blog




οι τελευταίες διακοπές

E-mail Εκτύπωση PDF
Asked him which was the way back home
He said take a right at the light
keep goin' straight until night
and then, boy, you're on your own

Bruce Springsteen, Blinded by the light

Είναι εδώ και δύο χρονιές τουλάχιστον που τ'ακούς συνέχεια στα στόματα. Καλά είναι τώρα, έχουμε ακόμα χρήματα να κάνουμε διακοπές, να πάμε κάπου να λιάσουμε το κορμί μας, από Σεπτέμβρη να δεις τι έχει να γίνει. Με προφορά προφητείας και πίκρας μαζί· οι τελευταίες διακοπές πριν τον όλεθρο. Πριν εξαφανιστούν οι διακοπές· και τα κορμιά μας. Πριν ο όλεθρος εισχωρήσει σε κάθε ιερό και άβατο, πριν αλώσει ακόμα και τα όνειρά μας. Και όλο έρχεται η μέρα του ολέθρου· και όλο δεν την βλέπεις. Δυο καλοκαίρια πέρασαν και οι διακοπές δεν τέλειωσαν, δεν βγήκαν από τα σχέδιά σου· δεν ήπιες λιγότερο, δεν ματαιώθηκες περισσότερο. Κάθε Σεπτέμβρης έρχεται πιο ματωμένος, όλο και περισσότερα νοήματα γλιστράνε από τα χέρια σου και απομακρύνεσαι από τη ζωή που πιτσιρικάς είχες γράψει ότι θα έχεις, αποχαιρετάς αλεξάνδρειες και αλέξανδρους -καθημερινούς όσο κι οι αλεξάνδρες, μεγάλους όπως οι αλεξάνδρειες. Κάθε αρχή καλοκαιριού σε βρίσκει να απολογείσαι, να παλεύεις να κουμαντάρεις και να χωρέσεις· από έρωτες μέχρι τα οικονομικά σου, λογαριασμούς ανεξόφλητους, δανεικές εκκρεμότητες. Το τέλος του καλοκαιριού αφήνει αναγκαστικά ένα πιο γλυκό πρόσημο στο ταμείο και έχεις για λίγο ακόμα την αλμύρα στ'αυτιά σου -ναι, στ'αυτιά· με αυτά δεν ακούμε άλλωστε;

Κι αν έρχεται όμως ο κάθε Σεπτέμβρης με το αίμα του, κι αν το καλοκαίρι έγινε φόρτος και βραχνάς, επειδή το βλέπεις πλέον σαν παραπλανητική παρένθεση πριν το παρατεταμένο σκοτάδι του χειμώνα, ακόμα κι αν έχασες κάθε επαφή με τις ομορφιές και τα καλέσματα και δεν βρίσκεις τις θαλασσινές σπηλιές τους, αυτό το μπάσταρδο θέρος είναι ακόμα εκεί με όλο το φως του. Και σιγά σιγά -μετά τις μεγάλες σφαλιάρες και τα πισωγυρίσματα σε ανέξοδες πλατείες- αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως υπάρχει κι άλλο μονοπάτι για να φτάσουμε στη Χώρα. Ούτε λεωφορεία, ούτε εισιτήρια, ούτε προετοιμασίες, ούτε κατανάλωση και κερατιάτικα έξοδα. Όλοι μαζί θα φτιάξουμε τη στιγμή, όλοι θα είμαστε εκεί και θα φέρνουμε τα πρόσφορα σε συνεννόηση, μαζί θα βάλουμε τη φέτα με τη ρίγανη τυλιγμένη ευλαβικά στο αλουμινόχαρτο, θα φέρουμε ψάθες και σκηνές, θα ανάψουμε τη φωτιά -πολλές φωτιές, αν το θες- θα φροντίσουμε το φίλο ως εαυτό και τον εαυτό ως φίλο, θα φέρουμε περηφάνια και θέματα για κουβέντες να τσακωνόμαστε μέχρι το πρωί, που θα γελάσουμε με την καρδιά μας, που θα ξεγελάσουμε την καρδιά μας, θα αφήσουμε το τσίπουρο να κάψει ό,τι μπορεί ακόμα, μετά να γείρουμε λίγο πίσω το κεφάλι, ίσα για να κοιτάξουμε ότι ο ουρανός στέκει ακόμα από πάνω μας, πως το στερέωμα είναι ακόμα σπίτι μας, κάποιοι ίσως φιληθούν, κάποιοι θα χαμογελάσουν στο θλιμμένο πάλσαρ για να δώσουν κουράγιο στους ναυαγούς, κάποιος θα βγάλει μια ακατανόητη κραυγή και αυτό θα είναι το σύνθημα να βουτήξουμε όλοι τρέχοντας προς τη θάλασσα, να καθαρίσουμε από τα φιλιά και τις παρεξηγήσεις, να ξεπλύνει η αλμύρα τα σκάρτα του χειμώνα, να ξεπλύνει την ημέρα για να ετοιμαστούμε να υποδεχτούμε το φως της μέρας που έρχεται, που πάλι κάποιος θα βάλει τη φέτα, άλλος θα φέρει ντομάτες που θα'χει φυτέψει σε κήπο την άνοιξη, άλλος θα τσοντάρει ψιλά για να πάρουμε κανά συμπράγκαλο απολύτως απαραίτητο, όλοι μαζί καμιά βενζίνη, όλοι μαζί γενικά. Η μόνη συνθήκη: να είμαστε όλοι εκεί. Να ενωθούν οι προσωπικές μυθολογίες μας, να φτιάξουν επιτέλους -ή ξανά- μία που να διαβάζεται απ'όλους μας. 

Κοίτα όμως τώρα. Τα ποτήρια είναι φτιαγμένα από γυαλί. Αν το σκεφτείς δηλαδή, τα καθημερινά σκεύη είναι τρομακτικά εύθραυστα. Αρκεί μια πτώση, ένα λάθος, μια αφαίρεση του νου, μια μπλεγμένη κίνηση, μια ανεξιχνίαστη σκέψη, και διαλύονται σε κομμάτια. Ακόμα κι όταν τσουγκρίζεις με τους φίλους σ'ένα αντάμωμα, δεν βάζεις όλη τη δύναμη γιατί ξέρεις ότι μπορεί να σπάσει το γυαλί. Στις στιγμές δεν βάζεις όλη τη δύναμη, γιατί εκεί σπάνε οι φίλοι. Οι στιγμές από μόνες τους ξέρουν· και οι φίλοι ξέρουν, και η δύναμη υπάρχει. Τα τσουγκρίσματα επισφραγίζουν, τα τσουγκρίσματα συμβολίζουν· φωτογραφίζουν τη στιγμή, την επιβεβαιώνουν. Και υπενθυμίζουν πάντα το ενδεχόμενο πως κάθε στιγμή μπορεί να σπάσει, κάθε φίλος μπορεί να γίνει κομμάτια, κάθε τι μπορεί να φύγει. Και πως κάθε τι έχει όση δύναμη χρειάζεται, γιατί όλα αυτά άθροισμα είναι· και ενίοτε πολλαπλασιασμός. Τα ποτήρια που φέρνεις στις διακοπές στη θάλασσα είναι συνήθως απο πλαστικό. Είναι μίας χρήσης, για να ταιριάζουν με τις στιγμές. Το συμπαντικά μοναδικό που συντελείται σε κάθε μας επαφή, κάθε μας λέξη, κάθε αντάμωμα γύρω από τον κύκλο, είναι μικρό, ελαφρύ και ευτελές όσο το πλαστικό. Δεν είναι όμως εύθραστο.

Ήθελα μόνο να σου πω ότι ο άνθρωπος δεν έχει μάθει ακόμα -δεν έχουμε μάθει ακόμα- ότι μπορεί να λείπεις από κάπου για καλό, να χάνεις τη γιορτή για μια άλλη γιορτή κι όχι για παλέματα. Κι αυτό να είναι τόσο μεγάλο και αρκετό. Να συνεννοείσαι με τη σκέψη και μόνο, να ξέρει ο άλλος που είσαι και μόνο. Κι αυτό να σε κάνει φίλο και να σε ξαναφέρνει στον κύκλο. Η σκέψη μας -η σκέψη του ενός για τον άλλον, η σκέψη του ενός για τη χαρά του άλλου- είναι ό,τι μας έμεινε πραγματικά. Κάθε καλοκαίρι σκεφτόμαστε τους φίλους και είναι αυτό αρκετό. Κάθε καλοκαίρι θα βάλουμε μαζί τη φέτα με τη ρίγανη για να ματαιώσουμε το αίμα του Σεπτέμβρη. Κάθε καλοκαίρι θα φορτώνουμε αλμύρα, γιατί αλλιώς δεν γίνεται. Κάθε καλοκαίρι κάποιοι θα φιληθούν και κάποιοι θα φυλάνε τσίλιες μη φύγει ο ουρανός από πάνω και χάσουμε το πάλσαρ. Και όλοι μαζί θα τρέχουμε στη θάλασσα -τη θάλασσα όπου- για να κάψουμε σκάρτα.

Το καλοκαίρι έρχεται· κι ας μην το πιστεύεις. Είναι οι τελευταίες διακοπές πριν από τις επόμενες.



Mama always told me not to look
into the sights of the sun
Oh but mama that's where the fun is

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


η φωτιά στο βάθος

E-mail Εκτύπωση PDF
Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα
για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός
Ν.

Υπάρχουν αναγνώσματα που βρίσκεις στη γραφή τους μια περίτεχνη σπουδή, ένα συναρπαστικό πάντρεμα των λέξεων και μια μουσική ροή των στίξεων -καθώς ίσως και άλλες αρετές στις διάφορες αναγνώσεις τους- αλλά που αν τα πιάσεις και τα στίψεις δεν θα βγάλουν ούτε μια σταγόνα αίμα. Σε αυτή την κατηγορία λοιπόν, σίγουρα δεν ανήκουν τα γραπτά της Niemands Rose. Όχι φυσικά επειδή τους λείπει η σπουδή και τα θελκτικά παντρέματα, αλλά επειδή κάθε σελίδα τους, κάθε σημείο στίξης, θαρρείς πως είναι βουτηγμένο στο αίμα· κι αν όχι στο κυριολεκτικό αίμα -πολύ μοβόρικο άλλωστε για μια Κυρία των επεξεργασμένων βλεμμάτων- νιώθεις σίγουρα να μυρίζουν ως τεκμήρια μιας αλήθειας ή, καλύτερα, πολλών αληθειών ταυτόχρονα -ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους- που πρώτο τους μέλημα προκειμένου να αναπνεύσουν στον κόσμο είναι να βιωθούν και να μετουσιωθούν εντελώς φυσικά, χωρίς καμία βιάση, σε σκέψη και ανάμνηση. Μια ανάμνηση που δεν έχει κανένα κοινό τόπο ούτε με νοσταλγία, ούτε με αναπόληση, ούτε καν με κάτι πεπερασμένο, κεκτημένο ή ξεχασμένο. Οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή μας άλλωστε δεν είναι παρά υποσχέσεις για τον κοινό μας βίο, για τον καιρό που η ζωή θα έχει γίνει βίος και όλα τα ανταμώματα θα μνημονεύονται σαν κεφάλαια μιας ντοστογεφσκικής εποποιίας. Η ανάμνηση ως αποκλειστική υπόθεση του μέλλοντος. Και η Niemands δεν κάνει κάτι άλλο παρά αυτό ακριβώς. Να περιγράφει με κάθε συγκλονιστικά ακριβή λεπτομέρεια αυτό που ζήσαμε όλοι μαζί, όταν ακόμα μπορούσαμε να εννοήσουμε ένα κάποιο όλοι μαζί, όταν μπορούσαμε να το βιώσουμε έστω στις άκρες του, όταν ακόμα αυτό έδινε εικόνες και τροφή στη ζωή του καθενός, χαράζοντας γραμμές και συνθήκες που θα έδιναν σχήμα στη ζωή που ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Σ'αυτή τη ζωή όμως, κι όχι σε κάποια άλλη, ματαιωμένη.

Έτσι, ξορκίζονται πρώτα οι ασχήμιες που περνάνε μπροστά από το βλέμμα, αναθεματίζεται κάθε στιγμή που μας απαγόρευσε να υπάρξουμε, εικονοποιείται με σχεδόν ευλαβική καρτερία κάθε σκοτάδι που υπομείναμε, προκειμένου να έχουμε κάθε αξίωση να δούμε κάποτε το φως που βγαίνει από το βάθος του ορίζοντα. Μοιάζει με ρομαντική φιλολογία όλο αυτό, αλλά δεν είναι -ή, τελοσπάντων, αν είναι, είναι όλη δική μου. Οι λέξεις των μικρών αφηγήσεων της Niemands -οι αφηγήσεις μικρού μήκους, όπως πιο εύγλωττα θέτει ο υπότιτλος του βιβλίου- είναι μακράν πιο συγκεκριμένες και σαφείς σε κάθε νόημά τους, φανερό και κρυφό. Ελλειπτικές όταν απαιτεί από τον αναγνώστη να διεκδικήσει ένα χώρο στο -κοινό- βίωμα, περιγραφικές όταν η εικόνα απλώς επιθυμεί να ανοιχτεί μπροστά στα βλέμματά μας, για να επιβεβαιώσουμε ότι πράγματι υπήρξαν στοιχεία της κοινής ζωής, ακόμα κι αν δεν το αποφανθεί ο αρχαιολόγος που θα ανακαλύπτει τα κουφάρια μας μετά από αιώνες ιστορίας και λέξεων. Υπάρχουν αφηγήσεις εδώ μέσα που κάνουν ακόμα και τις ματαιώσεις μας να ματώνουν, που ηχούν σκληρά στις κεραίες μας, που μας ξεβολεύουν από το βίωμα και τη θέρμη του, που ανακαλούν τη θέρμη όταν τη χρειαζόμαστε καταφύγιο και οδηγό, λόγια που η ηχώ τους δεν έγινε συνήθεια, που δεν επαίρονται ότι δίνουν εξηγήσεις πάντοτε και σε όλα, που δεν κυριεύονται από καμία ματαιότητα και ματαιοδοξία. Όλα στη θέση τους τοποθετημένα, τόσο ελαφρά κι επώδυνα. Άλλοτε ελαφρά, άλλοτε επώδυνα· πάντα εντός μας. Κι αν ξεχωρίζει κάτι στη γραφή της Niemands και στο πρώτο τούτο τυπωμένο παιδί της, είναι η καθαρότητα απέναντι σ'ό,τι μας περιβάλλει, κάτι που τελικά συνιστά μια πολύ γενναία στάση, η οποία μέχρι τώρα ασφυκτιούσε -και ασφυκτιά- στα πίξελ και στα σαμπσκράημπ. Οι λέξεις της γενιάς μας -της όποιας γενιάς μπορεί να αναζητήσει ένα πρόσωπο στο κοινό βίωμα και όνειρο- επιτέλους γράφονται, συντάσσονται οι ματαιώσεις δίπλα στα όνειρα, ξεκαθαρίζουμε τις προσδοκίες και τις δυνάμεις, θυμόμαστε ξανά τους λόγους να υπάρχουμε, τους λόγους να γράφουμε, να μοιραζόμαστε, να παίρνουμε τηλέφωνο για να πούμε τα τελευταία ανέκδοτα, να κανονίζουμε τις διακοπές μας δύο μήνες πριν, να σχεδιάζουμε παρέες, να μην αναβάλλουμε την ομορφιά, να μην κουβαλάμε τις χαρές ως ενοχές, να μην μασάμε από νόμους και βουλές, να αφηνόμαστε στην Κυριακή -στο ξένο σπίτι των δικών μας ανθρώπων- να αρπαζόμαστε μεταξύ μας για την υποσημείωση του βιώματος ανάμεσα σε ψευδώνυμα και περσόνες, αλλά να παραδινόμαστε άνευ ορίων και όρων στο μεγάλο του καλοκαίρι.

Όλα αυτά συνιστούν δικές μου προβολές και σκέψεις. Το βιβλίο λέγεται Τα φώτα στο βάθος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα, κοστίζει σχεδόν 10 ευρώ, διαβάζεται με μια πνοή, θάβεται στην παραλία για να το βρουν οι ράθυμοι ταξιδιώτες της άμμου, καθώς θα χώνουν τα πόδια τους μέσα για να βρουν κι άλλο καλοκαίρι και που όλο σκαλίζουν πιο βαθιά μέχρι να βρουν αυτά τα φώτα. Το βιβλίο επίσης ξηγιέται απείρως πιο πηγαία από τις δικές μου προβολές. Οκ, λίγο περήφανος και κομπασμένος που το εξώφυλλο πέρασε από τα χεράκια μου. Απείρως πιο περήφανος και κομπασμένος για τις σελίδες και τις λέξεις του. Και που η σύνταξή τους κόστισε μια φιλία. Μια φιλία παραπάνω.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


η ευτυχία χορεύεται*

E-mail Εκτύπωση PDF
περπατούσαμε όλη μέρα κι αποκαμωθήκαμε
κάποιος πήγαινε μπροστά
εγώ κάπου πιο πίσω ακολουθούσα, ήμασταν πολλοί
θυμάμαι ποιοι και πόσοι
και κάτι γίνεται σε μια στιγμή και με βρίσκω να'χω ξεστρατίσει
για τα καλά όμως
ούτε τις φωνές τους δεν άκουγα
ούτε καν τους ψιθύρους τους, να φανταστείς
ούτε την ανάσα τους δεν ένιωθα· αν είναι δυνατόν
ή πολύ μπροστά είχα προχωρήσει, θα'τρεχα φαίνεται
ή κάπου έμεινα ξεχασμένος, κάποιο λουλούδι θα μύρισα
σε κάποιο άλλο αιώνα θα αποκοιμήθηκα
που να θυμάμαι ποιο και πόσο
δεν θυμάμαι καν πόσο χρονώ ήμουνα
δεν θυμάμαι καλά καλά αν ήμουνα εγώ

είναι στιγμές που όλα σου'ρχονται στο μυαλό σωματικά
και σε αποκαμώνουν
νιώθεις τις σκέψεις στα χέρια σου
δεν ξέρω πως γίνεται αυτό, αλλά σου μιλάω τώρα και τρέμω ολόκληρος
σωματοποιούνται οι σκέψεις ξερωγώ
κάτι σαν πυρετός παντού, δεν είμαι καλός στις παρομοιώσεις σχώρα με
είναι καιρός τώρα που θέλω να εξομολογηθώ
αλλά όχι ντιβάνια και παπάδες και μπλα μπλα
να βγω στη βροχή ουρλιάζοντας και κλαίγοντας
φωνάζοντας συνθήματα, ρίχνοντας καρέκλες στο πουθενά
αναποδογυρίζοντας κάδους, σμπαραλιάζοντας τον αυχένα μου
κρακ κρακ κρακ σε κάθε κίνηση
να διαλύομαι, κρακ κρακ
να βγάζω κραυγές που να κρατάνε όσο η νύχτα
κραααακ, πάρτα καραγκιόζη
έτσι, και να καίγομαι παράλληλα
κι ό,τι μείνει όρθιο απ'αυτό
αυτό να είμαι
καθαρός

λέει η καλή η φίλη πως για όλα φταίει κάποιο αξιωμένο βλέμμα
κάτι που ίσως με κοίταξε και με άλλαξε
γίνεται να αλλάξεις και μόνο από το κοίταγμα των άλλων
άκου να δεις πράματα
κι έτσι αρχίζεις, λέει, την κατιούσα μέχρι να βρεις ίσιωμα
κατιούσα εγώ ξέρω πως είναι ρώσικο τραγούδι
τραγουδισμένο στα σοβιετικά
στη γλώσσα της αγκαλιάς του κόσμου
άλλη ημιτελής γλώσσα κι αυτή

τι ταμπόν τι ταμπού, με την ίδια στολή προσπαθείς να μ'εξηγήσεις
αλλά δραπετεύω συνέχεια σαν το μπάσταρδο
που δεν μπορεί να κάτσει τον κώλο του σε μια λέξη
να βρει μία ρε παιδί μου και να τον περιγράφει
να πεις κάτι και να'ναι αυτό
αμάν πια με αυτές τις συνεχείς αναχωρήσεις
τσάο ραγκάτσι τσάο ψέλνει από το σαλόνι ο Τσελεντάνο
κι εγώ ακούω τσαρλατάνο
τον τσαρλατάνο μέσα μου, που με κοροϊδεύει
και με τις δύο έννοιες· με ξεγελά και με περιγελά
ο αλήτης
ξεγελασμένος από μέσα

ξέρεις τι'ναι να σου'ρχεται όλη η ζωή στη μούρη;
ξέρεις πόσο ανυπόφορη είναι ώρες ώρες η ευτυχία;
έχεις ιδέα πόσο δυστυχισμένο μπορεί να σε κάνει;
δυστυχισμένος θα πει χωρίς διέξοδο· χωρίς το άνοιγμα

είμαι τόσο καλά που θέλω να βάλω τα κλάματα
να'μαι μόνος χαράματα
πάντα μόνος είσαι τα χαράματα
α ρε γονίδη ποιητή
να'σαι μόνο χαράματα
αυτά είναι στόχοι
αυτή είναι μοίρα

γονίδης και λίγο κάφκα
να μιλάς μόνο με χρησμούς και επιθυμίες
και ακατάληπτα ξόρκια
εσένα θέλω μόνο αλλά δεν έχω χρόνο
είμαι μόνο χαράματα





[δικό μου ή του Μαγιού, Αθήνα]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


ένας κόσμος ανάποδα

E-mail Εκτύπωση PDF
Θόδωρε, Λευτέρη, Νικόλα, Μανώλη, Ούγκο, Θανάση,
Μιχάλη, Μενέλαε, Έττα, Δόμνα, Έρικ, Τσαβέλα, Άλκη, Βικ
είστε κι άλλοι πολλοί


Μάης, μήνας αναχωρήσεων. Εποχή αναχωρήσεων· σχεδόν αιώνας. Έχουν μαζευτεί πολλοί τώρα εκεί κάτω. Από κάτω, και μας κοιτάζουν· μάλλον. Οι φωτεινοί άνθρωποι που μας κοιτάνε ανάποδα, ασάλευτοι και ήσυχοι, που δεν είναι πια ανήσυχοι. Από κάτω, σαν να τους ραντίζει χάρη η βροχή του Θανάση -έχουν στήσει τώρα μια άλλη μάζωξη, μια αστρικά πιο ζωντανή γιορτή· μια γιορτή από κάτω. Κι είναι πια οι περισσότεροι εκεί. Συνωμοτικά μας άφησαν μόνους, σχεδόν όρθιους, να χάσκουμε ολότελα μέσα στα συντρίμμια -στα συντρίμμια τους- με κάτι στουρνάρες, κάτι τελευταίους, κάτι κομπογιαννίτες. Να παλεύουμε να μην κοιμηθούμε, να μην πλήξουμε από την απουσία, να μη μας γητεύσουν τα τέρατα.

Βαριά δουλειά, δεν λέω, έπεσε βαριά και συναρπαστική, τίμια ως το μεδούλι, πέσαμε κι εμείς με όρεξη, δοθήκαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα -δεν είχαμε και περιθώριο άλλωστε- αλλά ένας δγιάολος ξέρει αν θα προλάβουμε να πλάσουμε τόσο φως που λείπει. Λείπετε, ολοένα και λείπετε, αλλά δεν σας νοσταλγούμε. Σας το χρεώνουμε.

Σερβίρουμε θλίψεις και μαγειρεύουμε ανοίγματα να περάσουμε. Ξανά και πάντα.

2 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


του αγίου πνεύματος #2

E-mail Εκτύπωση PDF
ποιας ισπανίας ουρανός και ποιας ελλάδας
σε πολυθρόνα σαν κι αυτή τώρα ίσως κάθεται κι εκείνος


Είχα ξαναγράψει γι'αυτούς. Τους πνευματικούς ανθρώπους. Πριν δυο χρόνια, και πάλι με την ίδια αφορμή περίπου. Αυτή την ποιήτρια ασπούμε, που θαρρείς πως γεννήθηκε γριά και καταξιωμένη και που μόλις της αναγνωρίστηκαν τα ένσημα της ασκητικής ζωής και της αναχωρητικής στάσης απέναντι στις συνήθειες της πλέμπας, εκείνη δεν άφησε κεραία για κεραία και μικρόφωνο για μικρόφωνο, αγκάλιασε την πλέμπα και χαμογέλασε στις επίκαιρες απαιτήσεις της. Αυτά έγραφα για κείνη τότε. Από τότε, το ξεφτίλισε κι άλλο η εν λόγω. Κάτι ψέλλισε τώρα μέσα στην ποστ-ανυπαρξία της για τους μετανάστες και το χώρο που (της) πιάνουν, εννοώντας τα συφοριασμένα παγκάκια της ματαιωμένης πόλης που έχτισε -εκείνη και κάτι άλλοι υπέργηροι τυμβωρύχοι, και μετά έδωσαν τα κλειδιά στα βρώμικα χέρια που τους έτρεφαν. Φάτε ποίηση με διαφημίσεις.

Έλεγα λοιπόν για τον πνευματικό άνθρωπο ότι δεν τον μπορώ ορθολογιστή, νηφάλιο και σωτήρα, ότι τον φαντάζομαι και τον δέχομαι μόνο με όψη αλλόκοτη και απόκοσμη, αλλοπαρμένο και αιρετικό, ασυνάρτητο κι απολωλό, χτυπημένο και φαντασμένο -σαν από άλλο κόσμο, από τον άλλο κόσμο. Να μου δείχνει με το δάχτυλο τον άλλο κόσμο, να γέρνει το σμιλεμένο από το χρόνο δάχτυλό του προς την άλλη θάλασσα, όχι να μου κουνάει το δάχτυλο στη μούρη. Τον είχα πάντα για οχυρό, φρουρό των πιο ακέραιων λέξεων, των πιο πονεμένων κινήσεων και των πονετικών βλεμμάτων, των πιο ραγισμένων χειρονομιών. Να λέει μετανάστης και να κόβει τον αέρα με το σπαθί του και να σκοτώνει άθλιους δράκους, φόβητρο σ'όποιον τολμάει να λερώσει αυτή τη λέξη. Να ακούει ξένος και να πέφτει στη φωτιά να σώσει κάθε ξενίτη, κάθε ξενάκι -παναγιά μου παρηγόρα τα ξενάκια που'ρθαν τώρα. Γιατί ξέρω πως οι πατρίδες που έχει γνωρίσει αυτός ο άγιος φύλακας των λέξεων είναι τόσες πολλές, τόσο άπειρες, τόσο ανύπαρκτες και τόσο πραγματικές, που καμιά σημαία δεν του λέει τίποτα, κανένα κράτος, καμιά διαχείριση, κανένα υπουργείο. Κι ο νόστος, η επιστροφή σε κάθε μια από αυτές, να'ναι το ιερό καθήκον. Καθε βιβλίο και πατρίδα, κάθε λέξη και λιμάνι, μετανάστης στην αγκάλη σου, πατρίδα όπου γης, τέτοια λέγαμε μωρέ και ενώναμε τα βλέμματα, μ'αυτά αγκαλιαζόμασταν γαμώ το σταυρό σας ανέραστες διαχειρίστριες του λόγου και των σημείων της στίξης, όλο λέξεις αοριστία ο ενικός αριθμός και ο πληθυντικός και το κύριο όνομα των θλίψεων και αγγούρια. Το εμείς ρε ανέραστες, το γαμημένο ανυπόφορο κι ακριβοθώρητο εμείς. Το εμείς εδώ όλοι αγκαλιά, το εμείς τραγουδάμε για να ενώσουμε τον κόσμο. Ο Ρίτσος ρε σακατεμένες, Ο ΡΙΤΣΟΣ. Ναι ρε, στον κόσμο που ταξιδεύει το δικό μας πνεύμα, τα δικά μας πνεύματα, και βρίζουμε και βριζόμαστε και σας τα χώνουμε και δεν σας χωρίζουμε. Στην αγκαλιά επιστρέφουμε και στην πλατεία με το νόημα που'χε κάτι.

Ο Ρίτσος ρε, ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Χρονάς, ο Καρούζος, ο Κόρφης, ο Φωκάς, ο Αναγνωστάκης, ο Ζάχος κι ο Κορνέλιο Κουπ, ο Στίγκας, ο Χιόνης, ο Μπλέηκ, ο Φερλιγκέτι, ο Γκίνσμπεργκ, ο Καβάφης, ο πορτατίφ, η Καρέλλη, η Μπούμη-Παπά, ο Εμπειρίκος, ο Κάλβος, ο Βρεττάκος, ο Γκάτσος, ο Παζολίνι, ο Βάρναλης, ο Ρίλκε, ο Μαγιακόφσκι, ο Γκαίτε, όλοι οι άγιοι που'ναι τόσοι πανάθεμά τους που και να ξεχάσεις τους μισούς πάλι έχεις αρκετούς, ο Μπουκόφσκι ο σκατόγερος, αλλά άλλος σκατόγερος αυτός, όχι σκατόγρια σαν ελόγου της, το αγόρι που δεν έγραψε ακόμα την τελευταία λέξη γιατί είχε να διαβάσει τα μαθήματά του, το κορίτσι που πέρασε με το ποδήλατο και άφησε πίσω του λέξεις, λέξεις που έσπειραν παιδιά, ομορφιές, αγγίγματα, ολέθρους, κρίματα, ψέματα, αλήθειες, ανταμώσεις, αποχωρισμούς, αγόρια, ξανά αγόρια, κορίτσια, ξανά κορίτσια, τρελούς, τρελούς, τρελούς για ζωή και κουβέντα που έγραφε κι ο Κέρουακ, τρελούς να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, που ποτέ δεν χασμουριούνται, που ποτέ δεν λένε κοινότοπα πράγματα, που καίγονται, καίγονται σαν τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ'άστρα. Ποιοι μετανάστες και παγκάκια.

Ν'ακούμε μετανάστης και να μας πέφτουν τ'αυτιά κάτω. Να σκύβουμε το κεφάλι στη γη -αυτή είναι μάνα και πατρίδα ρε, terra madre θεότητα- να χαμηλώνουμε το βλέμμα, στη σκέψη όλων όσων δεν κατάφεραν το ταξίδι και πνίγηκαν κάπου στα μισά, όσων ξεβράστηκαν στα βράχια και έγιναν αριθμοί και δεν τους βρήκαμε μισό μνήμα να τους κλάψουμε, όσων έφτασαν και βρήκαν κόλαση, όσων έφυγαν από τον εξωτικό ζόφο για να γνωρίσουν τον ενωμένο ευρωπαϊκό, τον συνταγματικό. Να μην ξέρεις ξένος τι πάει να πει, να μη δέχεσαι να τ'ακούς, να μη μετράς, να μην ενδίδεις στις βρώμικες λέξεις τους, αυτές που φτιάχτηκαν για να μας χωρίζουν μεταξύ μας και να μας διαμελίζουν εντός μας. Τότε έχει κατοικήσει το πνεύμα μέσα σου -κάποιο πνεύμα- τότε είσαι πνευματικός. Να μη διαχωρίζεις τις ψυχές σε πολίτες και μετανάστες, σε ντόπιους και ξένους, να μην ισχύουν για σένα οι κρατικές ιδιότητές τους και όλες οι πληγές που απέκτησαν ερήμην τους, από οικονομική ανέχεια, από εγκληματικές διαχειρίσεις, από ανωτέρα βία ή -πιο απλά, ας το πούμε- από βία. Να έχεις πάντα φυλαγμένο ένα παγκάκι για τους πιο ταλαιπωρημένους του πλανήτη, για τους πλάνητες, για τους ανέστιους -άλλος ποιητής κι αυτός- για τους κατατρεγμένους, για τους αλήτες. Κι αν όχι παγκάκι, έστω μια λάμπα -ένα φως. Ένα φως που να δείχνει το δρόμο και να φωτίζει το στενό που σκοτείνιασε και στένεψε κι άλλο.

Όχι να κοκορεύεσαι για το μισό παγκάκι που σου χαρίστηκε, που δεν σου ανήκει, που δεν σου αξίζει. Που ανήκει στην πόλη που έχτισες με αίμα -και στάζει ακόμα αίμα από παντού. Και έδωσες μετά τα κλειδιά στους χειρότερους, εκείνους που ξήλωσαν τα παγκάκια και τα έκαναν τσιμεντένια δέντρα με λεφτά για τα κολλέγια των θρεφταριών τους. Που ξήλωσαν τα δέντρα σου και τα έκαναν σκόνη που σου μαυρίζει με καρκίνο τα πνευμόνια. Που σου έκαναν τη ζωή σμπαράλια, το βλέμμα σου άχρηστο -που να γυρίσεις να κοιτάξεις πια- έκρυψαν τη μέρα και τη νύχτα και ψάχνεσαι τώρα για λίγα ψίχουλα. Όχι ψίχουλα αγάπης. Ψίχουλα ψωμιού για να ζήσεις.



ΥΓ. Κι ας γίνω πιο πεζός για λίγο. Το πιο αποτρόπαιο με τους κουλταρουραίους που έχουν αποψάρα πάντοτε και για όλα, είναι ότι την ξεστομίζουν μόνο και μόνο για να επιπλεύσουν λίγο ακόμα στον αφρό της επικαιρικής συνάφειας, για να διαφημίσουν το κενό ανάπηρο έργο τους που χάσκει ανάμεσα αζήτητων και στερεμένων γωνία. Δεν τους νοιάζει καν η άποψη τελικά, δεν τους νοιάζουν καν οι μετανάστες και η κοινωνία, δεν τους νοιάζει να πάνε τα πράματα και τη σκέψη ούτε μισό χιλιοστό παραπέρα, δεν μασάνε από κατακλυσμούς. Επιβιώνουν στους κατακλυσμούς και επιβιώνουν με χάρη, αρκεί να επιπλέει η υπερεγάρα στον αφρό. Μαζί με τα μερικά ευρώ μιας κάποιας σύνταξης. Κι αν νομίζεις πως είναι προσωπικό το θέμα, πως αφορά απλώς πρόσωπα και σκατόγριες, θέλω να σου πω μόνο ότι μέχρι να πείσεις τους αληθινά αθώους φίλους σου -όλοι και κάποιους θα'χεις κι εσύ- που πιστεύουν αγνά στην ανιδιοτέλεια των οτινανίστας, η Κυψέλη -ενικός αριθμός, γένος της συμφόρησης, κλίση της αναξιοπρέπειας- θα'χει γίνει έρημος της Νεβάδα για πειράματα σε πλάνητες μπαγκλαντεσιανούς. Κι αύριο που θα παζαρεύουν κοψοχρονιά τις τιμές της ματωμένης γης, θα λέμε ποίηση εμείς οι ελάχιστοι και θα γελάνε μαζί μας. Θα μας λένε κική.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


μπότηδες

E-mail Εκτύπωση PDF

Τι τόπος κι αυτός, όλο εκρήξεις. Το θυμάμαι αυτό σε ένα ανήλιαγο βιβλιαράκι των επικολυρικών αναζητήσεων της πρώτης εφηβείας μου. Αντιστοιχούσε σε μια ηρωική ποιήτρια ή κάτι τέτοιο. Αργότερα έμαθα ότι πρόκειται απλώς για οικογενειακή φίλη. Συνειδητοποίησα με τα χρόνια ότι τα ποιήματά της τα'χα μάθει απέξω, τα'μπλεξα όμως μετά με τις λέξεις των ελύτηδων και των καβαφαίων, κάτι εγγονόπουλοι, κάτι ακροτελεύτιοι, κάτι απερινόητοι και κοκορέτσια. Ποίηση μπάχαλο μπλέξιμο. Μπλέχτηκαν κι οι λέξεις. Με τον καιρό συνηθίσαμε και τις εκρήξεις και τον τόπο. Για τούτο -έγραφε- αγαπήσαμε τις συναθροίσεις. Ή κάπως έτσι.

Τόσα χρόνια στο νησί του πάσχα, πρώτη φορά έκαμα ανάσταση περπατώντας -την πρώτη ανάσταση λέω, ναι. Διαβάζοντας και μπητ λέξεις του Κέρουακ. Εδώ στο νησί του πάσχα οι αναστάσεις είναι πολλές. Μία το πρωί και μία το βράδι, και στο ενδιάμεσο η ανάσταση του καθενός. Ένας τόπος όλο αναστάσεις. Σου'χα ξαναπεί γι'αυτή την ομορφιά· για τις μυρωδιές, τα φιλιά, τις πλάκες, τα πρωινά που διαρκούσαν ώρες ή και μέρες ολόκληρες, τα βράδια που διαρκούσαν βδομάδες, τις μεγάλες κουβέντες και τις μικρές στιγμές. Γενικά, ξέρεις· εκρήξεις. Εδώ τώρα περπατάω και με βρίσκει η ανάσταση -του κυρίου, όχι ακόμα η δική μου-  καθώς μπλέκομαι στους δρόμους του Κέρουακ, και δίπλα μου παντού εκρήξεις. Αληθινές σου λέω, όχι δήθεν ποιητικά και σχήματα λόγου. Μπότηδες που πέφτουν κάτω με χαρά και σπάνε. Κι από παντού ακούγονται κρότοι, όλος ο ουρανός μοσχοβολάει εκρήξεις. Κι είναι σαν πόλεμος σου λέω· μια τρομοκρατία της άνοιξης, μια συνωμοσία των πυρήνων της ομορφιάς, οι συνεχιζόμενες εκρήξεις των πήλινων μπότηδων. Το ξέρω ότι δεν με πιάνεις· γκούγκλαρέ το και θα νιώσεις. Τις εκρήξεις στο βάθος της άνοιξης· μιας άνοιξης που δεν ματαιώνεται, ό,τι κι αν λες. Ό,τι κι αν κάνουν.

Με πιάνεις όμως όταν σου λέω ότι χτες πολύ αργά μέσα στη νύχτα, ή ίσως νωρίς το πρωί, γύριζα στο παιδικό σπίτι -αυτό το φορτισμένο με τις άπειρες εκρήξεις- και βρήκα μια κωλοφωτιά κρυμμένη στο πλάι της σκάλας, αλλά που να κρυφτεί η δόλια που φωτίζει ανυπόφορα λαμπριάτικα μέσα στο βάθος της νύχτας και της σκάλας. Μικρός τις μάζευα τις κωλοφωτιές, σ'ένα διάφανο σακουλάκι. Μάζευα φως, και σαν μαζεύονταν πολλές το'χα για φακό μέσα στα καντούνια. Όταν έσωνε το φως τους και πήγαινε να εξαντληθεί, τις άφηνα λέφτερες να πάνε να ξαναβρούν φως και να ζευγαρώσουν. Μετά -πολύ μετά, μεγάλος πια- έμαθα ότι το φως αυτό είναι κόλπο των θηλυκών για να τις βλέπουν τ'αρσενικά και να θαμπώνονται. Τώρα πια ξέρω ότι τότε τις τυραννούσα αυτές τις θηλυκές που έλαμπαν για τ'αρσενικά και μόνο. Δεν ξέρω αν τις λες κι εσύ κωλοφωτιές. Πυγολαμπίδες θα τις βρεις στο γκουγκλ.

Με πιάνεις κι όταν σου λέω για κάτι κλαδιά που εξαπλώνονταν σαν χρόνια. Τότε που κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα και το νησί μας χαιρετούσε μεθυσμένο κι ήταν ωραία η ζωή· ήταν ωραία. Στο'χει σφυρίξει ο Παυλίδης, κάτι θα έχεις πιάσει. Με πιάνεις κι όταν σου λέω για την κλεμμένη ομορφιά, για την τόση κλεμμένη ομορφιά, για την πέτρινη πισίνα στο βάθος του αγρού, ένα άγριο σούρουπο στην Τοσκάνη που δεν έλεγε να τελειώσει το μπάσταρδο, που κρατούσε αιώνες, που δεν ξέραμε τ'όνομά μας, πως σε λένε ρε ομορφιά, ξερωγώ κάπως θα με λένε, δεν θυμάμαι τώρα, θυμάμαι μόνο τα στάχια και τα φεγγάρια, τις λέξεις, τα κρατήματα, την βασανιστική απαλότητα στο φως που έμπαζε από κάπου διαολεμένα ντάλα μεσάνυχτα, κι όλο ψάχναμε από που κι όλο δεν βρίσκαμε, κι όλο σε λέγανε λαμπρή, αλλά εσύ το'χες ξεχάσει, σ'ένοιαζαν μόνο τα στάχια και οι αγκαλιές και τα κρατήματα στον αέρα, κι όλο σε βρίσκαμε. Μετά σε ξαναείπαμε Τοσκάνη ή Σιένα ή Σιναλούνγκα, αλλά μου είπες ότι παλιά σε λέγαν Κέρκυρα, τώρα δεν θυμάσαι. Μου έμαθες ότι η μέρα του επιταφίου είναι πάντα μαγική σ'αυτό το νησί του πάσχα, πως όλα λάμπουν στο φως, όλα ξαναεπιστρέφουν ακέραια, όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν, όσα γι'αυτά κανείς δεν ξέρει. Μετά σκέφτεσαι πως όλα τελικά είναι μαγικά. Όλα μα όλα. Και που υπάρχω και υπάρχουμε, μαγεία σκέτη είναι. Αφέσου όμως λίγο και θα το νιώσεις. Κι ας μη με πιστεύεις.

Θα στο ξαναπώ. Δεν θα σου φέρω φωτογραφίες. Είναι κρίμα να μην είσαι εδώ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


ΠΑΝΚ

E-mail Εκτύπωση PDF

Το φέρνω συχνά στο νου μου, όχι χωρίς περίσκεψη και μια κάποια ενοχική απορία. Ακόμα και δω λοιπόν, στο καθαρό μέρος του λόγου, στο μόνος μου και όλοι σας -μόνος μου και όλοι μου, για την ακρίβεια- μπορώ και γίνομαι γραφικός, μπορώ και τα κάνω όλα γραφή. Μπορώ και τους δίνω σχήμα· συναντήσεις στα τρένα, περιγραφές ανθρώπων, περάσματα σκιών, απερινόητοι ταρίφες, επαναλήψεις, ματαιώσεις, καλοκαίρια, χαλάσματα, λίστες αισθημάτων, πάλι καλοκαίρια, πάλι ματαιώσεις, πάντα ματαιώσεις, αναχωρήσεις, αφίξεις, καλέσματα, πάλι καλέσματα, πάντα καλέσματα. Μόλις γράφεται η πρώτη λέξη όμως, ο κόσμος αλλάζει πρόσωπο, αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο. Δεν τα λέω γω αυτά, η γραμμή στον ορίζοντα τα λέει. Γραφικός ξεγραφικός, εγώ τσουγκρίζω το ποτήρι μου με τον γερο-Μπόρχες: γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για ν'απαλύνω το χρόνο που περνάει.

Στο τρένο, ασπούμε. Μπαίνει ένας -θα μπορούσα να είμαι εγώ αν με είχε τσακίσει εντελώς κάτι ή έλιωνα από την ανάγκη, κάποια ανάγκη- κρατάει ευγενικά την κιθάρα του, κουρδισμένη νεανικά, καλοβαλμένος αυτός, καθαρή φάτσα, ελαφρώς τσακισμένη, αλλά με αξιοπρέπεια ή ψώνιο -δύσκολο να το δω από κει που κάθομαι· ένας μικρός ρομαντικός παντελίδης. Παίζει την κιθάρα με ευαισθησία αττικού μεσημεριού και όχι εφέ αιγαίας παραλίας. Επειδή θέλει να τον ακούσουμε, όχι να μας κερδίσει. Παίζει χαμηλόφωνα, γιατί θέλει να μας ακούει ταυτόχρονα. Σίγουρα μας ακούει. Ασπούμε ότι ζητάει χρήματα. Δίπλα μου ακριβώς ένας άστεγος -ναι, ξέρω, επαναλαμβάνομαι στα φιλολογικά κοντράστ μου- κρατάει με ευλάβεια ένα ολόκληρο σπίτι σε μια σακούλα χόντος σέντερ, περήφανος σαλίγκαρος, δεν μοιάζει να'χει την ανάγκη κανενός. Δεν ακούει, δεν θέλει ν'ακουστεί, δεν ζητάει χρήματα. Δεν μας κοιτάζει καν. Όταν το βλέμμα χάνεται εντελώς, όταν δεν μένει τίποτα πια να κοιτάξεις, όταν δεν έχεις την ανάγκη κανενός, εμείς πρέπει να ντρεπόμαστε σε φυγή. Δεν έχεις τις λέξεις για να μιλήσεις, όσα αντίθετα κι αν σχηματιστούν μέσα σου. Κι έτσι, μαθαίνουν ν'αποφεύγουν οι άνθρωποι να αντικρύζουν το σχίσμα ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Για να μη ντρέπονται.

Και να θες ν'αφήσεις το ρομαντισμό, σε συναντά σε κάθε γωνία. Πίσω στην ήσυχη γειτονιά μου, αποκαλύπτεται από το πουθενά μια παρέα τριών ινδιάνων -δεν έχω ξαναδεί ινδιάνους στη γειτονιά μου- διασχίζουν φευγαλέα το δρόμο με τα κιθαρόνια και τους αυλούς τους παραμάσχαλα, μπαίνουν στο καφενείο και παίζουν το τραγούδι της αξιοπρέπειας. Στους κάδους έξω απ΄το σπίτι μου, ένα μπάσταρδο έχει γράψει με μαρκαδόρο slash axl rose, αναταράζοντας τα ιερά της εφηβείας μου -τι να σου λέω τώρα- γδέρνοντας από μέσα τα πιο φωτεινά μεσημέρια, τα βρεγμένα κορίτσια, τα φωναχτά διαλείμματα, τις αποβολές, τις αδικαιολόγητες απουσίες -πάντα αδικαιολόγητες ήταν οι απουσίες, πάντα αδικαιολόγητες θα είναι- τις υποσχέσεις μετά το σχόλασμα, την αλητεία, το κάθε γκολ που σ'έκανε μικρό θεό, το κάθε τρυφερό βρισίδι μετά από αμφισβητούμενη φάση -πάντα αμφισβητούμενες ήταν οι φάσεις, πάντα θα είναι. Τσακίζουμε λοιπόν το ρομαντισμό απ'όπου κι αν προέρχεται; Το'χεις να σηκωθούμε μια μέρα, ή μάλλον, να σηκωνόμαστε κάθε μέρα και να τα κάνουμε όλα ίσωμα;

Για λίγο, ή μάλλον για πολύ, νομίσαμε ότι ο ρομαντισμός είναι η φυγόκεντρη εμμονή στο δοκιμασμένο, η αφοσιωμένη επιμονή στο άξιο. Κι όμως. Να ντραπούμε σε φυγή, ξανά και ξανά. Να μας σώσουν οι ντροπές μας, να μας ξαναεπιστρέψουν ακέραιους. Να πιστέψουμε σ'αυτή τη φυγή προς τα εμπρός· σ'αυτό που δεν δοκιμάστηκε ακόμα και δεν πρόλαβε να γίνει αναπόληση. Οι αναμνήσεις από το μέλλον είναι ό,τι μας έμεινε. Πανκ ρε μουνιά. Πάντα πανκ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Μάρκος

E-mail Εκτύπωση PDF
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς
να το δείξεις περήφανα και να το τραγουδήσεις,
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς
να στρέψεις τη μορφή του προς τον ήλιο
Γιάννης Ρίτσος, Το παράθυρο

Κάπου μέσα στον καθημερινό τσάμπα λόγο, στα ψαχουλέματα των ύστερων της σωσιαλμιντιακής συνάφειας, πέτυχα μια σημαντική λίστα. Τη διάβασα ολόκληρη. Πρόσωπα ασύνδετα, ονόματα σε διάταξη, βαλμένα με τάξη τα βιογραφικά, γεμάτα σημασία και ψέμα. Φαίνονταν σπουδαία, διαβάζονταν ως επιδραστικά. Επιχειρηματίες, διευθυντές, βενζινοπώλες, ανέραστοι, ημιτάλαντοι, πολυτάλαντοι, αδερφές και παλικάρια, όλοι μας μαλλιά κουβάρια. Επιδραστικοί στο τσάμπα μας.

Και ο νους μου πάει στον Μάρκο· αβίαστα. Έξω από σημαντικότητες, έξω από μεγέθη, έξω από τα καλοβαλμένα βιογραφικά, έξω από ιστορικούς ρόλους. Ζηλιάρικα μάτια -τραγουδισμένα με αγάπη, ψαλμένα μέσα στο καθάριο ανυπόφορο φως, καθαγιασμένα από τον πόθο. Μια ευγένεια που δεν ξαναβρέθηκε σε λέξεις που συνόδευαν μπουζούκι. Σαν το κεράκι λιώνω -άνθρωποι μικροί, μικροί από τον πόθο, μεγάλοι στις λέξεις τους. Παραδοχές με αρχίδια, απ'αυτές που δεν τολμάει να προφέρει σήμερα εκείνος σ'εκείνη ή σ'εκείνον ή εκείνη σ'εκείνη ή σ'εκείνον. Σ'αγναντεύω -η μεγάλη ποίηση της πιο ταπεινής στιγμής που χάθηκε μαζί με τις ταπεινές στιγμές. Μόνο μεγάλες πράξεις μνημονεύουμε. Άντε και τα όνειρα· μόνο αυτά συνέχισαν.

Ένας φίλος μου έλεγε ότι πρέπει ν'αλλάξουμε τον εθνικό μας ύμνο. Ότι οφείλει να είναι κάτι που μας εκφράζει. Κι από πότε, του λέω, ο ύμνος είναι κάτι που μας εκφράζει; Ποια σημαία εξέφρασε την ψυχή μας; Ποια μας τύλιξε με αγάπη και άπλα; Ποια μας χώρεσε; Γεμάτα τα νεκροταφεία από σημαίες, από ηρωικά πτώματα τυλιγμένα στις ματαιώσεις τους. Όλες μπλε και άσπρο, αλλά το αίμα κόκκινο. Το αίμα πάντα κόκκινο, οι ματαιώσεις αλλάζουν χρώμα. Σημαίες άλλωστε υπάρχουν πολλές. Και ποιόνα ύμνο να βάλουμε ρε Στέλιο; Τη Συννεφιασμένη Κυριακή, μου'λεγε. Ματζόρε είμαστε, ζεϊμπέκικο είμαστε, περηφάνια στα χαλάσματα μπορούμε να είμαστε. Χορός όρθιος, λεβέντικος, σαν προσευχή. Μοιάζεις με την καρδιά μου. Κοίτα τώρα εικόνα.

Και με ξαναπαίρνει ο Μάρκος από τ'αυτιά. Είναι κρίμα να μ'αφήνεις μόνος μου να λιώνω. Ικέτης των πιο αγνών πόθων: εκείνων που κοστίζουν, που αφήνουν ουλές. Ο εθνικός ύμνος στον έρωτα και την επιθυμία. Στασίδι πρώτο, προσευχή. Ένας αναστεναγμός πριν, μια ανάσα μετά. Δύσκολο, σχεδόν αφόρητο, να τ'ακούς για νιοστή φορά και να μη νομίσεις ότι αλλάζει ο κόσμος, ότι μπαίνει φως στο δωμάτιο στα τίγκα μεσάνυχτα, ότι όλα ξεκαθαρίζουν μαγικά σαν να ήταν απλά από πάντα· απλά σαν τα ασήμαντα καθημερινά αντικείμενα που σου έγραφε κάποτε ο Ρίτσος, αλλά εσύ νόμισες πως εκείνος ήταν κόμμα, δεν ήταν ποιητής. Για έρωτα έλεγε. Μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα, μονάχα το φως κ'οι χειρονομίες του μες στο άπειρο, το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ'αφανίζει, παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα, δόξες κ'αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

Με πιάνω πάλι σε εύκολη τσάμπα ποίηση, προσπαθώντας να εξηγήσω το φως και το απλό. Να το εκλογικεύσω, να το χωρέσω στις μπάσταρδες αγωνίες μου, να το περιγράψω για να πω τι τελικά; Πόσοι αναστεναγμοί κρύβονται πίσω από τις λέξεις; Πόσες λέξεις γίνονται θρύψαλα μπροστά σ'έναν αναστεναγμό; Πόσες λέξεις και αναστεναγμοί -σε ποια αναλογία δηλαδή, αυτό με καίει- μπορούν να αφηγηθούν την κοινή μας αγωνία; Τελευταία ονειρεύομαι συχνά ανταμώματα. Ας πούμε, να βρεθούμε όλοι οι αγαπημένοι σ'ένα λάηβ του Rachid Taha, να πίνουμε τον πάτο μας, να φυσάει ένας αέρας που να μας πάρει και να μας σηκώσει και να μας φτάσει ως την Αλγερία, να μας πάρει ο διάορος το κεφάλι. Να προσευχόμαστε σ'αυτό που δεν έρχεται κι όλο αναβάλλουμε. Αυτά είναι όνειρα, αυτά είναι καλοκαίρια. 


1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


κατίδιο της βαϊμάρης

E-mail Εκτύπωση PDF

Γι'αυτό επέλεξα τη συγκεκριμένη κίνηση που έχουμε δει όλοι από τη χρυσή αυγή, χωρίς να σημαίνει κάτι αυτό για μένα. Απλά ήταν κάτι που ήθελα να χρησιμοποιήσω.

Να λοιπόν, όλη η μεταμοντέρνα στρέβλωση του επίκαιρου βίου μας σε δύο προτάσεις ενός πιτσιρικά ποδοσφαιριστή. Ένας ντετερμινιστής σημειολόγος θα έκανε πάρτι: επέλεξα, συγκεκριμένη κίνηση, έχουμε δει όλοι, χωρίς να σημαίνει κάτι, για μένα, απλά, κάτι, να χρησιμοποιήσω. Κάθε έκφραση σηκώνει τόνους ανάλυσης. Ασπούμε, αυτό το "έχουμε δει όλοι". Για πότε έγινε ποπ παραδοχή το ζοφερότερο σκοτάδι, έτσι; Ούτε που το κατάλαβες φίλε μου πνευματικέ, που κρατάς ακόμα τον Καστοριάδη κάτω από το μαξιλάρι μπας και σε σώσει από το κακό που θα'ρθει. Που ήρθε δηλαδή, αλλά ακόμα έχουμε τον Καστοριάδη. We will always have Paris.

Δεν είναι φασισμός αυτό, έγραφε πριν καιρό ο φίλος μου ο μάο. Ακριβώς αυτό είναι τελικά ο φασισμός. Δέκα μπετόβλαχοι που τ'αρπάζουν από δέκα μεριές, υποτακτικοί στην κοψιά τους και υποτελείς κατά συνείδηση, που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μόνο σε συνθήκες υποτέλειας, κι από κάτω ν'ακολουθεί ένα τσούρμο, που ούτε κότσια για ξύλο και τσαμπουκάδες έχει, που αρκεί να του δώσουν μια ιδέα (τύπου) στεγανή για ν'αντέχει το κρύο. Το κρύο της τώρα τρόικας, το κρύο της καθημερινής μαλακιζμένης αμηχανίας, το κρύο του αφόρητα αβέβαιου μέλλοντος και της συνθηκολογημένης ανελευθερίας, που ακόμα κι αν δεν εκλογικεύεται στο φτωχό μυαλό του κάθε κατίδη, είναι αποτυπωμένο σε κάθε ηλίθιο και κακότεχνο τατουάζ του. Υπάρχω, θέλει να φωνάξει. Υπάρχω, σε μια εποχή που δεν αφήνετε κανέναν διάολο να υπάρξει. Χρυσή αυγή; Χρυσή αυγή. Τόσα ξέρω τόσα λέω. Αν ήξερα, είπε, τι θα προκαλούσε η κίνησή μου, δεν θα το'κανα ποτέ. Ακριβώς αυτό είναι το θέμα μικρέ μου κατίδη. Αν ξέραμε, όλα θα ήταν αλλιώς. Κι ούτε από χρυσές αυγές θα ήξερες, ούτε τίποτα. Αν ξέραμε, θα είχαμε φτιάξει άλλον κόσμο. Είτε δεν ξέραμε όμως είτε δεν θέλαμε είτε δεν μπορέσαμε. Ζήσε σ'αυτόν τον κόσμο. Με μια μαλακία για το φίλο σου τον Παυλή περισσότερη, με μια μετριοκαριέρα λιγότερη. Υπάρχει και ζωή πέρα απ'αυτό, πέρα απ'την κερκίδα, πέρα απ'την ανοησία. Πέρα από το οχυρό του δεν κατάλαβα. Υπάρχει μια ζωή που σου ανοίγεται, για να καταλάβεις, για να δεις τι είναι οι χρυσές αυγές και τι μαύρα σκοτάδια φέρνουν. Έχεις όλο το χρόνο.

Θα πεις όμως, όπως και είπες δηλαδή, ένας ποδοσφαιριστής είμαι μόνο, αυτό είπε κι ο προπονητής σου, αυτό λέει και το συμβόλαιό σου, δεν είσαι άνθρωπος, είσαι ποδοσφαιριστής μόνο, σημασία έχουν οι τρεις βαθμοί, δεν έχει να κάνει αυτό με μένα, όλα σε χαχάνικο τόνο, όλα κουλ, όλα δεν τρέχει τίποτα παιδιά, εγώ ποδοσφαιριστής είμαι μόνο. Ούτε εξηγήσεις δεν ξέρεις να δίνεις· απειροασήμαντη λεπτομέρεια όταν δεν ξέρεις καν να διαβάσεις τι έγινε. Μεγάλωσες -και ήδη βιοπορίζεσαι και παλεύεις- σε ένα σύστημα που σημασία έχουν μόνο οι τρεις βαθμοί. Το γκολ σου, το ξέσπασμά σου, άντε κι ο φίλος σου ο Παυλής. Τα δημαράκια που καταδίκασαν το ναζισμό σου -που μολύνει το ποδόσφαιρο, αλλά όχι το κοινοβούλιο- το ξέρουν καλά αυτό. Κι οι βορίδηδες κι οι κασιδιάρηδες το ξέρουν. Σημασία έχουν οι τρεις βαθμοί της νίκης. Όλα τ'άλλα για πούλημα.

Ξεκίνησα ποστ σε τόνους κηρύγματος και καταλήγω να γράφω σε δεύτερο ένικο, πάλι σαν κήρυγμα ίσως -αλλά απευθυνόμενος σε άνθρωπο, όχι σε αόρατη σφαίρα λέξεων και ιδεών. Μέχρι λοιπόν γιώργο κατίδη να φτάσεις να μάθεις ότι η χρυσή αυγή δεν είναι ούτε χρυσή ούτε αυγή, ξεκίνα από το ότι ακόμα και ο χαιρετισμός μας κρίνεται σ'αυτή τη ζωή, χαρακτηρίζει ποιοι είμαστε. Δεν ήξερες, δεν άκουσες, δεν ρώταγες. Ακριβώς. Εσύ κι ένας φιλήσυχος φτωχούλης στα περίχωρα της Βαϊμάρης.

Και μη ρωτήσεις τι είναι η Βαϊμάρη· μάθε καλύτερα τι τέρας είναι ο φιλήσυχος φτωχούλης της.


2 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


under the influence

E-mail Εκτύπωση PDF

Βαλ'το πρώτα να παίζει και μετά διάβαζε. Αλλιώς δεν λέει.


Συνήθως γράφεις αφού περάσει η μπόρα. Κρατάς κάτι από τη φλόγα, φωλιάζεις ανάμεσα στις παλάμες σου αυτό που σε καίει, εκείνο που φλέγεται, εκείνο που λέει την αλήθεια, και μ'αυτό γράφεις. Είναι το μόνο που μπορείς να πιστέψεις, το μόνο που βρωμάει πίστη. Μέσα στη φωτιά νιώθω ασφαλής. Καίγομαι και με καταλαβαίνω, με αναγνωρίζω. Οπουδήποτε έξω, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται· δεν ξέρω να συγχρονιστώ. Ιχθείς, λένε τα ζώδια· γι'αυτό. Είναι καιρός τώρα που η Κατ Πάουερ μου τα εξηγεί όλα καλύτερα, πιο καθαρά. Τελευταία τα λέμε για ώρες. Έχει κρύψει στους δίσκους της όλες τις απαντήσεις, ό,τι ερωτήσεις κι αν έχω. Την ακούω και τώρα να μου μιλάει· με φωνή που καλύπτει την μπόρα. Μέσα από τη φωτιά γράφω, την έχω στο τέρμα, όλα στο τέρμα, αγάπες και πίστη στο τέρμα, αν δεν τα ζήσουμε στο τέρμα δεν θα μάθουμε όριο τι πάει να πει, πάντα τέρμα φτάναμε κι όλο ξεκινούσαμε, πάντα ξεκινάμε, πάντα εδώ είμαι, έτοιμος για τέρμα και όρια. Γράφω παραμορφωτικά. Παραμορφωτικά ακούω κιόλας, παραμορφωμένα ζω, μπαινοβγαίνοντας στη φωτιά και τις μπόρες. Μια μέρα όμως θα την ρωτήσω γιατί και δεν θα ξέρει να μου απαντήσει τίποτα· θα τα χάσει, θα ξεκουρδιστεί η φωνή της, θα σπάσει η κιθάρα σε εκατό κομμάτια. Αν έχεις κότσια Κατ, πες μου γιατί. Εκείνη θα χαμηλώσει το κεφάλι, θα το κρύψει ανάμεσα στις παλάμες που κρατάνε εκείνο που φλέγεται, έτσι θα κάψει λίγο το πρόσωπό της -ξέρει αυτή, χωρίς ν'αφήσει αμυχές κι εγκαύματα- και με την πιο αργή κίνηση του χρόνου, σαν σε ιεροτελεστία ενός μεγάλου αποχωρισμού, θα ξανασηκώσει το βλέμμα και θα το καρφώσει πάνω μου και η ειλικρίνειά της -το μόνο που έμεινε στον κόσμο- θα με ξεσκίσει. I don't want to be a bad woman and I can't stand to see you be a bad man. Τελευταία φορά που μου τα είπε τόσο καθαρά, μάτωσα. Mε έπιασε απροετοίμαστο. Όπως σε βρίσκουν πάντα όλα.

I want to be a good woman and I want for you to be a good man. This is why I will be leaving and this is why I can't see you no more. I will miss your heart so tender and I will love this love forever. Την επόμενη φορά που θα τα πούμε Κατ, θέλω να'ρθεις να μου παίξεις μόνο κιθάρα· ή, ακόμα καλύτερα, να μου μιλήσεις πολύπλοκα και μπερδεμένα, έτσι όπως καταλαβαίνω και μπορώ και κρύβομαι. Χωρίς πύρινα φυλαχτά στις παλάμες. Ξέρω ότι δεν το μπορείς, αλλά ούτε κι εγώ μπορώ, να κοιτάζω το κουμπί του play και να τρέμω. Και σαν ερωτευμένος με τον ίλιγγο, να το πατάω. Ξανά και ξανά.

Μου μιλάει κι ακούω πίσω της τον Βέντερ να μουρμουράει, ακούω και τον Γουόρεν Έλις να ξύνει το βιολί του με μια ωμή ειλικρίνεια που δεν ξέρω να διαχειριστώ. Θυμάμαι ότι κάπου είχα και τους ψιθύρους του Βέντερ μαζεμένους σ'ένα σιντί, είχε για εξώφυλλο τον άνθρωπο που γράφει ένα γράμμα στο βυθό της θάλασσας και έχει μείνει εκεί αιώνες. Δεν το βρίσκω το σιντί, κάπου θα'χει παραπέσει. Ίσως να έχει μείνει στο βυθό.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά

Σελίδα 5 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA