blog




λεφτεριά

E-mail Εκτύπωση PDF

[...]

Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,

με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.

Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου

έργο δικό της θα την βρεις.

Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ'τη να τήνε δώσεις σ'όλους

μ'όλους μαζί να τη χαρείς.

Όπου κι αν πάς, θα κουβαλείς τα σίδερα που σου τα βάλαν

οι όμοιοί σου κι όχ'οι ουρανοί.

Όσο μαζέβεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,

τόσο την κάνεις πιο στενή.

Την ύπαρξή σου την οκνή για να πλαταίνεις, να βαθαίνεις,

σμίξε με τον αμέτρητο Αριθμό!

Μέσα στου πόνου, που βογγά, την άσωτη Άβυσσο κατέβα.

Κει θα βρεις της Αλήθειας το Ρυθμό.

Της Ιστορίας το Νόμο ακλούθα πρώτος φωτεινά, δεν έχεις

Μοίρα δικιά σου για οδηγό.

Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια, καλοσύνη

και το ξετύλιμα τ'αργό

[...]

[Κώστας Βάρναλης, Λεφτεριά]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


Yπουργείο Προστασίας του Μεσοπρόθεσμου

E-mail Εκτύπωση PDF

alt

- ΟΚ αρχηγέ, πέρασε το ψήφισμα.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


ένας καλός άνθρωπος

E-mail Εκτύπωση PDF

alt"Τι βλέπεις άποψε;", ρωτάω μέσω sms ένα φίλο χτές βράδι, πιθανολογώντας πως κρατάει μετερίζι στην πλατεία στο Σύνταγμα -την κάτω. "Αραιά, ωραίες φάτσες" μου απαντάει κι αυτός με μήνυμα, ελλείψει άλλων πολιτικών συμπερασμάτων και εκτιμήσεων. Χαμογελάω. Εκείνη την ώρα, εγώ βρίσκομαι λίγο πιο πάνω, ανεβαίνοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας. Κοιτάζω γύρω μου και νιώθω τυχερός. Επειδή είμαι κάπου που βλέπω πολλές, πάρα πολλές ωραίες φάτσες. Πυκνά, όχι αραιά. Πιο πυκνά δεν γίνεται· πιο πολλές δεν μπορώ να φανταστώ, γι'απόψε. Και ενώ στην πλατεία (την κάτω) επαναδιατυπώνονται, κάπως αδέξια και ατελέσφορα, κάποιες από τις αρχές του κοινού μας βίου, εγώ μοιράζομαι με πλήθος κόσμου -ωραίου κόσμου- κάποιες από αυτές· από αυτές που εγώ, τουλάχιστον, αισθάνομαι ως βασικές αρχές του κοινού μας βίου κι όχι από αυτές που κρατάνε οι φοιτητές, που ξεσκίζει ο χαφιές...

Η συναυλία στο πάρκο του Μεγάρου ξεκινάει. Χάνω τις πρώτες νότες, λόγω του συνωστισμού στο μονοπάτι που οδηγεί στους ήχους. Χαμογελάω. Κόσμος παντού -ωραίος κόσμος- όπου πέφτει το μάτι σου, αλλά κι όπου δεν πέφτει. Στη σκηνή, ο Δημήτρης Καλαντζής, πίσω από τα πλήκτρα του πιάνου, με το κουιντέτο του -τον Τάκη Πατερέλη στο σαξόφωνο, τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο στη τρομπέτα, τον Γιώργο Γεωργιάδη στο κοντραμπάσο και τον Δράκο Κτιστάκη στα τύμπανα- και ο Μίλτος Λογιάδης που χορεύει καλοκαιρινά τα έγχορδα της Καμεράτας με τα χέρια του. Στα αυτιά μας, ο Μάνος Χατζιδάκις, έτσι όπως πολύ θα διασκέδαζε να ακούει παιγμένη τη μουσική του. Το σκέφτομαι αυτό, και -εγώ που δεν ξέρω να νοσταλγώ, που δεν νιώθω τις ελλείψεις παρά μόνο μέσα από την ανάγκη- αντιλαμβάνομαι εκείνη τη στιγμή χειροπιαστά, για πρώτη φορά ίσως, την απουσία του Χατζιδάκι: λείπει να απολαύσει τους καρπούς του ταλέντου του, να δει τη συνέχεια, να νιώσει το φως μετά από εκείνον -χωρίς να κοπιάζει πλέον, χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να εξεγείρεται. Να προλογίσει γενναιόδωρα, όπως συνήθιζε, τους νέους μουσικούς, να εκπέμψει φως και άπλα βλέμματος και να καθίσει κάπου ήσυχα και διακριτικά για να διαπιστώσει, μια νύχτα ωραία καλοκαιρινή, μια ιδέα μόνο του μεγαλείου που άφησε πίσω.

Το μεγαλείο όμως δεν πιστώνεται μόνο από την απουσία, μα κι απ'την παρουσία -κυρίως από την παρουσία. Ο Καλαντζής είχε το όραμα, είχε δει την άπλα και το φως των ήχων, καθώς καθόταν ένα απόγευμα πίσω από το πιάνο και ψηλαφούσε νωχελικά και εμπνευσμένα μια Παναγιά ή μια μπάλαντα αισθήσεων και παραισθήσεων. Το όραμα μάζεψε την παρέα, πήρε όνομα και βγήκε δύο βράδια στο Παράφωνο. Back then. Με συστολή και ευγένεια, όπως κάνει πάντα ο Δημήτρης. Και με αυτιστική πίστη, με άγνοια κινδύνου, μα και με άγνοια μεγαλείου. "Χατζιδάκις, αλλά αλλιώς· τζαζ...", το έλεγε απλά. MANO'S.

Στο μεταξύ, το Παράφωνο έκλεισε. Η πόλη άρχισε να σφαλίζει τα τζαζ στέκια της. Το όραμα όμως συνέχισε,  μεγάλωσε, η πίστη έδωσε ώθηση, τα έγχορδα ήρθαν και έπλεξαν τον χατζιδακικό ιστό τους γύρω από τις φευγάτες και αέρινες ρυθμολογίες του Δημήτρη -που τόλμησε να παραλλάξει τις αυθεντικές, τις σχεδόν ιερές. Μία sold out συναυλία στο Μέγαρο το Γενάρη και, τώρα πλέον, ακόμα παραπέρα. Μέχρι την ιστορική Verve. Την εταιρεία που φιλοξένησε και μας παρέδωσε τα μεγαλεία της Ella Fitzgerald, του Louis Armstrong, του John Coltrane, του McCoy Tyner, του Count Basie, του Wes Montgomery, του Oscar Peterson, του Jimmy Smith, του Sergio Mendes, και πόσων και πόσων άλλων, αληθινά μεγάλων... Η εταιρεία Verve είναι αυτή που πίστεψε στο MANO'S, στον Μάνο του Δημήτρη, την ίδια ώρα που η χώρα του Μάνου αναγκάζει την ορχήστρα του Μάνου σε μαρασμό. Είναι η πρώτη φορά που η εταιρεία αυτή κυκλοφορεί δίσκο έλληνα μουσικού. Και είναι από αυτές τις πρωτιές που δύσκολα τις εξηγείς στους φίλους σου, δύσκολα μπορείς να τις καυχηθείς και να τις εννοήσουν οι πλατείες και οι αντέννες, δύσκολα μπορείς να περιγράψεις πόσο πραγματικές και σημαντικές είναι -miles ahead από τις καλές θέσεις στις γιουροβίζιτες, τα διαφημιστικά με τα τζατζίκια και την υπέροχη γεύση μιας γκρηκ σάλαντ (με φέτα). Είναι από τις πρωτιές για τις οποίες δεν θα κομπάσει περήφανα κανένας έλληνας, κανένας υπερπατριώτης, κανένας αγανακτισμένος, ούτε καν κάποιος δήθεν φιλόμουσος. Είναι από τις πρωτιές που δεν χρειάζονται καταμέτρηση και κριτήρια, κι αυτό γιατί τα τεκμήρια ύπαρξης τους είναι ίχνη μαγείας και άπλας βλεμμάτων και κινήσεων· είναι πρόσφορα πραγματικού ανθρωπισμού και όχι περιχαρακωμένων πολιτικών πλαισίων· είναι σταλάγματα μόχθου, αγώνα και έμπνευσης, και όχι αθλητικοί ψυχαναγκασμοί κατακτήσεων εθνικών κορυφών. Είναι ανάσες και όχι βεβαιότητες. Είναι ο άλλος κόσμος που είναι εφικτός -τόσο εφικτός, όσο και ονειρικός. Την ίδια στιγμή.

Είναι η ομορφιά, που έλεγα παρακάτω ντοστογιεφσκικά, που θα σώσει τον κόσμο.

Είναι ο Δημήτρης ο Καλαντζής (στο 3'.07'')...

alt

4 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


τα δήθεν του συντάγματος #v.05.15-06-2011

E-mail Εκτύπωση PDF

*«Εγώ είμαι εργατόπαιδο κι εσύ της Nομικής,
Πες μου πού παρανόμησα, όταν για λίγο νόμισα πως θ’ ανταποκριθείς

alt

Εχθές στο δρόμο πάλι με σνομπάρισες, σε καταδίκη δίχως δίκη μ’ άφησες»

alt


*["Το κοτλέ παντελονάκι", πλευρά Α, τραγούδι πρώτο, με τη φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


τα δήθεν του συντάγματος #v.04.15-06-2011

E-mail Εκτύπωση PDF

*«Δευτέρα ξημερώματα, με χίλια μαραζώματα
Και με σκυμμένους ώμους
Το ξυπνητήρι σου χτυπά, μα εσύ δεν είσαι πουθενά
Στριφογυρνάς στους δρόμους

alt

alt

[Όλοι είναι δρόμος.]

Αχ είναι ο κόσμος ψεύτικος σαν μιας βιτρίνας τζάμι
Βλέπεις για λίγο να περνάς, μα κι η ματιά χαράμι

alt

alt

Τα όνειρα μπαζώσανε, στο κάρο τα φορτώσανε
Για τους σκουπιδοτόπους
Σβήσαν τα φώτα ξαφνικά, εσύ δεν πας για τη δουλειά
Και κλαις για τους ανθρώπους

alt
Ας είναι ο κόσμος ψεύτικος όπως στα παραμύθια
Φτάνει που το δικό σου αχ είναι η μόνη αλήθεια

alt

Αν είναι ο κόσμος ψεύτικος δίχως καμιά ελπίδα
Είναι κι ο χάρος ψεύτικος κι η κάθε αλυσίδα»

alt

*["Δευτέρα ξημερώματα", πλευρά Α, τραγούδι τέταρτο, με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

**[οι φωτογραφίες 5, 6 και 8 είναι της murplejane]

***[η προτελευταία φωτό είναι από τις διαδηλώσεις στο Βανκούβερ]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


του αγίου πνεύματος

E-mail Εκτύπωση PDF

altΑπό μικρός θυμάμαι, όταν άκουγα να λένε για "πνευματικούς ανθρώπους", έφερνα στο νου το τετριμμένο στερεότυπο μιας λόγιας ασκητικής φιγούρας με μούσι, πίπα και Προυστ ανά χείρας -ένα υπεράνθρωπων χαρακτηριστικών άχρονο και άτοπο τοτέμ που σπέρνει χρησμούς και σοφιστείες σαν πλακώσουν τα ζόρια στον πραγματικό κόσμο κι όλα πα να βαφτούνε μαύρα. Τους φανταζόμουν ως μια κάστα σοφών παντός (και ανεξαρτήτως) καιρού που πάντα έβγαζε περίσσευμα σε φως και όραμα και ανέκαθεν μπορούσε να το μοιραστεί για να σώσει ή να ξεγελάσει ποικίλες ελειμματικές καταστάσεις (πάντα του πραγματικού κόσμου εννοώντας) -μια πάντα διαθέσιμη και παραγωγική ενεργειακή μονάδα σκέψης και πνευματικής άπλας, το κύρος της οποίας πήγαινε πολύ πέρα από τη γνώση, πέρα από τη μόρφωση, πέρα από τα προσληπτικά πεδία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Οι πνευματικοί άνθρωποι ήταν πάντα οι δικοί μου σούπερμαν και οι μόνοι που μπορούσαν να κερδίσουν τον απόλυτο σεβασμό μου, χωρίς απαραίτητα να κάνουν κάτι. Η αυθυπαρξία τους, ακόμα και η αυτοπραγμάτωση του κοινωνικού ρόλου τους, για μένα μεταφραζόταν πάντα σε αρετή. Και ένα backup ασφαλείας για τις δύσκολες μέρες.

Τώρα που μεγάλωσα λίγο, έχοντας ξεδιαλέξει στην πορεία διάφορες ποικιλίες ενδημικών οπωροφόρων του πνευματικού κόσμου (και του όχι και τόσο πνευματικού κόσμου), η αυταξία αυτής της κάστας έχει απομακρυνθεί από τα μάτια μου. Θες γιατί πάει κι ο Χατζιδάκις, θες γιατί δεν υπάρχει κάποιος ν'αλλάζει τις πάνες των ξεμωραμένων, που δεν το'χουν πια σε τίποτα να ντροπιάζουν τις εφηβικές προσδοκίες μου, θες γιατί δεν βλέπω σχεδόν κανέναν να μιλάει ερήμην της ασφάλειας που του παρέχει ο εκδοτικός οίκος, η πανεπιστημιακή έδρα και η φιάλη ουίσκυ των 180 ευρώ για 4 άτομα (με φυστίκια), ο πνευματικός κόσμος μετατράπηκε εντός μου σε έννοια άυλη (και έωλη, ενίοτε), αποφορτισμένη από τα πρόσωπα και την ηθική τους, σε μια ύστατη προσπάθεια προστασίας προκειμένου να μην τον αποβάλλει εντελώς η δεξαμενή του σεβασμού μου.

Αλλά και γυρνώντας πάλι στα πρόσωπα -στους πνευματικούς ανθρώπους, της τέχνης κυρίως και όχι της διανόησης, εννοώντας- προτιμώ να τους φαντάζομαι παλαβούς, αλλοπαρμένους, φαντασμένους, ονειροπόλους οραματιστές, υπερβολικούς, αιρετικούς, να πατάνε σε δυο πλανήτες ταυτόχρονα, να μην αιωρούνται στο ηλιακό σύστημα αλλά σε κάποιο άλλο, κάποιο παράλληλο ή επάλληλο, να χάνουν την αίσθηση βαρύτητας, να χάνουμε κι εμείς μαζί τους την αίσθηση βαρύτητας, να αλαφραίνουμε, να φωτιζόμαστε, να μας προσφέρουν άπλα, ομορφιά, χάρη και τρόπους να χωράει τ'όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες, σε κόσμους άλλους κι ουρανούς πιο φωτεινούς. Γι'αυτό και πιο εύκολα δικαιολογώ και χωνεύω την έπαρση, σαν είναι αγνή και ατόφια, παρά την ιδιοτέλεια και τα πρόσκαιρα λάφυρα. Δεν θέλω να'ναι ορθολογιστές, νηφάλιοι και μετρημένοι, δεν τους μπορώ όταν προτείνουν "λύσεις" στα κενά του κοινού μας βίου, όταν αγορεύουν για τα πολιτειακά ελλείμματα και τις εθνικές ανεπάρκειες, όταν σηκώνουν λάβαρα, όταν φυτιλιάζουν κι άλλο τη διχόνοια, όταν σφίγγουν το χέρι...

Δεν με πειράζει καθόλου να σιωπούν -είναι κι αυτή μια στάσις· νιώθεται. Άλλωστε, σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή, σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά και, όχι, όχι, δεν βρίσκω άλλες λέξεις να ζωγραφίζουν την πολυσύχναστη ερημιά. Δεν με πειράζει η σιωπή τους, η σιωπή που κρύβει όνειρα και ματαιώσεις. Με πειράζει η φασαρία τους, η φούρια τους, η αγωνία τους να μπουν μπροστά μου όχι ως αφίσα, όχι ως προσδοκία, όχι ως όνειρο, μα ως αρχηγοί, ως σωτήρες, ως δικαιωμένοι προφήτες. Με τρομάζει η σιγουριά τους, την οποία κηρύττουν βροντόφωνα και αυτάρεσκα, με τη βεβαιότητα του τεχνοκράτη και όχι το πείσμα του ονειροπόλου. Με στριμώχνει αυτή η μανιοκαταθλιπτική αγωνία τους να αλλάξουν το σύμπαν όχι με τις ιδέες τους και την άπλα τους, αλλά με τις μετοχές των ιδεών τους στο χρηματιστήριο της ματαιοδοξίας. Οι περισσότεροι απ'αυτούς έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια πολλά να δημιουργούν, να οραματίζονται, να προσφέρουν άπλα. Τώρα, οι χειρότεροι από αυτούς, μανατζάρουν έντεχνα την εξαργύρωση κάθε λέξης τους, κάθε σπίθας έμπνευσης και κάθε φωτιάς που έσπειραν κατά τη νιότη τους, χαζεύοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, αραχτοί στις βίλες που έχτισαν με αρπαχτές τα καλοκαίρια και το πηγαινέλα του δημοσίου χρήματος. Οι τιμιότεροι από δαύτους ψάχνουν απλώς να χωθούν σε κανά φεστιβάλ, να κρατάνε όπως-όπως ζεστό το πόπολο -έστω και με ένα αυτί ή ακόμα και μ'ωτασπίδες- και να επιβιώσουν της επικαιρότητας, εξαναγκασμένοι συνήθως να παριστάνουν τους γελωτοποιούς προκειμένου να συγχρονιστούν με τα ήθη και έθιμα της τηλοψίας. Κυρίως όμως, όλοι τους ξεχνούν τον Ντοστογιέφσκι πως είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο. Και αντί να δουν  καθαρά και καθάρια πως η δική τους ομορφιά είναι που θα μπορούσε (ή μπορεί ακόμα) να σώσει τον κόσμο, επιλέγουν να καμαρώνουν κι αυτοί ως φαντασιακοί νομοθέτες και εθνικοί απελευθερωτές, υποδεικνύοντας μέτρα, διατάξεις και συνταγματικά αναθεωρήματα.

Το χιούμορ μου, βαρέθηκε κι εκείνο να τους κρατάει θέση. Τους έχουν πάρει πλέον πελάτες στο μαγαζί τους, το μειδίαμά μου και η βαθιά καχυποψία μου. Γιατί σκέφτομαι, ας πούμε, εκείνη την ποιήτρια που θαρρείς πως γεννήθηκε γριά και καταξιωμένη και που μόλις της αναγνωρίστηκαν τα ένσημα της ασκητικής ζωής και της αναχωρητικής στάσης απέναντι στις συνήθειες της πλέμπας, εκείνη δεν άφησε κεραία για κεραία και μικρόφωνο για μικρόφωνο, αγκάλιασε την πλέμπα και χαμογέλασε στις επίκαιρες απαιτήσεις της. Σκέφτομαι, ας πούμε, κι έναν άλλο καλλιτέχνη μεγάλου διαμετρήματος και διαμέτρου, που αφού αλώνισε κι εκείνος τα κουτούκια του επιχορηγούμενου λαιφστάιλ, το'ριξε στον τίγκα καιροσκοπισμό εν είδει ύστατου comeback: τη μία υποδυόμενος τη μωρά παρθένα αποτάσσεται τους σατανάδες του Μαμωνά, την άλλη (δηλαδή: την άλλη μέρα) δέχεται αβλεπί την πρώτη προσφορά του Μαμωνά και έτσι μας έρχεται πακέτο στο σπίτι η τέχνη, μαζί με τα μνημονιακά σάλια του Πρετεντέρη. Υποχρεωτικά. Και χωρίς πολύ κόπο.

Και δεν καταγγέλλω, ούτε μέμφομαι, ούτε δείχνω. Βράζω στο ζουμί μου και ψάχνω το αληθινό πνεύμα, μακριά τους, πολύ μακριά τους, αλάργα. Κι ας μην έχει αυτό να πει τίποτα για την κατάντια, ας μην έχει να προτείνει λύσεις. Σωσίβιο ψάχνω, μακριά από τις φωνές τους. Μακριά από τις φωνές τους πια.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


τα δήθεν του συντάγματος #v.03.commie

E-mail Εκτύπωση PDF

«Μια ζωή φραπέ ζητάς, όλο σουαρέ κι υπεροψία
Πάψε πια να κλαις κι όλο να μας λες πάλι για τους Πόντιους αστεία»*

alt

Χτες στην επαναστατική εμποροπανήγυρη ζωοπανήγυρη στο Σύνταγμα, ανάμεσα στους φρεντάτους μπλόγκερς που φωτογράφιζαν σκυλιά κι υπεροψία, μια εικόνα: Η συνέλευση διαδικασία πάνω στα ντουζένια της έδινε ρέστα και προκαλούσε προβοκατόρικα κάθε στοιχειωδώς σοβαρό άνθρωπο να αναρωτηθεί μήπως ακόμα και η ανάλυση των ενδεχόμενων μεταγραφών του Θρύλου, μπορούσε να αποτελέσει απείρως πιο δημιουργική και τελέσφορη διαδικασία (update: υπέγραψε ο Κοστάντσο, πάμε για Σάντσεζ και άλλους ισπανούς ή ισπανογενείς ή ισπανοφανείς ή ισπανοθρεμμένους που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εντεκάδας ή μερικής αναπηρίας). Στις παρυφές των κομματικών τραπεζακίων κάτω φαναριών της πλατείας, η θυμηδία μας έσπρωχνε με χάρη ένα βήμα πιο κοντά στον ηλεκτρικό της Ομόνοιας, να επιστρέψουμε στη δίκοπη ζωή μας, την εκτός ψηφισμάτων και, κυρίως, εκτός διαδικασίας. Σύριζα Δίπλα μου ένας 50άρης γύρω στα πασόκ something, πιάνει φευγαλέα από το ένα αυτί το διακρότημα της μικροφωνικής και τον ηχητικό ειρμό του ομιλητή. "Αυτός θα είναι κομμουνιστής", αποφαίνεται με μια σχετική ειρωνεία, που αν δεν βρωμούσε τέσσερις ψήφους πασόκ και μία απογοητευμένη Τσοβόλα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπέρτατος καταστασιακός χαβαλές. Η ξανθιά δίπλα του -ξανθιά απ'έξω κι από μέσα- ρουφάει με λαχτάρα πολιτική ενημερότητα από τα χείλη του (ίσως) αγανακτισμένου πασοκογκουρού (στάνταρ). Αλλά το βλέμμα της μαρτυρά πως ζητά μια ελάχιστη εξήγηση. Τι είναι κομμουνιστής, μπάμπης; Γιατί είναι κομμουνιστής; "Ροδάνι πάει η γλώσσα του", επεξηγεί στη δευτερολογία της αυτή η κινητή τοπική οργάνωση καναπέ και πρασινοσκοπιάς γωνία. Γλώσσα ροδάνι, άρα κομμουνιστής. Ύποπτος για μια πλατεία που τους θέλει όλους ακομμάτιστους, αργούς και αργόσχολους.

Δύσκολο να διαφωνήσω για την ώρα. Τουλάχιστον όσο φτάνει στ'αυτιά μου ο ίδιος ομιλητής. Αλλά το μυαλό μου φεύγει (ψυχ)αναγκαστικά. Ήδη στο δρόμο για το σπίτι, έχω ξεχάσει τις θεωρίες αναδιαπραγμάτευσης του χρέους και τις συνθηματολαγνικές κουβέντες για τη διαγραφή του. Μόνη πραγματική λύση η αναδιαπραγμάτευση της Βάρκιζας. Να μην πηγαίνει μόνο η γλώσσα ροδάνι. Παστούς παστούς θα φάμε τους αστούς, σύντροφοι. Και τέτοια.

alt

*["Κυκλοθυμικός καιρός", πλευρά Α, τραγούδι τρίτο, με τη φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


τα δήθεν του συντάγματος #v.02

E-mail Εκτύπωση PDF

«Εγώ σου λέω πως σ’αγαπώ κι εσύ πουλάς ομίχλη»*


Και μου πουλάς Ελλάδα.

Και δεν θα κάνω απόβαση στον ύπνο σου, μικρό μου. Μόνο κάνω πως σ'αγαπώ να μη ρεζιλευτείς.

alt

alt

alt

[οι φωτό είναι της murplejane από το πλούσιο οδοιπορικό της στην πλατεία των ημερών]


*["Κάνε πως μ'αγαπάς", πλευρά Β, τραγούδι δεύτερο, με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Αγάπη για την πατρίδα (μίσος για τους πατριδολάτρες)

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο κ.Κ. δεν το'κρινε απαραίτητο να ζει σε μια συγκεκριμένη χώρα. Έλεγε: παντού μπορώ να πεινάσω. Κάποτε όμως έλαχε να περνάει από μια πόλη που την είχε κυριεύσει ο εχθρός της χώρας όπου ζούσε. Τον πλησίασε τότε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατέβει από το πεζοδρόμιο. Ο κ.Κ. κατέβηκε και διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε αγανακτήσει ενάντια σ'αυτόν τον άνθρωπο, και μάλιστα όχι μόνο ενάντια στον άνθρωπο μα προπαντός ενάντια στη χώρα που ανήκε ο άνθρωπος αυτός, τόσο, που ευχήθηκε να γίνει ένας σεισμός και να την καταπιεί. Γιατί, ρώτησε ο κ.Κ., έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γι'αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία· γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.

[Μπέρτολτ Μπρεχτ, από τις Ιστορίες του κ.Κόυνερ, η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής, εκδόσεις Θεμέλιο]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


τα δήθεν του συντάγματος #v.01.κ.κ.ε.

E-mail Εκτύπωση PDF

«Αν ερχόσουνα μαζί μου καλή μου
Σκλάβα πια δεν θα σε λέγαν ψυχή μου
Όσο σκλαβωμένη θα’σαι σ’έναν πονηρό
Άλλο τόσο σκλάβος θα’μαι κι όλο θα πονώ»
*


Κι όμως. Παρά το ότι οι περισσότεροι χρέωνουν πρόχειρα και βιαστικά στην Αλέκα ότι αποτάσσεται το αυθόρμητο και ακαπέλωτο κίνημα της αγανάκτησης και μειδιούν στη διαπίστωση ότι ο Περισσός κάθεται σε απόσταση (και στ'αυγά του), μια προσεκτική ανάγνωση στην ακολουθία των δηλώσεων της γραμματέως, από τότε που πρωτοσυνάχθη η αγανάκτηση στην πλατεία, φανερώνει το αντίθετο. Οι πιο έμπειροι επί του ΚΚΕδικού λόγου θα έχουν ήδη εισπράξει μια έκπληξη που μέχρι τώρα δεν έχει ριφθεί κανένα οπορτουνιστικό ανάθεμα, αντάμα με σεχταριστικές κατάρες. Αντ'αυτού, η Αλέκα πρώτη απ'όλους -ναι, πρώτη- αναγνώρισε την ύπαρξη του κινήματος (αυτονόητο για Περισσό; δεν νομίζω), εν συνεχεία αναγνώρισε το άδολον και το αγνόν των προθέσεων και της αγανάκτησης -χωρίς να ενδώσει στον πειρασμό της ανακάλυψης (-αποκάλυψης) άλλης μίας προβοκάτσιας. Αν για κάτι τσίνισε, με συγκαλυμμένη -και ουχί ντιρέκτ και γραφική, όπως συνηθίζει- ειρωνεία, αυτό αφορούσε την οργανωτική διαχείριση της οργής και όχι το σύνολο των αιτιών της, το οποίο βρίσκει σύμφωνο και σχεδόν συνηγορικό το κόμμα του λαού. Ακόμα και όταν το ίδιο το κόμμα βάλλεται αθλίως από κυβερνητικά μεγαλοστελέχη, με την κατηγορία των αντιδημοκρατικών και αντισυστημικών οχλήσεων, προτιμά να θεωρηθεί η δράση του -έστω και στο φλου- ως μέρος του οργισμένου λαϊκού feedback, παρά να φτύσει τον κόρφο του αποτασσόμενο τον Σατανά. Τούτα όλα λογιζόμενα, μπορεί να πει κανείς ότι η Αλέκα τσιπρίζει ελαφρώς και αναμένοντας το κίνημα να αποκτήσει μια υποψία ταξικής συνείδησης (ή έστω μια επίφασή της, εν είδει σύμπλευσης με τα ορθόδοξα κομμουνιστικά αναχώματα), κρατάει τις αγκάλες ανοιχτές, ενώ αφήνει να αιωρείται η αίσθηση της τοποθέτησής της περισσότερο ως κινηματικό παράπονο, παρά ως κατηγόρια. Πράγματι στέκεται σε απόσταση -ως συνεπής σε πιο ξεκάθαρες και ντετερμινιστικές θέσεις- μόνο που για πρώτη, ίσως, φορά δεν κάθεται με γυρισμένη την πλάτη, δεν ψέλνει ξόρκια και περιμένει την απόσταση αυτή να μικρύνει και όχι να διατηρηθεί.

Προχτές μάλιστα -με κάποια ενοχή, η αλήθεια είναι- η κεντρική οργάνωση βάσης έστειλε στην αρένα της οτινανικής (και ακαπέλωτης ακόμα) διαμαρτυρίας νεανίσκα πειραματόζωα του ΠΑΜΕ να μοιράσουν φυλλάδια, μπας και μπορέσει να καπελωθεί ό,τιδήποτε αν καπελώνεται. Κι ας έχει τις συνέπειες του κόσμου, συνένοχο στο δρόμο να το έχετε.**


*["Από τη γυναίκα για τη γυναίκα", πλευρά Α, τραγούδι δεύτερο, με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

**[του Τσακνή, αγνώστων λοιπών στοιχειών. Όπως Τσακνήκολσον]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο

Σελίδα 9 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA