοής αυτοί, επιβιώνουν αλλιώς. Καπνίζουν μυστικά ευρώ, σουτάρουν ενδοφλέβια αμίαντο και τρέφονται με τσιμέντο. Είναι αυτό το πλαίσιο -το δημοκρατικό- που θα καταδικάσει τις δολοφονίες μόνο όταν του ζητηθεί, μόνο αν στριμωχτεί· και μόνο σε δελτίο τύπου, σε ανακοίνωση. Λυπούμεθα πολύ αλλά το πλαίσιο. Για τέτοιο πολιτισμό μιλάμε. Που δεν πήρε ούτε μισό μέτρο για τις δολοφονίες αυτές, που δεν βγήκε στο δρόμο να κλάψει τη ζωή που βρωμίζει, τη ζωή που χάνεται, τις ζωές που χάνονται, που δεν νοιάστηκε ούτε μισό άστεγο και μετανάστη. Ούτε μισό άνθρωπο με κάποιο πρόβλημα. Ούτε μισό άνθρωπο, οι μισάθρωποι. Που ξηλώνουν τα παγκάκια, κυνηγάνε την αλληλεγγύη, τις κινήσεις, τα κοινόβια, τις καταλήψεις, τις συλλογικές κουζίνες, που στέλνουν μηνύσεις και ματ στους άστεγους. Τέτοιοι είναι. Άνθρωποι της διαχείρισης. Όχι άνθρωποι των ανθρώπων· όχι ανάμεσα στους ανθρώπους. Μόνο ανάμεσα σε λύσεις· τις δικές τους λύσεις. Τις λύσεις στα δικά τους προβλήματα. Προβλήματα μιας ζωής χωρίς προβλήματα. Με μία λέξη: επιδιώξεις.

Τους βλέπεις μετά αντουανέτες να κλαψουρίζουν για τη βία. Για τη λεζάντα της βίας δηλαδή. Γι'αυτή που περισσεύει από το δημοκρατικό πλαίσιο, γι'αυτή που έχουν εξοστρακίσει μακριά από την πραγματικότητα. Μια βία που δεν μπορεί να συγκριθεί με το σκοτάδι που επιβάλλουν σε κάθε σου ανάσα. Μια βία που όταν είχε τις λέξεις ακόμα και δεν ήταν βία, ήταν ήδη οχυρωμένοι και σπαθιά μας ρίχναν οι οχτροί. Μια βία που πριν γίνει βία ήταν κραυγή, ήταν σπαραγμός, ήταν αγωνία, ήταν ληγμένος λογαριασμός, ήταν απλήρωτο νοίκι, ήταν ματωμένες οφειλές, ήταν δανεικά, ήταν απλήρωτη δουλειά, ήταν γαμημένο αφεντικό, ήταν απόλυση, ήταν ουρές στις εφορίες, ήταν καροτσάκια και πι στο ίκα να τριγυρνάνε σαν σε κόλαση του Δάντη ψάχνοντας το σωστό γκισέ, ήταν σκάλες σε σκατένια ψυχιατρεία, ήταν δύο μερίδες σούπα στο τραπέζι μοιρασμένη στα τέσσερα, ήταν τέσσερις άνθρωποι σε μια γκαρσονιέρα. Αλλά που ν'ακούσει ο κουφός. Που να βρει μάτια να δει τον πόνο του άλλου. Τυφλώθηκε από τα φώτα. Και τους φακούς. Κουφάθηκε από την ένταση της φωνής του· της πολλαπλασιασμένης. Αυτάρεσκα ανάπηρος μας θέλει όλους ανάπηρους. Και θα μας κάνει. Τέτοιος είναι· τέτοιοι είναι. Αυτοί είναι.

Είναι η επέτειος της δολοφονίας του Nίκου Τεμπονέρα σήμερα και πιάνω το μυαλό μου, το πολιτισμένο μυαλό μου, να έχει ξεφύγει, να γυρίζει ανάποδα, να το νικάει η θλίψη. Να τους σιχαίνεται και να θλίβεται που σιχαίνεται· να θλίβεται που τους επιτρέπει ένα ρόλο. Κι όσο τους βλέπω, όσο ξεπροβάλλουν, τόσο τους σιχαίνομαι, τόσο θλίβομαι. Γιατί δεν αντέχω άλλο τον πολιτισμό τους. Δεν μπορώ να τους βλέπω με τις σάπιες γραβάτες τους που στάζουν αίμα και μπόχα να λερώνουν τις οθόνες μου, τα αυτιά μου. Να κυκλοφορούν εκεί έξω με αέρα ευπρέπειας και ταμπουρωμένου μεροκάματου· ο νικολόπουλος, ο καλαμπόκας, ο βορίδης, τα κατακάθια των rangers, οι χειρότεροι, οι έσχατοι, οι ανύπαρκτοι, οι ληγμένοι. Που δεν έχεις να πεις μαζί τους ούτε μισό ανέκδοτο. Όχι γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές, το χώμα που πατούν να προσκυνούνε. Αλλά γιατί ποτέ δεν ήταν τίποτα. Μόνο να προσκυνούνε. Μόνο χώμα ήταν. Με σκατά. Πατημένο.

3 σχόλια μέχρι τώρα

άλλη θάλασσα δεν έχει

E-mail Εκτύπωση PDF
στην Ουρανία, στον Θόδωρο, στον Κώστα, στους μεγάλους απόντες
στη νιμαντζγόζ, στους παρθενώνες, στους μικρούς παρόντες
σ'εκείνον που μάθαινε στον άλλον μπουζούκι


Πέρσι, τέτοιον καιρό τέτοιες μέρες, θυμάμαι το κρύο στα γυρίσματα της Άλλης Θάλασσας, στη Σολωμού στα Εξάρχεια, έξω από το γραφείο του Τεό. Είχα σταθεί σαν σε ναό και παρακολουθούσα ευλαβικά· την κάθε κίνησή του, τις μικρές κινήσεις όλων που θα έφτιαχναν μια μεγάλη ιστορία· την Ιστορία. Την τελευταία άλλη θάλασσα, που δεν βρήκε λιμάνι. Και πρόσθεσε άλλη μια στην εδώ θάλασσα των ματαιώσεων.

Μου έρχεται η εικόνα του Τεό, σε μια στιγμή από παλιότερα γυρίσματα άλλων θαλασσών, στην ταβέρνα μαζί με τους συνεργάτες και το συνεργείο, να τραγουδάνε μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο. Όλοι μια μελωδία· σαν ψαλμός. Αντί για στασίδια και ιερό υπήρχαν μόνο τα καθημερινά και τα λίγα. Και ήταν αρκετά· και ιερά. Τα υλικά μιας ταβέρνας, τα υλικά μιας ταινίας. Τραγουδισμένα όλα τρυφερά, σαν ανέκδοτο φίλου πάνω στο κυριακάτικο τράπεζι -τον μόνο πραγματικό πολιτισμό μας. Μακρινή μητέρα στην άλλη θάλασσα.

Θυμάμαι μια ιστορία που'χα μάθει για τον Μάλαμα, ο οποίος πάλευε στο στούντιο να ηχογραφήσει το Δε θα ξαναγαπήσω του Λοϊζου -ξέρεις, το μερτικό μου απ'τη χαρά μου το'χουν πάρει άλλοι. Σε κάποια αποστροφή των ύστατων ωρών, ο Σώκρατες τα παίρνει και αποφασίζει να μην το ηχογραφήσει, αφού όχι ρε δεν κατάλαβα, γιατί να μην ξαναγαπήσω;, όχι ρε θέ μου, και τη δεύτερη φορά και την τρίτη και την τέταρτη θα ξαναγαπήσω. Και δεν το ηχογραφεί τελικά.

Και μ'αυτό μπορεί τώρα να σκέφτεσαι ότι δεν ζεις την κανονική σου ζωή, αλλά κάνεις μια πρόβα. Και ότι η δεύτερη φορά θα είναι βέβαια αψεγάδιαστη κι ότι, έπειτα στο πέρασμα των χρόνων, θα γίνουν όσα δεν έγιναν στην πρόβα, όσα ξέχασες ή αμέλησες. Ότι υπάρχει χρόνος να ζήσεις όσα δεν έζησες, χρόνος να σταθείς στο ύψος του ανθρώπου που πάντα επιθυμούσες να είσαι. Και με τους αγαπημένους παλιούς φίλους, που έχεις χρόνια ν'αντικρύσεις, θα βρισκόσαστε μαζί ως τα ξημερώματα, τραγουδώντας μεθυσμένοι, αφού ποτέ πια δεν θα τους αφήσεις όπως τούτη εδώ τη φορά, τη φορά της πρόβας. Η παράσταση θα έχει αίσιο τέλος.

-Δεν στα είπανε; Η παράσταση δεν θα γίνει, ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή.

-Και η πρόβα; Θα πάει χαμένη τόση πρόβα; Η κανονική μου ζωή πότε θα'ρθει;

-Δεν έχει άλλο, αυτό ήτανε. Τι νόμιζες;

Άλλη ζωή δεν έχει. Γι'αυτό μείνε στον Καλβίνο, να ψάξεις μέσα στην κόλαση να βρεις ποιος και τι δεν είναι κόλαση και να του δώσεις διάρκεια, να του δώσεις χώρο. Να μείνεις στον Σαχτούρη, αφού υπάρχουν άθρωποι που δεν είναι κόλαση η ζωή τους, του ήλιου οι απομείναντες, οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι, ψάξε καλά βρες τους ποιητή, κατάγραψέ τους προσεκτικά. Γιατί όσο παν και λιγοστεύουν. Λιγοστεύουν. Να μείνεις στον Θόδωρο, να σωπαίνεις για ν'ακούσεις τη μουσική πίσω απ'τον ήχο της βροχής. Και μέσα στη μουσική, να σκύψεις το αυτί μ ευλάβεια για ν'ακούσεις τα τελευταία λόγια της Μάσα, όλοι φεύγουν από κοντά μας, ένας έφυγε κιόλας, έφυγε για πάντα, αλλά εμείς θα ξαναρχίσουμε τη ζωή μας. Πρέπει να ζήσουμε. Μετά, την Ιρίνα, θα'ρθει καιρός που όλοι θα ξέρουμε γιατί γίνονται όλα αυτά, γιατί αυτός ο πόνος. Την Όλγα· λίγο ακόμα και θα ξέρουμε γιατί ζούμε.

Να ζεις, ν'αγαπάς, να μη μαθαίνεις. Να ξαναζήσεις, να ξαναγαπήσεις. Να μαθαίνεις μόνο ό,τι χρειάζεται για να μη χάνεσαι. Που και που να χάνεσαι όμως· σε άλλες θάλασσες. Τη δεύτερη φορά, που θα'ρθεις για να ζήσεις, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, να την ξαναπατήσεις. Στην άλλη θάλασσα. Στη Μόσχα, αδερφές μου. Στη Μόσχα. Θα ζήσουμε.

Λυρικές φιλολογίες θα πεις. Να ξεγελάμε τον πόνο μας κιέτσι. Όχι φίλε, δεν τον ξεγελάμε. Τον ξεφτιλίζουμε. Καλή χρονιά. Και να πεθάνει ο χάρος.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κρίση με αγάπη

E-mail Εκτύπωση PDF

«Από την κρίση στην επανάσταση»* ήταν ο τίτλος του βιβλίου, στου οποίου την παρουσίαση πήγαινα -στην ουσία μια σύγχρονη τοποθέτηση πάνω στην επαναστατική προοπτική του Αντόνιο Γκράμσι. Αλλά δεν θέλω να γράψω γι’αυτό, ούτε για το δεύτερο σκέλος, για το διάνυσμα της επανάστασης που στόμωσε από την πολλή κουβέντα στο ρουφ γκάρντεν του αστικού πολυκαταστήματος. Για το άλλο σκέλος θέλω να πω, το πρώτο –την κρίση, που την είδα όλη σε τρέηλερ στη διαδρομή. Σε τρεις σεκάνς.

Στον ηλεκτρικό. Μια βαριεστημένη ανδρική φωνή ανακοινώνει ότι λόγω αυτοκτονίας η συγκοινωνία διεξάγεται μεταξύ των σταθμών κηφισιά θησείο και φάληρο πειραιάς. Προλαβαίνω για δευτερόλεπτο να παγώσω. Με επαναφέρει ο πραγματισμός μιας φωναχτής τηλεφωνικής συνομιλίας κάποιου επιβάτη, την οποία δεν άγγιξε το αυτοκαταστροφικό σημειολογικό σύμπαν του αυτόχειρα. Μια φωνή ζεστή, ευθεία, δυναμική, απαιτητική, γυναικεία. «Έχετε εικόνα του κόστους;». Κόστος. Ο συνομιλητής καλείται να απαντήσει για την εικόνα του κόστους. Δεν μπορώ ν’ακούσω την απάντησή του, αν και πολύ θα ήθελα τώρα να έχω κι εγώ μια εικόνα του κόστους. Να το ζυγίσουμε στην τελική. Η ανακοίνωση επαναλαμβάνεται. Μας υπενθυμίζει το δικό μας κόστος. Τι μας κοστίζει μια χαμένη ζωή: μερικούς σταθμούς κλειστούς. Απεργία, αυτοκτονία, ταλαιπωρία. Τι θέλουν κι αυτοκτονούν, τι θέλουν κι απεργούν, τι θέλουν και λιμοκτονούν. Ε ρε χρυσή αυγή που μας χρειάζεται. Να φάμε μια σφαλιάρα από μέσα, να κουνηθεί ο εγκέφαλος, να ξεπαγώσουν τα βλέμματα. Επόμενος σταθμός, καινούριο μπάρκο, οι πελάτες οφείλουν να είναι ενήμεροι, ανακοίνωση ξανά. Η τηλεφωνική συναλλαγή προφανώς έχει αλλάξει στάδιο. «Καλό είναι να προχωρήσει η αγοραπωλησία». Σωστά, καλό είναι να προχωρήσει. Η ανταγωνιστικότητα στην πράξη φαίνεται. Μπαίνει ακορντεόν με τέχνη, παίζει πιτσιρικάς με χάρη και καθόλου ανταγωνιστικότητα. Του δίνω ό,τι έχω. Να αναβάλλω όσο γίνεται πιθανές ιδέες που θα του έρθουν στον ελεύθερο χρόνο του. Δεν θέλω ποτέ να σκεφτεί να πηδήξει στις γραμμές. Λαϊκισμός, ξέρω. Πήγαινε πες του το, γιατί εγώ δεν τα κατάφερα. «Πρέπει να μάθουμε ακριβώς την προσφορά». Και τα πρόσφορα. Πήγαινε και στον οδηγό να τον παρηγορήσεις που μπορεί να’χει πάρει δυο τρεις απολωλούς στο λαιμό του ο δόλιος. Όλη μέρα μόνος να πηγαίνει πορείες σε γραμμές και σε σκοτάδια, λίγα θέματα θα είχε, έχει κι αυτό τώρα. Ξέρω, λαϊκισμός. Έτσι είναι η κρίση μαλάκα μου, ξυπνάει το λαϊκισμό μέσα σου. Ψάχνεις προτάσεις για να συντάξεις τα στοιχειώδη. Και θες να μην έχει μέσα της κι αριθμούς, όπως έχουν οι πίνακες του δημοσίου συμφέροντος. Γι’αυτό σου λέω, μάθε το κόστος και προχωράμε.

Σύνταγμα. Γουαναμπή μεγαλομπενχούρ παράτα για τη χριστουγεννιάτικη φωτοβολία και κάτι ντίτζιταλ δέντρα στην πλατεία, φαραωνικές κατασκευές με λογότυπα και λογότυπες γκόμενες που κάνουν τις χαρούμενες, σε προσκαλούν σε κάποιο παιχνίδι. Την πλησιάζω νοερά, κάνω σενάριο, θες να βγούμε αύριο;, ε όχι και να βγούμε λιγδιάρη, ε τότε τι παιχνίδι και παπάρια μου λες κι εσύ, μάθατε το παιχνίδι μόνο αν έχει χορηγό. Ο χορηγός μάγκα, ο χορηγός. Η κινητή τηλεφωνία, τηλεκινητή χαρά, παιδιά άστεγοι μετανάστες πρεζάκια τζαζ μουσική δημοτική αστυνομία μουσαμάδες πλαστικό κατασκευές οι γκόμενες χορηγός, ο χορηγός παντού. Παντού.

Σύνταγμα πιο κάτω. Σκατόφατσα της λάσπης της νύχτας -εκείνης της νύχτας που φοβάμαι- ο οποίος έχει αναβαπτιστεί σε βουλευτή, περνάει από μπροστά μου. Αναγνωρίζω τα χαρακτηριστικά κάποιου υπόδικου από το μαύρο μπερντέ της χρυσαυγής. Ούτε τισέρτ ούτε λαϊκάντζα ντύσιμο. Λίγα μέτρα από το hungry but chic της βιτρίνας του φωκά, εκείνος κάργα chic, σινιέ παλτουδιά, hungry for blood. Ανακατεύομαι. Που όλα έχουν γίνει νόρμα. Που κι αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, το ανθρώπινο. Που κάπου κι αυτός έχει την παρεούλα του, το ραντεβού του, τη ζωούλα του, την προσφάτως ακριβή ζωούλα του. Κόστος, αγοραπωλησία -προχώρησε άραγε η συναλλαγή στο τρένο;- απεργία, αυτοκτονία. Αυτός φοράει φευγαλέα το hands free, οι λέξεις αυτές δεν περνάνε. Κει πάνω δε φτάνει τίποτα, από ανθρωπιά δεν φτάνει τίποτα. Δεν θα περά δεν θα περάσει ο πραγματισμός. Λαϊκίζεις, πρόσεξε. Τρίτη βράδι στα πέριξ της τρέντι πλατείας χριστουγέννων, εκεί που τα σκουπίδια δεν είναι αντικείμενο πολιτικής, είναι μόνο λαϊκισμός, εκείνος δεν είναι ούτε ζώο ούτε τραμπούκος ούτε μαύρο μέλλον ούτε αντιμετωπίζει το λαθρομεταναστευτικό ούτε πέφτει για την πατρίδα του. Είναι άλλος ένας. Τακτοποιημένος.

Στην παρουσίαση, κόσμος χαμός, αριστεροί και κουφάλογα αστοί συντάσσουν δοκίμια πάνω στη γκραμσιανή δυναμική, με φόντο το σύνταγμα πλεγμένο σε ωσαννά και φωτοβολικό ψέμα. Κάποιος στο πάνελ θυμάται τη λύσσα των κατηγόρων του Αντόνιο Γκράμσι που ούρλιαζαν στη δίκη του ότι πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσουν αυτό το μυαλό να παράγει σκέψη για τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Και πως χωρίς βιβλία, χωρίς ίντερνετ, χωρίς κομματικούς μηχανισμούς, χωρίς εκλογικούς τακτικισμούς, ο άνθρωπος αυτός όρισε μια επαναστατική διαλεκτική της οποίας η ηρωική γοητεία παρ'ότι δεν έχει φθαρεί -τόσες δεκαετίες και τόσα παγκόσμια στοιχήματα μετά- ακόμα δεν έχει βρει δικαίωση. Ούτε έρεισμα στους αριστερούς χειρονάκτες της. Κι ας της φωνάζει η κρίση: «μοτέρ, πάμε».


*πρόκειται για το τελευταίο πόνημα του καθηγητή Γιώργου Ρούση και αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διαλεκτικό δοκίμιο πάνω στον πόλεμο θέσεων που εισήγαγε ο Αντόνιο Γκράμσι, γραμμένο με συνέπεια και επιστημονική αρτιότητα, όπως μας συνηθίζει ο Γιώργος. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη και οι 190 σελίδες του κοστίζουν μόλις 11 ευρώ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

γάζες

E-mail Εκτύπωση PDF
ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ'αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί

Και τελειώνει η νύχτα κλαίγοντας. Μόνος σου, χαμένος στη φωτοβολία, σε παίρνει και σπας. Σπάζεις, σε κομμάτια και πλήκτρα. Θυμάσαι ότι παλιότερα έσπαγες πιο συχνά, πιο φυσικά, πιο αναγκαία. Σαν από επιθυμία. Τώρα, σαν από πείσμα, και ενώ τα πάντα γύρω σου στο ζητάνε, εσύ κρατιέσαι, σφίγγεις τα δόντια πάνω στα χείλη μέχρι να ματώσουν και αρνείσαι να σπάσεις. Δεν παραδίνεσαι. Είναι όμως πολλά που σου φέρνει η νύχτα κι η καθάρια φωτοβολία της. Που σου ζητάνε παράδοση.

Είναι λίγο η Ουρανία που περνάει από ένα ποστ και ξαναφεύγει για τον ουρανό της και σου αφήνει λίγο ουρανό να'χεις να ξαποσταίνεις. Να τη θυμάσαι μέσα σε ουρανό, να θυμάσαι τη ζωή σου μέσα σε ουρανό, να θυμάσαι πως ουρανός θα γίνεις, να μη θυμάσαι ό,τι δεν είναι ουρανός. Πάντα θα'χουμε ανάγκη από ουρανό. Μεγάλε Σαχτούρη, κι εσύ περνάς κλαίγοντας. Και αφήνεις στίχους με δάκρυα να'χουν να κλαίνε κι οι άλλοι.

Ένα παράθυρο δίπλα, είναι η Γάζα. Είναι τα παιδιά με τις γάζες. Γάζες στα μάτια και στα χείλη, γάζες στις καρδιές που δεν μπορούν να κρατήσουν το αίμα. Γάζες στις ζωές μας, Γάζα η ζωή μας. Διαμελισμένη. Χωρίς εξήγηση, χωρίς ενοχή. Γάζα που στάζει αίμα, που τρέχει καθάριο από παντού, χωρίς ενοχή, χωρίς εξήγηση, αίμα πολύ να'χει να τρέχει και για τους άλλους. Για όλους εμάς που έξω μας δεν στάζει τίποτα, που δεν σπάμε. Δεν σπάμε ούτε όταν λεκιάζουμε τη φωτοβολία με εικόνες των παιδιών με τις γάζες. Είναι τα παιδιά που χάθηκαν στου δράκου το πηγάδι, στης στρίγκλας τη σπηλιά και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές. Και φοβισμένα κι ορφανά στη σμύρνη και στη βενετιά τα πιάσαν οι φρουρές.

Είναι ο φίλος σου που ζορίζεται και σου μιλάει στο τηλέφωνο για έναν κόμπο. Γόρδιο. Τη ζωή του, τον επόμενο μήνα του. Που δεν βγαίνει. Το ζόφο γύρω του που δεν τον παλεύει. Ναι, αδύναμος ξεαδύναμος, τι να κάνουμε, δεν τον παλεύει. Και σπάει. Και σπας μαζί του κι ας μην του το λες.

Είναι η ομορφιά που εξατμίζεται γύρω σου· κάποτε άφθονη στους δρόμους που αγάπησες, στις αυλακιές τους που ακόμα γλιστράς. Είναι η πίστη που λουφάζει, που χάνεται κι αυτή στου δράκου το πηγάδι. Είναι οι φίλοι που κρύβονται, οι συναντήσεις που ματαιώνονται. Είναι η μέρα που δεν είναι πια μέρα, είναι ουρανός που βρέχει αίμα, που τον κρατάμε με γάζες. Να μη σπάσει.

Είναι όλα αυτά που σε παίρνουν, ξημερώματα και σπας. Και το πρωί πίσω στην πανοπλία. Πίσω στη βομβαρδισμένη πόλη. Πίσω στη Γάζα, να αναπνέεις με γάζες. Να μη ματώνεις, να μη σπας. Ν'ακούς στριγκλιές και να τρέμεις σαν πουλί. Και να φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές.

0 σχόλια μέχρι τώρα

η ομορφιά του κόσμου

E-mail Εκτύπωση PDF

Στο τρένο. Μπαίνει το πιο όμορφο κοριτσάκι του κόσμου. Φωτεινό, καθαρό πρόσωπο, το μαλλί σε περιποιημένη πλεξούδα. Το χαμόγελό του σκάει τρυφερά και αδυσώπητα φυσικά, σε κάνει να θες να βάλεις τα κλάματα. Του λείπουν δύο δόντια μπροστά, σημάδι υγείας, σημάδι παιδικότητας. Η ομορφιά του δεν χαλάει. Ούτε κι όταν απλώνει το χέρι για λίγα ψιλά, πάντα διακριτικά· με συστολή, με σιγουριά. Δεν επαιτεί, μόνο ομορφαίνει αυτούς που κοιτάζει. Πίσω έρχεται η αδερφή του, λίγο μεγαλύτερη, παίζει μια ήσυχη μελωδία στο ακορντεόν, αναταράζοντας μια αδυσώπητα φυσική μελαγχολία, κουρδισμένη σ'ένα καθημερινό μινόρε. Δεν παίζει τέλεια, παίζει με δυσκολία· σημάδι υγείας, σημάδι παιδικότητας. Η στιγμή είναι εκεί, υπάρχει. Η απόσταση ανάμεσα Αττική και Βικτώρια μεγαλώνει. Γίνεται τραγούδι, γίνεται χαμόγελο. Γίνεται ομορφιά του κόσμου.

Για λίγο, απογειώνομαι. Δεν υπερβάλλω. Το νιώθω πως αφαιρούμαι, αιωρούμαι, κλέβω εκατοστά, κλέβω χρόνο. Μουσική στην πόλη που μισεί τη μουσική, που την πνίγει όπως μπορεί. Βικτώρια. Ανοίγει η πόρτα και τα κορίτσια κινούν για να ομορφύνουν το επόμενο βαγόνι. Το θλιβερό ισοκράτημα του ανήλιαγου βίου γρήγορα επιστρέφει, στης κατήφειας το σκοπό. Είναι ένα άλλο μινόρε, το μινόρε της χρυσής αυγής. Σου'ρχεται με βία στο μυαλό όλη η ασχήμια της εβδομάδας, οι σκατόψυχοι λαϊκοί τραγουδιστές, οι ξασμένες θεούσες τραγουδιάρες της επαγγελματικής ορθοδοξίας, οι ανήθικες τηλεπερσόνες που κρώζουν μίσος μέσα από τα κουφάρια τους, οι κωμικοτραγικοί καμποτίνοι της δημοσιολαγνικής συνάφειας, οι ξεπεσμένοι ανέστιοι σαββόπουλοι που δεν έχουν πλέον μελωδίες, παρά μόνο λύσεις και προτάσεις· προτάσεις για έναν καλύτερο κόσμο όπου οι ξένοι θα δουλεύουν για σένα, όπου οι ξένοι θα'ναι πάντα ξένοι, η γυάρος θα'ναι πάντα γυάρος, φίλος δεν θα υπάρχει, μόνο ξένος, θα είναι μόνο ξένοι, θα είναι ξερονήσια, θα είναι χωρίς ζωή. Ξενονήσια· χωρίς φίλους.

Σου'ρχεται με βία στο μυαλό η σκοτεινιά των ημερών, των ημερών που ξημέρωσαν άγριες νύχτες, μαχαιρώματα στον διπλανό, ανήλιαγες πράξεις, ανήλιαγα μυαλά, οι ιππότες του ζόφου, οι ιερολοχίτες του ψεύδους, τα χρύσαυγα κατακάθια της μηδέν παραγωγής, του caps lock πνεύματος και της ανορθόγραφης μαγκιάς, όλη η ασχήμια που έχει κατακαθίσει στη μέρα σου και στην τρώει λίγο λίγο, σε τρώει λίγο λίγο, σου λέει να είναι μαύρη η μέρα σου και σου σφυρίζει στης κατήφειας το σκοπό, σου λέει καρκίνος, σου λέει δεν υπάρχει ομορφιά του κόσμου, δεν υπάρχει κοριτσάκι, δεν υπάρχει ακορντεόν, δεν υπάρχει μουσική, είναι αλλοδαπό, είναι λαθραίο, είναι θύμα, είναι πρόβλημα, είναι θέμα, είναι να γυρίσεις από την άλλη και να κοιτάξεις τη δουλειά σου, να μην διαλυθείς από τη μελωδία του, να μην κολλήσεις το χαμόγελό του για ήλιο στο μέτωπό σου, εκεί που πλέον έχουν φυτρώσει δόντια.

Μόνο αγάπη ρε μουνιά. Μόνο αγάπη. Κι ένα κονσερβοκούτι για τον καθένα σας φυλαγμένο, για όταν θα έρθει η ώρα. Για όταν θα ξεκουρδιστεί ολότελα το καθημερινό μινόρε. Για όταν δεν θα μου φτάνει η ομορφιά για να εξηγήσω τον κόσμο· για όταν δεν θα μου φτάνει η ομορφιά που του δίνει σχήμα. Για όταν δεν θα είναι αρκετό ένα ακορντεόν να ξεπλένει τη γλίτσα σας.

Για όταν θα καταφέρετε να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου.

13 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 6 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA