blog




ΜΟΝΟ ΑΕΚ

E-mail Εκτύπωση PDF

Διαβάζω τα συνθήματα· τα απόλυτα, οριστικά, απαρέγκλιτα, λακωνικά, απαιτητικά, επιτακτικά -γι'αυτό και πάντα σε μαύρο- συνθήματα στους τοίχους της πόλης· εδώ στη γειτονιά και αλλού. Εδώ στη γειτονιά που κάποιοι, κάποιοι πολύ μακρινοί της, τη βλέπουν μόνο ως επέκταση του φαντασιακού τους, ως δικαίωσή του για την ακρίβεια. Γήπεδο για την ομάδα; Γήπεδο για την ομάδα. Ποια είναι η ομάδα; Ποιος ξέρει. Πόσο ομάδα είναι, πόσο μέλος της ομάδας είναι κι εκείνος, τι είναι ομάδα για εκείνον; ΕΔΩ ΜΟΝΟ ΑΕΚ γράφουν πάνω στα συντρίμμια· στα συντρίμμια του ο,τιδήποτε. Του ο,τιδήποτε μπορούσε να υπάρξει και να αξιωθεί την αναπνοή μιας άλλης πόλης, μιας άλλης συνεννόησης των ανθρώπων· ψιλά γράμματα για τους εκπαιδευμένους στο στημένο στοίχημα και στο τζόγο χωρίς περιπέτεια, στο μικροαστισμό ως λάβαρο και όχι ως κατάντια, στους γοητευμένους από τη γλώσσα των δυνατών, που δεν φυλάνε ούτε ένα βλέμμα για τον δίπλα αδύνατο, που δεν φαντάστηκαν ποτέ να μοιράζονται κάτι μαζί του· ή με κάποιον. Πάνω απ'όλα, τα συνθήματα μαθαίνουν στην πόλη αυτό ακριβώς· ότι δεν μοιραζόμαστε τίποτα. ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ. Άλλο σύνθημα αυτό, γραμμένο με το ίδιο χυδαίο χρώμα, από το ίδιο χέρι σπρέι. Όχι χέρι. Σπρέι. Η επιθυμία σύνθημα. Η επιθυμία επιχείρημα. Όχι ως επιχείρημα, αλλά ως τσαμπουκάς. Μια επιθυμία που δεν είναι επιθυμία· είναι καταναγκασμός. Άνθρωποι καταναγκασμένοι, άνθρωποι σπρέι, άνθρωποι που μιλάνε σε κεφαλαία γράμματα. Που δεν μιλάνε, γιατί δεν ακούνε. Που δεν έζησαν ποτέ σε πόλη. Μόνο καβαλάνε παπάκια και βολοδέρνουν από πάρκινγκ σε πάρκινγκ. Προσωρινές σταθμεύσεις όλη η βόλτα τους, εξυπηρετήσεις, διευθετήσεις, δικαιολογίες, υπεκφυγές, κλανιές, ρεψίματα. Άνθρωποι χωρίς λειτουργίες· άνθρωποι που δεν χωνεύουν. Που δεν χωνεύουν τους ανθρώπους. Που δεν χωνεύονται.

Διαβάζω αυτές τις μέρες τον τελευταίο Κούντερα, τη Γιορτή της ασημαντότητας. Οι άνθρωποι, γράφει, συναντιούνται στη ζωή, φλυαρούν, συζητούν, διαπληκτίζονται, χωρίς να συνειδητοποιούν πως απευθύνονται οι μεν στους δε από μακριά, καθένας από ένα παρατηρητήριο που είναι χτισμένο σε διαφορετικό σημείο του χρόνου. Σκέφτομαι πόσο τρυφερή και γεμάτη κατανόηση είναι πάντα η στάση του ανθρώπου που ξέρει να γράφει, που έχει χέρι κι όχι σπρέι, που έχει λέξεις για το χέρι, που έχει λέξεις κι όχι επιχειρήματα, που έχει σκέψεις πέρα από τις επιθυμίες. Σκέφτομαι ότι αν κάτι διακρίνει τον πολιτισμό μας -τον πολιτισμό που από δω μεριά καταλαβαίνουμε και επιμένουμε μόνο αυτόν να καταλαβαίνουμε- είναι η πίστη στις άλλες λέξεις, στην άλλη κατανόηση, στη σκέψη πέρα από την επιθυμία· στη σκέψη τελικά που τοποθετεί κάθε επιθυμία εκεί ακριβώς που της αξίζει: σε ένα απόλυτο που δεν γράφεται, όσο κι αν περιγράφεται· που δεν λέγεται, όσο κι αν μιλάμε. Κάθε επιθυμία εκεί που της αξίζει: μαζί με τους άλλους, μαζί με όλους. Μαζί με όσους γίνεται, έστω. Μαζί όμως, μόνο μαζί. Όχι εκτός τους, όχι εναντίον τους, όχι ερήμην τους. Ποτέ ερήμην τους.

Ο αποκεί πολιτισμός, ο πιο άμεσος, ο πιο ενστικτικός και ανένδοτος, μπορεί και εκφράζεται με λίγες λέξεις· με δύο λέξεις. ΜΟΝΟ ΑΕΚ. Κι ό,τι γίνει. Κι ό,τι γίνουμε, κι ό,τι φτάσουμε. Σάμπως μας ένοιαξε ποτέ, σάμπως κοπιάσαμε ποτέ. Μόνο κάτι στη θέση του κάθε τι. Μόνο κάτι για τώρα. Μόνο γήπεδο στη θέση του παλιού γηπέδου. Μόνο γήπεδα, μόνο αρένες.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


kind of blue

E-mail Εκτύπωση PDF
for whatever we lose (like a you or a me)
it's always ourselves we find in the sea


Στα πρώτα μου αγγλικά -μικρός πρέπει να ήμουν, τότε που μάθαινα ακόμα- θυμάμαι τη δασκάλα να μας εξηγεί ότι η λέξη blue μεταφράζεται και ως μελαγχολία -ή ως ένα κάτι επίθετο για όταν μελαγχολούμε. Δεν θυμάμαι πόσο ψαγμένη ήταν, δεν της φαινόταν άλλωστε, αλλά θυμάμαι να ακούω πρώτη φορά τη λέξη blues, κι εκείνη να μας εξηγεί ότι η Bille Holiday είχε θλίψη στη ζωή της και γι'αυτό η μουσική που τραγούδησε πήρε αυτό το όνομα, μετά να μας μεταφράζει εκείνο το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς που ποτέ δεν διάβασα, even cowgirls get the blues· μελαγχολούν. Σκέφτομαι τώρα πόσες ιστορίες μάθαμε μέσα από τις λέξεις· σε αυτή ή στην άλλη γλώσσα. Πόσες εικόνες έρχονται μαζί με την κάθε λέξη, όχι ως ανάμνηση, αλλά ως εξήγηση. Στην αυθαίρετη διαδικασία της μετάφρασης, όχι μόνο κάτι δεν χανόταν, αλλά αντίθετα πολλαπλασιαζόταν. Κάπως έτσι μάθαμε την άλλη γλώσσα, μετά σκαλίζαμε οργισμένους δίσκους από την Αμερική και μαθαίναμε τη γλώσσα της κυριολεξίας, ξεπατικώναμε εικόνες για συνθήματα, against the grain that's where I stay. Μετά τις χορεύαμε τις λέξεις, αν και δύσκολο να εξηγήσουμε τότε στους γονείς μας ότι τα mosh pit δεν ήταν παρά ο μεγάλος χορός των λέξεων και των σωμάτων. Mosh pit, ναι. Δεν μεταφράζεται, είναι μόνο εικόνα.

Δεν είχα κανένα γνωστό τρόπο να συνδυάσω το μπλε της δασκάλας με αυτό της θάλασσας. Πάντα τη φοβόμουν -τη θάλασσα, όχι τη μελαγχολία- ποτέ δεν γίναμε ακριβώς φίλοι, άργησα και να μάθω να κολυμπάω. Στα μάτια μου ήταν πάντα κάτι τρομακτικά γοητευτικό, για την ακρίβεια τρομακτικό σκέτο -με τον τρόμο που σου προκαλούν όλα αυτά που σε ξεπερνάνε, που σε περιέχουν, που σε ταξιδεύουν, που μπορούν να σε σκοτώσουν, να σε βγάλουν στον αφρό, να αιωρηθείς, να μείνεις χωρίς βάρος, να βουλιάξεις από το βάρος, να βουτήξεις, να συναντήσεις ολόκληρες χαμένες μυθικές πόλεις ή τέρατα που με όμοια τους δεν έχεις τρομάξει στη στεριά. Καμία μελαγχολία δεν έχει το μπλε της θάλασσας, μόνο περιπέτεια έχει. Άσε που δεν είναι καν μπλε. Μπλε το βλέπουν τα μάτια μας. Μπλε βλέπουν τα μάτια μας κάθε τι που μας ξεπερνάει, τον ουρανό ας πούμε τον βλέπουμε απόχρωση του μπλε, ενώ δεν είναι. Κι εδώ που τα λέμε, η μελαγχολία έχει ήδη χρώμα· είναι ο μαύρος από τους τέσσερις χυμούς του σώματος, η μαύρη χολή. Οι γλώσσες είναι μπέρδεμα των χρωμάτων. Όταν μιλάμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να μπερδεύουμε χρώματα. Να λες μπλε και να καταλαβαίνει ο άλλος μαύρο. Να σου λέει μπλε, ένα τρυφερό στόμα στ'αυτί ασπούμε, κι εσύ να μην καταλαβαίνεις θάλασσα. Οι γλώσσες μόνο όταν μιλιούνται γίνονται κατανοητές, το λένε και οι επιστήμονες. Γι'αυτό τις λένε γλώσσες. Ίδια η λέξη για το όργανο που αρθρώνει τις λέξεις, ίδια και αυτή για τον κόσμο των λέξεων και των συνεννοήσεων. Κι οι γλώσσες δεν χρειάζονται μετάφραση. Μόνο κοινό τόπο. Έτσι τα βρίσκουν οι άνθρωποι. Μαζί.

Ο κόσμος που συναντάς, οι φίλοι, ρωτάνε τι κάνεις, είσαι καλά. Καλά πρέπει να πεις, αυτό θέλουν να ξέρουν. Κάθε άλλη απάντηση είναι μια ιστορία· δεν είναι απάντηση, είναι ερώτηση. Το καλά είναι μια συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων, ένα τυπικό τελετουργικό για όσους πιστεύουν ακόμα στην ευγένεια, ένας κώδικας μεταξύ των κοντινών ανθρώπων, αυτών που ξέρουν κι από χειρονομίες. Καλά πρέπει να πεις και να το εννοείς· είναι μια αφορμή για να το εννοήσεις. Μπορείς να πεις και μπλε· το ίδιο είναι. Και χωράει πολλές περισσότερες ιστορίες και απαντήσεις. Και ερωτήσεις.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Σιμεόνε των καιρών

E-mail Εκτύπωση PDF

με τον Τζονιθίν


Κάτι τέτοιες μέρες νοσταλγώ το παλιό εκείνο βλογ όπου, μαζί με δυο αλάνια από τα λίγα, γράφαμε για μπάλα. Γιατί πέρα από το ότι υποτίθεται δεν γράφαμε για μπάλα, αλλά για πράματα που μπορείς να εξηγήσεις μέσω της μπάλας (όπως μας μαθαίνει κι εκείνος ο γάλλος με την ψυχή αλγερίας), πάνω απ'όλα γράφαμε για μπάλα. Για την ίδια τη μπάλα, γι'αυτό που συντελείται εντός των 90 λεπτών (εκτός αν φτάσει στα πέναλτι) μέσα από τις γραμμές που οριοθετούν το αντικείμενο μιας ανθρώπινης δραστηριότητας -και δη συλλογικής, εφ'όσον πραγματώνεται από ομάδες. Γρασίδι, τέρματα, σέντρα, μικρή και μεγάλη περιοχή, σημαιάκια του κόρνερ, όλα τα απαραίτητα που σηματοδοτούν ένα χώρο ως συνθήκη και δύο όριά του ως τον μόνο αντικειμενικό σκοπό: την επίτευξη τέρματος. Ο μεγάλος σκοπός ορίζεται από τον κανόνα, κι ο κανόνας ορίζει ξανά τον μεγάλο σκοπό: νικάει εκείνος με τα περισσότερα τέρματα. Όλα τα υπόλοιπα είναι στρατηγικές και τακτικές, που ενίοτε ακολουθούν το πνεύμα των καιρών, δεν στοχεύουν απαραίτητα στη νίκη, ούτε καν στην επικράτηση των σημείων, αλλά στην καταστροφή του αντιπάλου, δηλαδή στην αποθέωση κάθε ηττοπαθούς συνθήκης που έχει ως αφετηρία το μη χείρον βέλτιστον. Οι γνώστες της πολεμικής (και πολιτικής) Ιστορίας των αιώνων γνωρίζουν πως η καταστροφή του αντιπάλου είναι μέρος της τακτικής, αλλά ποτέ ο σκοπός. Η δολιοφθορά ποτέ δεν καταγράφηκε ως ηρωική αρετή στο βιογραφικό κανενός πολεμιστή. Να, τέτοια ασπούμε γράφαμε, προσπαθώντας να διαβάσουμε διαλεκτικά το αντικείμενο που λέγεται μπάλα. Και διαλεκτικά σημαίνει πρώτα απ'όλα, να ορίσουμε ότι το αντικείμενο είναι η μπάλα, το παιχνίδι. Δεν είναι ούτε η κερκίδα, ούτε η φιλολογία περί οπαδικών ιδεολογημάτων, ούτε οι μπέοι και η διαχείριση μαύρου χρήματος, δεν είναι ο καργιώλης ο καπιταλισμός, δεν είναι συνθήματα για την αδικία και την εκμετάλλευση, τα οποία μέσα από ανώφελα φαντασιακά σχήματα προσπαθούμε να προβάλλουμε σε κάτι που η μόνη σοβαρή διάσταση ήταν, είναι και θα παραμένει η ίδια: το ίδιο το παιχνίδι. Ίσως δηλαδή να είναι και όλα αυτά, αλλά μόνο ως στοιχεία του μύθου, ως μέρος της τελετουργίας. Στα 90 λεπτά, όλα αυτά απλώς συντελούν· βιώνονται από τους πιο μέσα, βιώνονται και με καμιά πίτσα μπύρα και καψιμίδικο χαβαλέ από το σπίτι, αλλά δεν συνηγορούν. Αποτελούν το σάουντρακ ή το σκηνικό· όχι την ταινία. Ναι, τέτοια γράφαμε.

Ξεκινάει λοιπόν ο τελικός και στο εικοσάλεπτο πάνω, λέει ο Γιάννης θα το πάρει η Ρεάλ 4-0. Δάγκωμα, γιατί κι αυτός και όλοι είμαστε με την Ατλέτικο· γιατί έχουμε μάθει να σιχαινόμαστε τη Ρεάλ περισσότερο απ'ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο, ακόμα κι απ'το βάζελο. Και γιατί στο 0-0, κάθε ελπίδα είναι ακόμα ανοιχτή, δεν υπάρχουν φαβορί, ένας αγώνας είναι, έντεκα εμείς έντεκα αυτοί, ξέρεις, τέτοια. Εκτός αν τα διαβάσεις όλα με τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού, συμπληρώνει ο Γιάννης. Βάνει το γκολ η Ατλέτικο, πανηγύρια στον καναπέ. Κάπου δώδεκα λεπτά πριν τελειώσει η κανονική διάρκεια, ο Γιάννης ξαναθυμάται τον διαλεκτικό υλισμό και μας ανακοινώνει ότι θα το πάρει η Ρεάλ. Δάγκωμα ξανά που βγαίνει σε γέλωτα· η ελπίδα άλλωστε είναι μόλις λίγα λεπτά μακριά. Στις καθυστερήσεις ισοφαρίζει η Ρεάλ, κλείσιμο ματιού. Γιατί όταν κάνεις τόσες ευκαιρίες και πιέζεις τόσο και είσαι η Ρεάλ, στατιστικά και μόνο μία θα μπει μέσα. Γιατί όταν το σύστημα πολιορκεί το σύνολο με τόση μανία και το σύνολο έχει αγγίξει αντοχές, δεν μπορεί παρά να καταρρεύσει. Γιατί όταν το σύνολο έχει μάθει να παίζει μόνο ως σύνολο, θα καταρρεύσει και ως σύνολο. Γιατί όταν τη δύσκολη ώρα λείπουν οι προσωπικότητες, που μέσα από το σύνολο θα αναδείξουν την αξία της μονάδας και το θεμελιώδες μαρξιστικό επίδικο -ότι η συλλογική πράξη προϋποθέτει την πρωτοβουλία της ατομικότητας και, αντίστροφα, η ατομικότητα αναδεικνύεται ηθικά μόνο μέσα στο θρίαμβο της συλλογικότητας- τότε κάθε μάχη είναι καταδικασμένη. Γιατί δεν μπορείς να κρατήσεις κανένα σκορ, χωρίς να έχεις το νου σου πάντα στο αντίπαλο τέρμα· στον σκοπόΓιατί το σύστημα μπορεί να σε ισοπεδώσει ακόμα και στις καθυστερήσεις, ακόμα και εκεί που το θεωρείς ξοφλημένο. Δεν υπάρχει πιο λυσσασμένο θηρίο από το λαβωμένο, το λέει κι ο Μακιαβέλης αυτό. Στον καναπέ, λέμε μόνο Φαλκάο και συνεννοούμαστε.

Η παράταση είναι πάντα ένα άλλο ματς, πιο αυθαίρετη κι από τα πέναλτι, σπανίως δίκαιη για τα 90 λεπτά, απόλυτα δίκαιη για τις αντοχές που ξεμένουν. Η Ρεάλ σημειώνει και άλλο τέρμα. Κι άλλο, και μετά ένα τέταρτο. Στα τελευταία δέκα λεπτά της παράτασης όλα αυτά. Γιατί όταν το μόνο υπαρκτό οικόδομημα (γκούγκλαρέ το και ως εποικοδόμημα) δεν έχει πέσει κάτω, τότε μόνο να σε ξεκοιλιάσει θέλει. Γιατί όταν δεν φτάνουν οι δυνάμεις σου να το νικήσεις, τότε αυτό θα σε ξεφτιλίσει. Γιατί όταν έχεις αποδεχτεί το ρόλο του αουτσάιντερ, ο μεγάλος αντίπαλος σου έχει φτιάξει ήδη τη φάκα. Γιατί το σύστημα έχει άλλη στόφα και είναι πάντα πιο έτοιμο. Γιατί δεν μισούμε τυχαία τη Ρεάλ. Γιατί αυτή είναι το σύστημα, και τα ερυθρόλευκα της ομορφιάς είναι μια ανέτοιμη ελπίδα που δεν λέει να μάθει, δεν έχει βρει τα τρωτά του μεγάλου αντιπάλου, όσο κι αν τον έχει κερδίσει στα σημεία, όσο κι αν έχει κερδίσει την καρδιά μας, όσο κι αν πάντα παραμένει η ελπίδα. Και η ομορφιά.

Κάθε Ντιέγκο είχε κερδίσει την καρδιά μας. Κέρδιζε όμως και τους μεγάλους αγώνες. Αυτό που ξεχάσαμε είναι ότι ο χτεσινός Ντιέγκο δεν ήταν μέσα στις γραμμές του γηπέδου, αλλά έξω από αυτές. Δεν φορούσε τάπες, αλλά μαύρο κουστούμι. Δεν μπορούσε να πάρει πόδια, μόνο να ξεσηκώσει τους παίχτες του και τον κόσμο. Και με ηρωική συνέπεια φρόντισε -με την αποβολή του- να βγει ακόμα πιο μακριά από τις γραμμές. Εκεί που οι άλλοι είδαν ανατροπή, εκείνος έβλεπε να επιβεβαιώνονται όλοι οι κανόνες. Γι'αυτό εξοργίζεσαι, γι'αυτό λύνεται η γραβάτα σου, γι'αυτό μπουκάρεις μανιασμένος στο τερέν, γι'αυτό τελειώνεις την παράσταση με ένα κρότο. Όχι για την τιμή των όπλων, αλλά για να καταθέσεις την τελευταία σφαίρα που σου απέμεινε. Κι ας φύγεις λαβωμένος, κι ας σε λοιδωρήσουν, κι ας μιλήσουν για φυγή. Εσύ ξέρεις πρώτος απ'όλους πως πιθανότερο είναι να λήξουν όλα μ'ένα κρότο, παρά η γη να γίνει κόκκινη. Ο διαλεκτικός υλισμός περνάει πρώτα από τη βαθιά κατανόηση των πραγμάτων. Η ουτοπία του μέχρι τώρα αδύνατου θα φανερωθεί όταν πάψει να είναι τόπος του αδύναμου

To the stars my love, to the sea.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Κωνσταντίνου και Ελένης

E-mail Εκτύπωση PDF

για τον Φώντα

*

Τελευταία μιλάμε πολύ· με πλήκτρα, έστω. Μιλάμε μέσα από τα δάχτυλα. Συντονίζονται χορευτικά με ταχύτητα, όσο πιο ζεστό αυτό που θα πούμε τόσο πιο γρήγορα χορεύουν. Η βραδύτητα αφορά άλλες απολαύσεις, αλλά πια τον ξεχάσαμε κι αυτόν το ρυθμό. Ή τον θυμούνται κάποιοι από εμάς τις ώρες που θυμούνται. Που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν πέρα από το να θυμούνται. Μιλάμε και επαναλαμβάνονται τα άβαταρ, οι εικονίτσες του εαυτού μας ή του άλλου εαυτού που δεν γίναμε· τα τόσα λίγα πίξελ που χωράνε τόση ματαιότητα. Καμιά φορά και αλήθεια, σε σμίκρυνση. Καμιά φορά λοιπόν που μιλάμε –και όντως μιλάμε- σκέφτομαι πως μπορεί από την άλλη να απαντάει κάποιο μποτ –ή ρομπότ. Πως μπορεί να μην υπάρχει ο απέναντι, να μην είναι πρόσωπο της έξω ζωής, να παράγονται μόνες τους οι απαντήσεις, με κάποιο generator ξερωγώ που ανιχνεύει τι σε ιντριγκάρει, τι σε εκνευρίζει, τι σε φτιάχνει, τι σε απωθεί. Κάτι σαν τον δικό σου διάλογο με τον Τάηλερ Ντέρντεν. Τον ξέρεις ρε συ αυτόν; Εννοώ κανονικά, όχι ηλεκτρονικά. Ποιο είναι το κανονικά πια. Στην έξω ζωή. Ποια είναι η έξω ζωή. Όλα κανονικά τα ξέρουμε κι όλα ηλεκτρονικά μπορεί να είναι. Όλα συμβαίνουν, μπροστά από τα μάτια μας περνάνε. Άλλα περνάνε, άλλα κάθονται για λίγο, άλλα θολώνουν λίγο το χιτώνα. Άλλα πιο διαπεραστικά, ξύνουν τις πηγές των δακρύων και επιτρέπουν λίγα υγρά αυλάκια να κυλήσουν και να χαράξουν το δέρμα κάτω από το χιτώνα. Κι ας μην του φαίνεται, χαράζεται αυτό· αυλακώνεται. Όλα αληθινά μπορούν να είναι. Άλλωστε η αλήθεια είναι στο ρυθμό και στις συναντήσεις. Να μην στερούνται έντασης οι λέξεις μας, να μην τους λείπει το νόημα.

Θα ανταμωθούμε οπωσδήποτε. Τρεις λέξεις υπόσχεση· μέλλοντας, ζωή που αξιωνόμαστε, όροι αναγκαίου όρκου. Οπωσδήποτε. Να μιλάμε ηλεκτρονικά για τις χαμένες ευκαιρίες -αυτό το μάθαμε· είναι στα κανονικά. Να υποσχόμαστε μόνο συναντήσεις, με τρόπο που να τις κάνουμε –αυτό ακόμα το μαθαίνουμε. Συναντήσεις όμως είναι όλα. Απόψε ασπούμε που’χεις κάποια γιορτή και κλεισμένος μέσα –μέσα κάπου, σπίτι, στον εαυτό σου, κάπου- δέχεσαι μόνο ευχές. Να περάσεις όμορφα απόψε ό,τι κι αν κάνεις. Οι φίλοι έχουν απαιτήσεις, όχι αστεία. Θέλουν να σε ξέρουν καλύτερο, τον καλύτερο, να λάμπει η πιο δεκτική εκδοχή σου, αυτή που απολαμβάνει το χώρο και αυθαδιάζει στον χρόνο. Σε θέλουν εκεί κι ας μην είναι αυτοί εκεί· μόνο εσύ ξέρεις το εκεί σου. Όλοι μπορούν να μετρήσουν τις αποστάσεις, αλλά μόνο εσύ ξέρεις τις ταχύτητες και τα χούγια των λαιστρυγόνων. Μόνο εσύ ξέρεις ποιες είναι οι λαιστρυγόνες στο δρόμο. Ο άλλος ασπούμε έβλεπε τους ανεμόμυλους για εχθρούς ή δέθηκε στο κατάρτι για να μην ακούσει το τραγούδι που θα τον κρατούσε μακριά από τους συντρόφους του.

Στην παράσταση που βρέθηκα των φίλων, δεν καταλάβαινα τι έλεγε ο Άμλετ. Κάπου γύριζα –αντί να συγυρίζω εκεί μέσα, εγώ μόνο γυρίζω- κάποια πληγή με είχε ρουφήξει. Τον άκουσα όμως να λέει «οι καιροί μας, λυγίζουν στα γόνατα». Βγάζω το κόμμα. Ή, καθώς μιλάω, το βάζω μία λέξη πιο πριν. Λυγίσαν τα γόνατά μας όσο υποσχόμασταν ανταμώσεις και περιμέναμε. Λυγίσαν καθώς μαθαίναμε φευγιά· άλλος για τα εξωτερικά, άλλος για τους ανεμόμυλους, άλλος να βρει την ψυχή του, άλλος δεμένος στο κατάρτι αφέθηκε στον θάνατο. Λυγίζουν και τα δικά μου γόνατα και αφήνω την παράσταση στη μέση. Αν έβλεπα να το κάνει άλλος αυτό, κάτι κακό θα έλεγα στάνταρ. 

Περπατάω στην πόλη με λυγισμένα τα γόνατα και πέφτω πάνω σε στιγμές των άλλων. Ένα παιδί γύρω στα είκοσι, με ένα αδιάφορο τισέρτ και μια καθημερινή φόρμα, περπατάει βιαστικά κρατώντας στο χέρι ένα τριαντάφυλλο με μια πράσινη κορδέλα και μια κάρτα. Για κάποια Ελένη του πιθανώς. Ένας στέκεται στη γωνία στο φανάρι, φοράει κράνος και κρατάει, σαν να επιδεικνύει, έναν πίνακα με χρυσή μπαρόκ μπορντούρα και ένα πορτρέτο μέσα της. Δεν ξέρω αν είναι κάποια Ελένη, δεν ξέρω καν γιατί αυτός κάθεται εκεί. Στο τρένο, εκείνος –που είναι πιο ψηλός από εκείνη- στηρίζεται στη χειρολαβή, το χέρι του τεντωμένο, εκείνη σκύβει και το φιλάει πεταχτά δύο φορές, και δεν λένε τίποτα μετά, ούτε σαλεύουν. Είναι το πιο φυσικό που μπορεί να τους συμβεί, δεν δίνουν παραπάνω σημασία, κανείς δε δίνει σημασία· όλα είναι φυσικά. Ο φίλος που με καλεί στο κινητό για τις ευχές, πάει καιρός που έχω να τον δω. Στο μεταξύ μεγαλώνει τη ζωή του, με ομορφιά, με μια ακόμα μικρή μέλισσα να μεγαλώνει στο σπίτι. Όταν παίζαμε μαζί στην μπάντα, είχαμε λόγους να ανταμώνουμε συχνά. Αυτό είναι οι μπάντες· λόγοι. Στην κουβέντα που πιάνουμε με τους στιγμιαίους φίλους στο στέκι με τα πολλά βιβλία, ένας θα πει για κάποιο νέο παιδί που έφυγε χτες από ανακοπή. Όχι εγώ. Εγώ νιώθω τους χιτώνες να μην μπορούν να κρατήσουν τίποτα, να ξύνεται το περίβλημα και να θολώνει. Μετά ακούω για κάποιον άλλον που έληξε με έναν κρότο· είχε και μια δύσκολη ζωή λένε. Πάλι δεν είναι εκείνος που ξέρω εγώ. Εγώ γυρίζω κάπου στο Κιβέρι –ή που διάολο είπαν ότι θα τον έβαζαν να κοιμηθεί σήμερα. Παλεύω να θυμηθώ τη γιορτή, ότι είναι κάποια γιορτή. Φέρνω τις ευχές στους χιτώνες, μπας και αλλάξει κόζια η στιγμή. Βγάζω το τηλέφωνο να απαντήσω σε καμιά ευχή. Να είσαι πάντα καλά. Τέσσερις λέξεις με νόημα· μόνο νόημα. Η υποτακτική, η ύπαρξη, οι όροι της αιωνιότητας, η ζωή που ζητάει ο φίλος για έναν άλλον. Ακόμα και στο τυπικό του, στις απρόσωπες επαφές μας, κάτι έτσι γίνεται προσωπικό. Κάτι ζητάει ο ένας από τον άλλον, κάτι του εύχεται, κάτι του υπόσχεται. Το καλύτερο δυνατό. Αυτά μας κάνουν ωραίους ανθρώπους. Αυτά προσπερνάμε και γινόμαστε χειρότεροι.

Περπατάω βιαστικά και μια κυρία μπροστά μου, μια μάλλον μεγάλη κυρία, στο στενό πεζοδρόμιο που δεν χωράει άλλους, που δεν μπορώ να προσπεράσω, περπατάει ενοχλητικά αργά, με αναγκάζει να φρενάρω. Να μη θες ποτέ να προσπεράσεις, να έχεις κατανόηση για την κυρία, να πηγαίνεις με τα βήματά της. Να μην ξαναπείς κουβέντα αν δεις κάποιον να φεύγει στη μέση της παράστασης. Αυτό που έχει να παλέψει ο καθένας μέσα του, καμιά φορά και έξω του, δεν έχεις ιδέα πόσες λαιστρυγόνες κουβαλάει. Να βρισκόμαστε μόνο, που είπε κι ο Αντρέας. Να βρισκόμαστε γιατί σκατά.

Γυρνώντας σπίτι, η φίλη μου είχε στείλει χαιρετισμό του Μπέκετ.

φαντάσου αν αυτό εδώ

κάποια μέρα αυτό εδώ

κάποιαν όμορφη μέρα

φαντάσου

αν κάποια μέρα

κάποιαν όμορφη μέρα αυτό εδώ

σταματούσε

φαντάσου






*σόρι που σου πήρα τη φωτογραφία χωρίς να σε ρωτήσω ρε φίλε. την είδα να είναι public και δεν κρατήθηκα. τόση αγάπη πρέπει να φαίνεται.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Από το ίδιο βαρέλι

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο μεταμοντέρνος πολιτικός λόγος που έχει διαβρώσει σήμερα ακόμα και την αριστερή συνείδηση, επιτρέπει να αναφερόμαστε στα πράγματα πλέον μόνο με ψυχολογισμούς και αισθητικές παραμέτρους. Μια περιήγηση στον δημόσιο λόγο όπου και όπως αρθρώνεται -ενδεικτικά στις ψηφιακές πλατφόρμες δικτύωσης- το πιστοποιεί. Όμως η ανάγνωση της πολιτικής με αισθητικούς όρους είναι θεμελιώδης συνθήκη της ναζιστικής αφήγησης και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε –ούτε ακόμα στον επιφανειακό χαβαλέ μας. Έτσι, από τη μία, ο κόσμος των αριστερόστροφων ανακλαστικών διαβάζει τις εικόνες και τα γεγονότα –πρώτα τις εικόνες, καμιά φορά μόνο τις εικόνες- με συμπεριφορικά εργαλεία, διερευνώντας θυμικά και ενστικτικά τα πολιτικά σημεία τους. Τελευταία ένδειξη, η ξανθοπουλική απολογία του χρυσαυγίτη Μπούκουρα δια του βουλευτικού άμβωνος και η υποδοχή της είτε με χλευαστικά βιντεάκια είτε με σχόλια χριστιανικής κατανόησης –όλα μέρος του ίδιου αποδομητικού λόγου, αποδομητικού απέναντι στην επιτακτική στερεότητα των πολιτικών κριτηρίων και συμπερασμάτων. Από την άλλη πλευρά, στα πρόσωπα του εξουσιαστικού ζόφου απαντάται συνέχεια η επιτέλεση επαίσχυντων και απάνθρωπων πράξεων -τα πλέον αποκρουστικά τεκμήρια της ολοκληρωτικής βαρβαρότητας- ενταγμένα πάντα σε ένα αισθητικό πλαίσιο, το οποίο στοχεύει στο φαντασιακό και όχι στο πραγματικό: από τις γιαγιάδες στα ΑΤΜ και την ρωμαλέα στρατιωτική περιβολή μέχρι τα μισόλογα και τους φαρισαϊσμούς σαν έρχεται η ώρα μιας κάποιας –έστω αστικής- νέμεσης. Δεν υπόσχεται λύσεις, υπόσχεται τρόπους. Για την ακρίβεια: τα εντυπωσιακά ενσταντανέ τους.

Υπάρχει όμως μια ξεχωριστή σημειολογική σημασία που αναδεικνύεται στην παράσταση του Μπούκουρα –την μάλλον βουρτσική, καθ’ότι ο Ξανθόπουλος υπερασπιζόταν πάντα κάτι το τίμιο. Ο λόγος του απηχεί αποκαλυπτικά όλες τις αξίες που γαλούχησαν τον ψηφοφόρο λαό του τόπου τα τελευταία τριάντα χρόνια: από την οπαδική υπακοή στις τοπικές οργανώσεις της κάθε Ραχούλας μέχρι τη μικροαστική οικογενειολαγνεία -και την κατά το δοκούν επίκλησή της- και από τις ιδεοληψίες περί εθνικής κυριαρχίας του ψωροκαλοπερασάκια μέχρι την υποκριτική άγνοια περί της προσωπικής ευθύνης είτε αυτή αφορά ιδέες είτε πράξεις, παράλληλα πάντα με τον τομαρισμό ως πνευματική ολοκλήρωση του συστήματος των ευκαιριών. Δεν είναι ότι δεν έχει τι να πει στα παιδιά του ο Μπούκουρας, αλλά ότι ανδρώθηκε (και θα ευχόταν να συνεχίσει να υπάρχει και να απολαμβάνει) σε μια κοινωνική συνθήκη που δεν χρειάζεται να πει τίποτα στα παιδιά του. Αρκεί να το σταυρώσουν και να το ρίξουν, να έχουμε τη δουλειά μας και ο Θρύλος να κερδάει. Η συγκίνηση παραμένει όμως στην άλλη πλευρά, όσο τα ονόματα του Φύσσα και του Λουκμάν ματώνουν την κουβέντα. Και μόνο για εκεί μπορούν να υπάρξουν δάκρυα· όχι μόνο ανθρώπινα και πέρα από τα πολιτικά συμπεράσματα, αλλά ακριβώς για τα πολιτικά συμπεράσματά τους: μας αφορούν όλους. Η Βαϊμάρη δεν προσφέρθηκε μόνο σε όσους ονειρεύτηκαν την παρακμή της.

Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν αν αυτός σήμερα δεν έχει να πει κάτι στα παιδιά του, δεν υπάρχει τίποτα το συγκλονιστικό και το πονόψυχο σε αυτή την επιφανειακή τραγικότητα. Σημασία έχει τι ήταν αυτό που έλεγε μέχρι σήμερα στα παιδιά του, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά του, ποιον κόσμο τους υποσχέθηκε, για ποιον πάλεψε και ποιον σήμερα καλείται να πληρώσει. Ευτυχώς όχι μόνο με δάκρυα. Στην ταινία του «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του μακρινού ’98, ο Σταύρος Τσιώλης κατόρθωσε μέσα από ένα υπόδειγμα λαϊκής γραφής, αυθεντικά ποιητικής όσο και ανεπιτήδευτα βιωματικής και –γι’αυτό- απολαυστικής, να κατατμήσει τη νεοελληνική κοινωνία, τόσο οριζόντια πολιτικά όσο και κάθετα κοινωνιολογικά. Εκεί ο Σάκης Μπουλάς υποδύεται τον απόλυτο πρασινοφρουρό, τον ακάματο ηγέτη τοπικής οργάνωσης που δίπλα στους Άκηδες και τους Καστανίδηδες, ζει μια μεγάλη ζωή, έτσι όπως την υπόσχονται οι κάμπριο μερσεντιές και οι σοσιαλιστικοί φραπέδες στην ξαπλώστρα του Πόρτο Καρράς (σουίτα). Γίνεται μάλιστα το τραγικό πρόσωπο όταν μαθαίνει πως η μητέρα του, με σταυρωμένο ψηφοδέλτιο στο χέρι, ψήφισε τελικά Νέα Δημοκρατία. Και κάνει το απονενοημένο διάβημα –γι’αυτό, αλλά και για έναν απρόσμενο έρωτα που αναστάτωσε ταπεινά την κανονικότητα της μεγάλης ζωής. Στην ταινία, δεν νικάει στο τέλος ούτε η μεταμέλεια ούτε η κριτική, ούτε καν η οικογένεια ως συνεκτική δομή. Νικάει η αντρική φιλία, οι μεγάλοι δεσμοί των ανθρώπων που είναι κοντά, πριν και πέρα από οποιοδήποτε πολιτικό σχεδιασμό και επιλογή.

Ο Μπούκουρας ως προτυπικό πρόσωπο δεν υπάρχει στο σενάριο του Τσιώλη, δεν είναι ο πασόκος που βλέπουμε. Είναι όμως ο γιος του· είναι αυτό που ο πασόκος άφησε πίσω του. Στη ζωή και όχι στην ταινία, αυτό που ακολούθησε τις ματαιώσεις των απατεώνων ήταν κάτι ακόμα ζοφερότερο. Πριν από κόμμα, πριν από πολιτικό σχεδιασμό, η Χρυσή Αυγή υπήρξε ρεύμα. Και ως τέτοιο επιβιώνει και γιγαντώνεται ακόμα, μέσα και έξω από τους θεσμούς, μέσα και έξω από τους ψηφοφόρους θιασώτες της, μέσα και έξω από λίστες ψηφοδελτίων. Ακόμα και αν δεν υπήρχε ως έννοια, όχι μόνο θα έπρεπε να την εφεύρουμε, αλλά να ομολογήσουμε σκληρά ότι την είχαμε εφεύρει ήδη. Γι’αυτό κοπιάσαμε τόσα χρόνια άλλωστε. Έχει μεγάλο δίκιο ο Μπούκουρας όταν γυρεύει άλλοθι στις κολώνες που ανέβαινε για να κρεμάει σημαίες του ΠΑΣΟΚ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


εργατική πρωτομαγιά

E-mail Εκτύπωση PDF

Όλα είναι τοποθετημένα με τρόπο άναρχο σε πρώτη ματιά, φευγαλέα ματιά συνηθισμένη από την πόλη και τις βιαστικές διαβάσεις της, αν όμως κοιτάξεις λίγο πιο προσεχτικά -με χρόνο στο βλέμμα που ούτε στις διακοπές πλέον δεν επιτρέπεις- θα δεις ότι όλη η σοφία του κόσμου βρίσκεται εδώ. Σαν τα ράφια να μην τα έχει κανονίσει ανθρώπινο χέρι, ούτε ανθρώπινος νους, σαν να είναι φτιαγμένα μόνα τους, από τις ανάγκες των ανθρώπων· μόνο αναγκαία αντικείμενα παντού. Στριμωγμένα, στιβαγμένα, άλλα δύσκολα πρσοβάσιμα, άλλα να θέλουν σκάλα για να τα φτάσεις, καλύπτοντας κάθε εκατοστό του ραφιού, όχι με τον εργονομικό τρόπο που υπόσχονται τα σουηδικά φυλλάδια, αλλά με ένα ταλέντο που μόνο τα χέρια όσων περπάτησαν δίπλα στις αρκούδες έχουν μάθει. Σκέψεις εκβιασμένες, της πόλης, που συμπληρώνουν το φτιαχτό βλέμμα σου -αυτό που αν δεν είχε το χρόνο, δεν θα τον έβρισκε. Η κυρία του μαγαζιού θα διακόψει τις σκέψεις σου για να σε ρωτήσει αν είδες καμιά αρκούδα όπως ερχόσουν· την αρκούδα, συγκεκριμένα. Χαμογελάει. Μιλάει για την αρκούδα του χωριού και χαμογελάει. Μας φίλησε καθώς μπήκαμε, άγνωστοί της σχεδόν όλοι, δηλαδή δικοί της. Έχει ετοιμάσει το φαγητό άλλωστε. Κι ας είναι αργά για τους χρόνους του χωριού, των ανθρώπων που ζουν με το ρυθμό των δέντρων. Στο μικρό παντοπωλείο που το πρωί είναι καφενείο και το βράδι μικρή ταβέρνα, οι ρυθμοί είναι των ανθρώπων.

Τα χέρια της εναποθέτουν με προσοχή τις πατάτες στο πιάτο. Εναποθέτουν. Ρήμα της πόλης, ασήμαντο μπροστά στις μικρές κινήσεις της φροντίδας, στις λεπτές αποστάσεις μεταξύ των σκευών. Τα χέρια μαγειρεύουν, βάζουν το λάδι στο τηγάνι, πλένουν, καθαρίζουν -είναι καθαρά χέρια, χαίρεσαι σχεδόν παιδικά που ακουμπάνε τις πατάτες που θα φας, σα να τις ευλογούν, σα να τις εύχονται μία μία, σα να τις προσέχουν- τα χέρια σκουπίζουν, κόβουν σαλάτα, μαζεύουν τις ντομάτες, τις ελιές, ανοίγουν και κλείνουν το μαγαζί, αυτά κάνουν τα χέρια. Σε ακουμπάνε. Αυτό κάνουν με το που σε βλέπουν· άγνωστος, δικός τους άνθρωπος. Στην πόλη αυτές τις μέρες, οι έξυπνοι λένε ότι τα χέρια, τα ίδια χέρια, ψηφίζουν κιόλας. Ο φίλος μου ο Σπύρος έγραφε κάποτε γι'αυτά τα χέρια, πριν αρχίσουν οι έξυπνοι να φωνάζουν με τα δόντια και να τα βλέπουν όλα έξω τους καμωμένα, ότι πήγαιναν με δάχτυλα κατάμαυρα στην κάλπη του χωριού για να ψηφίσουν. Κατάμαυρα επειδή μάζευαν καρύδια τις μέρες εκείνες, όχι επειδή ψήφιζαν. Αλλά ακόμα κι αν ψήφιζαν καταστροφή, σε γνώση ή άγνοιά τους, για όποιους λόγους κι αν κάνουν το λάθος έλεγε, ξέρουν να μιλάνε ζεστά, ευγενικά και με τεράστιες δόσεις χιούμορ και ελαφρότητας, χέρια που πρώτα αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό ως δόσιμο και μοίρασμα και καρύδια για όλους στο προαύλιο της εκκλησίας. Κανένας γκουρμέ κατάλογος δεν έφτασε ποτέ τόση γενναιοδωρία, κανένας σεφ δεν μας χόρτασε όσο το μικρό παντοπωλείο που μένει ανοιχτό τις ώρες που οι πέντε άνθρωποι το έχουν ανάγκη. Κανείς τους δεν μαγείρεψε με τα χέρια· με τα μάτια μαγειρεύουν. Για μάτια που πεινάνε.

Πάνω στο ψυγείο, η τηλεόραση παίζει τους ευρωπαϊκούς αγώνες της ημέρας. Η τηλεόραση εδώ είναι ο κόσμος, είναι ο κόσμος μακριά. Γι'αυτή την ώρα, τα γκολ των αστέρων μπαλαδόρων είναι η πληροφορία που φτάνει εδώ που οι άνθρωποι ζουν με τις ανάγκες και τις αρκούδες. Τα χέρια πηγαινοέρχονται, τα χαμόγελα είναι πιο μεγάλα κι από τα ράφια που χωράνε τις στιβαγμένες κονσέρβες, τα χρήσιμα αντικείμενα, απορρυπαντικά, μπαχαρικά, αναψυκτικά, ρύζι, φασόλια, φακές, αναπτήρες, φακούς, μανταλάκια, τα χέρια ζεσταίνουν, οι ανάσες ζεσταίνονται, μετά από τόσα χιλιόμετρα νιώθεις πως μπήκες σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που σε φροντίζουν, εκεί που βλέπεις τα χαμόγελα των ανθρώπων, εκεί που μπορείς να καταλάβεις την προσφορά τους, εκεί που αγγίζεις τα χέρια τους. Εκεί που η πόλη δεν θα έβρισκε λόγια, οι έξυπνοι θα πάλευαν να συνδυάσουν θεωρίες και ολοκληρώματα, τα γκολ θα ήταν αφορμή για τσακωμό και όχι η μαγική εικόνα του κόσμου μακριά. Τώρα μπροστά μας τα πιο φυσικά αυγά, τα πιο αυτονόητα, χτυπημένα ομελέτα. Θες να είναι εκεί στον ουρανίσκο όλο το βράδι, να τα μασάς μέχρι να θυμηθείς όλες τις γεύσεις που έχασες ζώντας με τους έξυπνους, ζώντας μακριά από χέρια που προσφέρουν, μακριά από ανάγκες που ταξινομούν τα ράφια. Κι η φέτα ακόμα πιο αυτονόητη, δεν υπονοείται καν κουτί να την περιέχει. Χέρια τη φτιάχνουν, χέρια την προσφέρουν.

Λαϊκός πολιτισμός λέγεται αυτό στις πόλεις, και λέγεται έτσι ακριβώς επειδή λείπει -τόσο σου λείπει. Τις μεγάλες λέξεις τις βγάζουμε για όσα λείπουν ή ξεχάστηκαν. Για όσα χρειαζόμαστε. Εδώ, στο μικρό παντοπωλείο, στο χωριό που κοιμάται τις ώρες που κοιμάται κι η αρκούδα, δεν θα το πεις καν πολιτισμό. Είναι η ανάγκη των ανθρώπων. Είναι ο ρυθμός των κινήσεων για να περνάνε οι μέρες τους πριν η αρκούδα γυρίσει μυαλά και φάει κανέναν ζωντανό. Ως τότε χαμογελούν και προσφέρουν. Ό,τι ώρα κι αν μπεις, όσα γκολ κι αν μπαίνουν στον κόσμο μακριά.

Η εργασία πρώτα από δικαίωμα υπήρξε ανάγκη. Και πέρα από το δικαίωμα, ανάγκη παραμένει.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


αυτοκίνητα στο βυθό

E-mail Εκτύπωση PDF

είναι σίγουρο ότι μερικά πράματα κατοικούν μέσα σου
πολύ πριν τα γνωρίσεις
πολύ πριν πάρουν μορφή
πολύ πριν αποκτήσουν την ικανότητα να κατοικήσουν
η κατοίκηση δεν είναι απλή υπόθεση
-πόσο μάλλον η συγκατοίκηση

τα πράματα τα γνωρίζεις κάπως πολύ μετά
πολύ μετά αφού σ'έχουν γνωρίσει αυτά
no they're a part of me
and they all mean one thing
ένα πράμα
ένα πράμα όλα

μόνο τότε, λέει εκείνος, μπορούμε να
πάμε όλο το δρόμο
κι ας έρχονται τα αυτοκίνητα πάνω σου
επιταχύνοντας, φεύγοντας
πατώντας γκάζι ξανά
αν και γι'αυτούς τίποτα δεν αλλάζει

τίποτα δεν αλλάζει

αυτά που κατοικούν μέσα σου
-πριν τα γνωρίσεις-
μόνο αυτά αλλάζουν
τίποτα άλλο δεν αλλάζει
όσο αλλάζουν αυτά

τίποτα δεν αλλάζει
όπως αλλάζουν αυτά

το τι σε κρατάει ζωντανό
-και κυρίως το πως-
σαν το μάθεις πέθανες

ποιος ο δρόμος μετά
μόνο βουτιά στα φωτάκια που τρεμοπαίζουν, να συναντήσεις τα φωτάκια που τρεμοπαίζουν χριστούγεννα καλοκαίρι, βουτιά να χαθείς για πάντα, γιατί έτσι σου αποκαλύφθηκε κάθε ζωή που κατοίκησε μέσα σου, κάθε μορφή που σχηματίστηκε πριν τη μάθεις, κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε βουτιά κάθε βουτιά κάθε βουτιά κάθε βουτιά

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


όταν η ορχήστρα ήταν παιδιά

E-mail Εκτύπωση PDF

Δεν ειναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο; 

Όταν το παιδί ήταν παιδί. Γνώριμες λέξεις, του σινεμά. Βέντερς. Χάντκε, για την ακρίβεια. Όταν το παιδί ήταν παιδί, περπατούσε κουνώντας τα χέρια του, ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι, το ποτάμι να είναι χείμαρρος, και αυτή η λακούβα με νερό να είναι η θάλασσα. Πολλά παιδιά στην αίθουσα του σινεμά σήμερα. Ανάμεσα στο πανί και την πλατεία, επάνω σε πάλκο. Με όργανα στα χέρια, Κυριακή πρωί, Κυριακή βροχή. Μουσικά όργανα Κυριακή πρωί, έξω βροχή. Σταμάτα ό,τι κάνεις αν μπορείς, κλείσε τα μάτια αν αυτό βοηθάει να συγκεντρωθείς, και ξαναδές την εικόνα αυτή. Αν μπορείς, πλησίασε το αυτί να την ακούσεις κιόλας. Να σωπαίνει κανείς για ν'ακούσει τη μουσική πίσω απ'τον ήχο της βροχής. Το'λεγε ο Θόδωρος αυτό, που σήμερα έχει γενέθλια. Αν ρωτάς, ο Θόδωρος είναι μια τρυφερή θάλασσα στις πηγές ενός δέντρου, που τρέχει δυο παιδιά κρατώντας τα σφιχτά από το χέρι. Σου έλεγα όμως για τα παιδιά. Τα παιδιά στο σινεμά, Κυριακή πρωί με βροχή, με όργανα στα χέρια, παράταξη ορχήστρας -όχι παράταξη σαν αυτές που σου παίρνουν τούτες τις μέρες τ'αυτιά, αυτές τις παράφωνες. Μια ορχήστρα Κυριακή πρωί. Συνέχεια θα στο γράφω, έτσι, μέχρι να το πιστέψεις· μέχρι να πάρεις το παιδί από το χέρι και να το ρωτήσεις επιτέλους τι ήθελε, τι ζήτησε Κυριακή πρωί με βροχή εκτός από μία σοκολάτα και μια αγκαλιά, μέχρι να αφήσεις τη φωνή του να ακουστεί και να σκίσει τη σοβαρή σιωπή σου όταν θα πει μπαμπά κάνω πολλή ησυχία, να ακούγονται αυθάδικα χαμόγελα ενώ τα βιολιά παλεύουν να συντονιστούν πάνω από το σινεμά παραντίσο -αν ρωτάς, σινεμά παραντίσο είναι προσευχές γραμμένες σε νότες πίσω από έρωτες που έζησαν μόνο στο πανί, δηλαδή στην πραγματική σου ζωή. Τα βιολιά δεν συντονίζονται, φαλτσάρουν που και που. Κάποιο από τα φλάουτα επίσης. Γι'αυτό είναι παιδιά, έτσι είναι τα παιδιά. Όταν το παιδί ήταν παιδί δεν ήξερε ότι ήταν παιδί. Αμήχανα παλεύει με τις νότες, έχει τρακ, δεν ξέρει ότι έχει τρακ, μόνο παλεύει με τις νότες και το δοξάρι. Έτσι είναι τα παιδιά, δεν μάθανε ακόμα στη σοβαρή σιωπή σου, ούτε στα βλέμματα της επιβράβευσης, δεν μάθανε ακόμα τι σημαίνει κοινό, τώρα μαθαίνουν· τα πάντα. Φίλους έχουν από κάτω, μόνο φίλους, όχι ακροατές. Φίλους και αγκαλιές που τα περιμένουν. Αμήχανα αναζητούν τρυφερές θάλασσες να τα πάρουν σφιχτά από το χέρι και να τρέξουν μέχρι το δέντρο, να φτάσουν ως τις πηγές του. Αυτό κάνουν τα παιδιά, γι'αυτό είναι παιδιά, έτσι είναι τα παιδιά. Η συναυλία τελειώνει, τα παιδιά έχουν βρει και πηγές και δέντρα. Το βλέπεις· έξω που μαζεύονται, να βρουν τους γονείς και τη γιαγιά και τους φίλους. Ένα χάδι στο κεφάλι είναι αρκετό, με ή χωρίς σοκολάτα, με ή χωρίς αγκαλιά, ο μπαμπάς είναι μπαμπάς, το παιδί είναι παιδί. Αυτό είναι η μουσική, αυτό μας λέει η μουσική. Τα πράγματα όπως είναι, στη θέση τους. Τα πράγματα αυτό που είναι. Αυτό που ακούς. Κυριακή πρωί με βροχή Κυριακή πρωί με βροχή Κυριακή πρωί με βροχή.

 

Όταν το παιδί ήταν παιδί, τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα, όπως μόνο τα μούρα τα γέμιζαν και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν, φρέσκα καρύδια του ''έγδερναν'' τη γλώσσα και ακόμη έτσι είναι, για κάθε βουνοκορφή, είχε λαχτάρα για ενα ακόμη ψηλότερο βουνό, και για κάθε πόλη, είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη, και εξακολουθεί να είναι έτσι, έφτανε για τα κεράσια στα ψηλοτερα κλαδιά των δέντρων με ενα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα, νιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους, και το νιώθει ακόμη και τώρα. 


Ο Θόδωρος δέντρο

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


σελίδες από το ημερολόγιο της Έρημης Χώρας

E-mail Εκτύπωση PDF

Και λες να το ρίξεις λίγο έξω -γιορτινές μέρες είπαν, άλλωστε. Τυχαίνεις σε κλαμπ λουσάτο, εκεί βγήκε ο κλήρος με τους φίλους. Λούσο, λέμε τώρα· όλα ψευδοροφές και νέον, όλα ψευδή, όλα ψευδά. Πιάνεις τον εαυτό σου κρατούμενο. Πορτιέρηδες· πληρωμένα σκιάχτρα που ανοίγουν την πόρτα απ'έξω. Όταν υποδέχεσαι κάποιον η πόρτα ανοίγει από μέσα, αυτό ξέρω εγώ. Ψιλά γράμματα. Άμα επιβιώνεις από την ξεφτίλα, τη βάζεις σε λέξεις· να εξευμενίσεις ό,τι περίσσεψε. Περιήγηση στην Έρημη Χώρα, άδειοι πόθοι κενά βλέμματα τυραννισμένα σώματα, το Άουσβιτς σε εκδοχή αυτοϊκανοποίησης. Κλαμπ. Μονοσύλλαβος κωδικός, εύκολος, λίγα γράμματα, ένας ήχος, γρήγορος. Ατέρμονη ανορθογραφία. Γυναίκες που δεν είναι γυναίκες, που θυμίζουν γυναίκες. Η γυναικεία όψη εδώ λησμονείται, κανείς δεν φαίνεται να θυμάται ότι οι ιέρειες είναι ρόλος σε τελετή, όχι σιλουέτες αφημένες στην τύχη τους. Πρώτα πρώτα οι γυναίκες οι ίδιες, αυτές το ξεχνάνε και το πνίγουν σε τόνους από κολώνιες· αποσμητικές, που δεν οσμίζουν, που μόνο απωθούν. Που τρομάζουν. Κάθε ερωτικό μικρόβιο σε ακτίνα δύο μέτρων πέφτει νεκρό, κάθε πόθος ξενιτεύεται προς άγνωστη κατεύθυνση και δεν ξαναγυρίζει πίσω. Φρούρια υπερβολών οι στολές τους, τρομακτικές αποστάσεις. Προσδοκίες στον αέρα με μυρωδιά απειλής. Ακόμα και στο σαφάρι, στη ζούγκλα, ένα θήραμα κάπου κάπως υπονοείται· κάποιος κάπως υποκρίνεται τον κυνηγό. Κανείς δεν βγαίνει από εδώ ζωντανός. Κυρίως επειδή δεν μπήκε καν ζωντανός.

Η Έρημη Χώρα σε εικόνες καθημερινής συνάφειας, ανίερης και ταπεινωμένης. Αγόρια σε αμήχανο σχηματισμό πίνουν ματαιοδοξία με χαμηλό δείκτη αλκοόλ, βγάζουν selfies -έτσι λένε τώρα τη μοναξιά, τη φωνάζουν εαυτό- και αναβάλλουν τις ερωτήσεις για άλλη ζωή. Δεν θα το ψάξουν ούτε το πρωί που θα σηκωθούν· ό,τι έγινε, έγινε. Πέρασε κι αυτή η μέρα, πιάσαμε λίγο κώλο, κάπου ακουμπήσαμε. Τυχαία ίσως, αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Αρκεί που μας σηκώθηκε. Κλικ κι άλλο κλικ, ψηφιακός ο ήχος, ψευδής. Βγαλ'την καλή, να φαίνονται και οι γκόμενες στο μπαγκράουντ. Γκόμενες στο μπαγκράουντ. Ποτέ πρωταγωνίστριες, ποτέ ηρωίδες. Κλικ. Μονοσύλλαβος κι αυτός ο κωδικός, εύκολες λειτουργίες, απλές πρωτοζωικές, γρήγορες. Ένστικτο και ανάγκη, παντού γύρω υπομνήσεις της κατάθλιψης. Νέο επάγγελμα στη διασκέδαση, ο φωτογράφος. Παλεύει να καταγράψει κι αυτός την επιδημία, να νιώσει ο καθένας σημαντικός, να θυμηθεί ότι ήρθε με παρέα εδώ, ότι έχει φίλους, το λέει και η φωτογραφία, έχω φίλους έχω ζωή, είμαι ένα μικρό θέμα στις ειδήσεις του βίου μου, στα κοσμικά, εκεί που μέχρι μία ώρα πριν δεν υπήρχα καν, δεν ήξερα τι γύρευα μέσα σ'αυτά τα ρούχα· εκεί στα κοσμικά, δηλαδή στα απόκοσμα. Κι όχι εκείνα όπου αντηχούν προσευχές και χρησμοί, λάθη και διαψεύσεις. Ούτε ερωτήσεις ούτε απαντήσεις. Σαν ένα γιγάντιο ΚΨΜ, αλλά χωρίς τον χαβαλέ των πιστών της κοινότητας. Καμία ευλάβεια. Εδώ η στέρηση είναι σημαία, όχι καταναγκασμός.

Η πίστα δεν είναι πίστα, στη θέση της πίστας βρίσκεται ένα τεράστιο μπαρ, μπάρμαν μούρες μέσα χορεύουν συνταγές φτηνής χημείας και χορηγούς με δόντια, ο κόσμος γύρω γύρω, οι πελάτες. Καθόμαστε χαζεύουμε τα μπαρ, προσκυνάμε ό,τι καταναλώνουμε, δεν χρειάζεται ο χορός, δεν απαιτείται τίποτα. Όλοι σε στοίχιση· κανένα σώμα δεν σαλεύει. Μάθανε ότι αν σαλέψουν λίγο, μπορεί όλα να μετακινηθούν, μπορεί να αλλάξουν θέση, μπορεί να απογυμνωθεί καμιά πλάτη και ο κόσμος ν'αλλάξει χρώμα. Αμάν κάνανε να καταλάβουν τα παλιά τα χρώματα, κάποια γκρι και λίγα τιρκουάζ του βαρετού, που να μαθαίνουν τώρα καινούρια; Η μουσική, ποια μουσική, πλέον το αυτό που υπάρχει στη θέση της μουσικής από τον κουφό δισκοθέτη -ακριβώς όπως τα αφηγήθηκε ο αγαπητικός της Ρέας Φραντζή. Ο φίλος του ο Παπαγιώργης, στον Ασημάκη, λέει πως η σοφή δολιότητα του προσωρινού είναι ότι ο χρόνος αθροίζεται αθόρυβα κάτω από την μύτη μας. Λέει επίσης ότι ο χώρος είναι ο χειρότερος εκμαυλιστής και ρουφιάνος του χρόνου. Κάπως δένουν τώρα όλα αυτά, κάπως γίνονται στέρεα μέσα μου. Ως δικαιολογία περισσότερο.

* *

Σκέφτομαι κάποια που της αρέσουν οι δικαιολογίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να κινείται ο κόσμος, έστω. Τρόπος. Αν κάτι πληρώναμε μέχρι τώρα είναι ότι βρίσκουμε τρόπους. Έτσι περνάνε οι μέρες από εδώ μεριά. Νικάμε με τις λέξεις, δεν εξευμενίζουμε τίποτα, δεν χρειάζεται, όλα μας δίνονται σαν χάρη. Η ζωή που φτιάχνουμε επιστρέφει ακέραια και γενναιόδωρη. Ξέρουμε που να ακουμπήσουμε, μάθαμε με τον καιρό· μάθαμε και με τον χώρο. Ξέρουμε που και πόσο να σταθούμε. Δεν μας αρκεί πάντα, αλλά όσο πληρώνεις, καλά είναι. Με το αίμα ζεις, καμιά πληγή δεν σου είναι ξένη, τίποτα δεν είναι τρομακτικό. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό μέσα στον τρόμο της υπόλοιπης ζωής, της ζωής μπροστά· σ'αυτόν τον εξαιρετικά γλυκό τρόμο των πάντων, των όσων ακούμπησες, της ζωής που δεν υπολογίζεται. Μόνο σχεδιάζεται και μετά ξεφεύγει. Όλα μαγεύουν και μαγεύονται. Ξέρεις έτσι ότι υπάρχεις και δεν χρειάζεται κανένας φωτογράφος. Οι πιο ωραίες φωτογραφίες είναι εκείνες που υπονοούν, εκείνες που κρύβουν, όχι αυτές που αποτυπώνουν. Τα φαινόμενα απατούν, έλεγε ο επιστήμονας, τα ακούσματα φανερώνουν. Οι ωραιότερες φωτογραφίες είναι κοντινά των ακουσμάτων, πλησιάσματα του αυτιού στις εικόνες. Μουσική είναι ένα χαμόγελο που δεν ντρέπεται, κυρίως εκείνο που δεν βγάζει κανένα ήχο. Που σκίζει τη σιωπή με το δικό του τρόπο -γράφω "τρόπο", αλλά αρχικά ξεχνάω το ρο. Με το δικό του τόπο. Να'χεις αυτιά να τ'ακούς όλα αυτά, να εκπαιδεύεσαι στα πλησιάσματα, να σου φανερώνονται μορφές και χειρονομίες. Ασπούμε ένα χαμόγελο που μοιράζεται, χωρίς στολή, χωρίς κολώνια, χωρίς υπερβολές. Είναι από μόνο του υπερβολή, γιατί μπορεί να χωρέσει όλο τον κόσμο. (το'ξερες ότι σ'ένα χαμόγελο μπορείς να μάθεις τα πάντα; για κάποιον ή για την κάποια). Να μαθαίνεις. Ή να βλέπεις στα κλεφτά μια πλάτη, απογυμνωμένη -ασπούμε γυναικεία, της ομορφιάς- και να υποθέτεις κάθε στοιχείο της όψης σε ανφάς, κοντινό. Αυτός είναι φωτογράφος όχι μαλακίες, ντίτζιταλ και φώτοσοπ. Σχηματίζεις με το νου σου μια μορφή -έτσι στα αυθαίρετα, χωρίς στοιχεία- και είναι αυτό μια ερωτική πράξη. Είναι ο μισός δρόμος. Η μάχη της γοητείας, το έτσι που μαίνεται στα χαρακώματα των επιθυμιών και των άρρητων σκέψεων, όχι μόνο είναι ιερή υπόθεση και μέλημα καθήκον από τα λίγα, αλλά βγαίνουν όλοι νικητές. Μετά να επιστρέφεις ξανά, να παίρνεις ώρα -και χώρο, χώρα- και από τις σκιές της πλάτης, την κάθε γραμμή, την κάθε αμυχή -την κάθε συνάντηση με τον ήλιο, αυτό είναι η αμυχή- να επιβεβαιώνεις κάθε υπόθεση, κάθε αυθαιρεσία σου. Αυθαίρετα και πάλι. Γιατί το έτσι δεν εξηγείται, μόνο βιώνεται. Να μυρίζεσαι τα αγγίγματα, να ακούς τα βλέμματα, να γεύεσαι τους ήχους· τον ήχο της σύσπασης των μυών στις άκρες του στόματος ασπούμε. (έτσι σχηματίζεται το χαμόγελο, σύσπαση μυών είναι και τίποτ'άλλο). Να μπερδεύεις τις αισθήσεις, να μπερδεύεσαι· μπορείς;

Τίποτα δεν είναι έρημο εκεί απάνω -ξέρεις που- όλα όμως είναι χώρα, όλα μπορούν να γίνουν χώρα, χώρος, χρόνος. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό, αρκεί να βρίσκεις τρόπο να καλύψεις τα χιλιόμετρα. Κάθε αίσθηση υπονοεί κάποια χιλιόμετρα, κάθε αίσθηση καλύπτει μια απόσταση, χρειάζεται ένα χρόνο, ένα χώρο, ένα χορό. Το σώμα τότε, το κάθε σώμα, σαλεύει και όλα αλλάζουν θέση, σαλεύουν και τα μυαλά, σαλεύουν και οι αποστάσεις και τα χιλιόμετρα και οι τρόποι, χρώματα πηγαινοέρχονται, επιθυμίες μαίνονται, όλα αλλάζουν θέση ξανά, όλα αλλάζουν θέση ξανά, πλάτες απογυμνώνονται και φανερώνουν μορφές, φανερώνουν ακούσματα, όλα αλλάζουν θέση ξανά, ξανά και ξανά, όλα ξανάρχονται σε μας.


Να είμαι αυτό το παιδί που χαζεύει τα πυροτεχνήματα. Μου αρκεί. Κι ας μη μαγεύεται πια, κι ας ξέρει το παραμύθι. Πάντα το ήξερε. Να είσαι πάνω σε ώμους. Να πατάς στους ώμους, καλύτερα από το να πατάς στο έδαφος. Αρκεί. 




Τα δύο αστεράκια που χωρίζουν εδώ τα κείμενα δεν είναι σημεία στίξης. Είναι πυροτεχνήματα. Έτσι μπορώ να πηγαίνω από το σκοτάδι στην ομορφιά. Με εκρήξεις. Φαντασμαγορικές και άχρηστες, αν μου μιλάς για χρησιμότητα.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Κοδριγκτώνος 21

E-mail Εκτύπωση PDF
Όσο να εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
μας πήραν σβάρνα τα χρόνια...
**
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
σ'απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά τα κομμάτια μας
και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα...

Θωμάς Γκόρπας (και τα δύο)

Όταν γράφεις για κάποιον που φεύγει, στην πραγματικότητα γράφεις για σένα τον ίδιο. Εσύ είσαι αυτό που μένει πίσω του. Είτε υπήρξες κομμάτι του είτε ήσουν παντελώς άγνωστος για εκείνον· αρκεί που υπήρξε εκείνος κομμάτι σου, που φρόντισε κάτι εντός σου. Και τότε δεν μιλάς παρά για ένα κομμάτι σου που αποσχίστηκε βιαίως, που ξεριζώθηκε -ανάλογα και τη θέση που βρισκόταν. Δεν ξέρεις καλά ποιος είναι ο άλλος, ξέρεις όμως πόσο κομμάτι σου υπήρξε. Τις προάλλες ασπούμε έφυγε ο συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης, διάβασα αρκετούς επικήδειους. Κάθε πένα θρηνούσε τον Παπαγιώργη που της αφαιρέθηκε. Προχωράμε λοιπόν με έναν Παπαγιώργη λιγότερο ο καθένας. Φεύγουν κομμάτια μας, πέφτουν στο δρόμο, άλλα συνθλίβονται, άλλα βαλσαμώνονται· δεν επιζούν -τροχαία ατυχήματα. Μικραίνουμε αντί να μεγαλώνουμε. Κάπως όμως προχωράμε, νέα μουσικά όργανα κατασκευάζονται και τέτοια.

Την προηγούμενη βδομάδα έφυγε ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου -ο Λεωνίδας που είχε το Τριανόν. Λάθος. Ο Λεωνίδας δεν είχε το Τριανόν. Ήταν το Τριανόν. Μια μικρή χώρα, μια πατρίδα μέσα στην πόλη, ένα καταφύγιο που'χε μαζέψει εκεί όλη την Αθήνα· εκείνη που θα μπορούσε να είναι πόλη, όχι άθροισμα κατοίκων και τσιμεντοκατασκευών. Χιλιόμετρα φιλμ έτρεξαν μπροστά από το φως της λάμπας, φωτίστηκαν πόθοι και επιθυμίες με μυθικές ατάκες, συναντήσεις και υποσχέσεις, κάθε συνάντηση μέσα και έξω από το πανί συνιστούσε τελετουργία. Να βρεις να παρκάρεις απ'έξω ή κάπου κοντά, να περιμένεις τον αγαπημένο, να βγάζεις εισιτήρια για τον άλλον -ποτέ δεν ήταν τόσο θερμή η έκδοση εισιτηρίων όσο σ'αυτό το ταμείο- να χαζεύεις τις αφίσες, παλιοί πόθοι επιθυμίες υποσχέσεις και αναμνήσεις λεζάντες από μυθικές ατάκες. Κάθε βόλτα στο Τριανόν ήταν μια ταινία· και πριν και μετά. Γιατί εκεί έβλεπες ταινίες. Είχες να πεις κάτι για τη ζωή σου, είχες να τη θυμηθείς. Να περάσει μπροστά από τη λάμπα της μηχανής -ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτή η λάμπα; ασ'το καλύτερα, μη μάθεις. Να λάμψει, χωρίς να καεί. Ξέρεις, τα παλιά φιλμ αρπάζανε με τη μία, αυτές οι καρβουνιάρες μηχανές ήτανε φονιάδες. Τα φιλμ μετά έγιναν ντίτζιταλ φορμά, δεν άρπαζε πια κανείς με τη μία, συνηθίσαμε στις εκπτώσεις. Κι όμως. Στην έκπτωση της αγοράς, στην έκπτωση της ζωής, ο Λεωνίδας δεν απάντησε με έκπτωση, αλλά με αύξηση κεφαλαίου. Φιλμικού, ανθρώπινου. Στην κρίση απάντησε με ποιότητα, όχι με διαχείριση· στις κρίσεις, απαντούσε με κρίση, με κριτήριο. Και κόστος, όχι μούρη και αραχτό χάι με χορηγό και στέγη. Μιλάω για κόστος μεγάλο, από αυτά που δεν γνωρίζεις. Να έχεις μπει μέσα χιλιάρικα ολόκληρα και να παίζεις Ταρκόφσκι. Ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτό το τσαγανό; Ασ'το καλύτερα.

Για να πω την αλήθεια, δεν τον γνώριζα τον Λεωνίδα. Είχαμε γνωριστεί πριν πολλά χρόνια στο γραφείο του, προτείνοντάς του σχέδια. Κι εκείνος άκουγε, με ενδιαφέρον. Όπως εκείνη τη συναυλία που λέγαμε να κάνουμε με τον Αλέξανδρο τον Boy· είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα, αλλά ζοριζόταν με τους διανομείς. "Θα μου φωνάζουν άμα τους κόψω προβολή, αλλά αξίζει τον κόπο". Δεν την κάναμε ποτέ αυτή τη συναυλία. Μεσολάβησαν ματαιώσεις της καθημερινότητας. Θυμάμαι επίσης που του'χα δώσει να δει την ταινία μου -το πρώτο σχέδιο ερασιτεχνικό που είχα σκαρώσει ως πτυχιακή εργασία πριν δέκα χρόνια. Όταν πήγα να τον ξαναβρώ λίγες μέρες μετά, την είχε δει. Του άρεσε. Μου είπε "αυτή δεν είναι για εδώ, αλλά για πιο μεγάλη κατάσταση. Ίσως για το Μέγαρο". Νόμισα τότε ότι με αποφεύγει ευγενικά. Ο χρόνος τον δικαίωσε. Δέκα χρόνια μετά η ταινία -στην πιο γκράντε εκδοχή της- έπαιζε στο Μέγαρο. Ενώ της έπρεπε στο Τριανόν· αυτό θα ήταν η δικαίωση. Ούτε αυτό το κάναμε ποτέ. Κι ας τον πήρα φέτος κάποια τηλέφωνα, αλλά χωρίς να το πιστεύω εγώ ο ίδιος θερμά. Σκεφτόμουν τη μιζέρια που'χουν καταδικάσει οι τριγύρω φασιστευμένοι τηn Κοδριγκτώνος και το πόσο θα ζόριζα ίσως τον ήδη ζορισμένο Λεωνίδα, να αγωνιά αν θα βγουν τα εισιτήρια, αν θα αξίζει τον κόπο. Ξέρω ότι αυτός δεν θα ζοριζόταν να το σκεφτεί. Ντοκιμαντέρ ανθρώπου της γειτονιάς θα το έπαιζε. Μην λέμε κι ό,τι θέλουμε τώρα.

Πριν κι απ'αυτά, κάτι χρόνια πριν, κατεβαίναμε από την Κέρκυρα με τον Φρανκ για εκπαίδευση, να μάθουμε τεχνικοί προβολής, να στήσουμε την κινηματογραφική λέσχη πάνω, στο πανεπιστήμιο, να παίζουμε φιλμ. Μας είπαν να πάμε στο Τριανόν, εκεί θα μαθαίναμε. Είδα τότε τον Λεωνίδα να λάμπει για λίγο, σα να χαιρόταν που κι άλλη φουρνιά θα έβγαινε μέσα από τα κάρβουνα του μικρού ναού της Κοδριγκτώνος. Μας φιλοξένησε στο καμαράκι προβολής για μια βδομάδα, μοντάραμε φιλμ, κουμαντάραμε χιλιόμετρα εικόνων, μάθανε τα δάχτυλα μας στα δύσκολα αγγίγματα -προσοχή στο κάντρο, τα μάτια σας πάντα στο κάντρο, μας έλεγε συνέχεια ο Δημήτρης ο προβολατζής, άλλος πρόσκοπος κι αυτός. Να πάμε στο Τριανόν για να μάθουμε. Αυτό το κάναμε, δεν έμεινε σχέδιο. Τη θυμάμαι την εβδομάδα εκείνη, είχε αφιέρωμα στο τούρκικο σινεμά -γλώσσα κατανοητή, αυτή του σινεμά. Χιλιόμετρα φιλμ και πόθων και συναντήσεων· μαθαίναμε. Το σινεμά και την Αθήνα. Ο Λεωνίδας ανάστατος γιατί μία μέρα πριν την πρεμιέρα, χρυσαυγίτες -κάπου δώδεκα δεκατρία χρόνια πριν, λέω- είχαν ρίξει ρουκέτα στο σινεμά, σπάζοντας ένα τζάμι και γράφοντας στις προθήκες προδότες. Ποιοι προδότες ρε. Που να ξέρανε. Ταραγμένος πολύ ο Λεωνίδας, αλλά παλικάρι· στην τσίτα, στο ταμείο, στο μπαρ. Μας βλέπει να ερχόμαστε και μέσα στη φούρια του και μερικά θραύσματα από την επίθεση της προηγούμενης νύχτας, δεν ξεχνάει να μας ρωτήσει. -Όλα καλά παίδες; -Όλα καλά Λεωνίδα, σε ευχαριστούμε πολύ. Δεν σου έδινε ποτέ την εντύπωση ότι ευχαριστιόταν, ούτε ότι είχε πολυτέλεια χρόνου και αισθημάτων. Πάντα ανάστατος, πάντα στο τρέξιμο. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι, γραφείο, διπλοβάρδιες στο Ίλιον παραδίπλα. Πάντα εκεί. Δικαιωμένος από την κάθε στιγμή, από το κάθε καρέ· και μιλάμε για χιλιόμετρα. Όλα τα φιλμ επιλεγμένα ένα κι ένα, όλα τα χιλιόμετρα περπατημένα. Οι συναυλίες, οι παραστάσεις, όλα. Ποιος το κάνει αυτό πια. Ποιος το έκανε πάντα. Ποια Αθήνα διάλεγε το κάθε βήμα της, ποια πόλη πέρασε καρέ καρέ μπροστά από τη λάμπα. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι. Διαδρομή που δεν θα τη νιώσεις εύκολα, πολλά χιλιάδες βατ.

Μίκρυνε η Αθήνα. Μικραίνει η Αθήνα· η ζωή μας. Το Τριανόν ήταν μια δική μας χώρα. Ο Λεωνίδας ήταν δικός μας άνθρωπος κι ας μην το'ξερε. Μας φρόντισε, μας έμαθε να ξέρουμε τα σημεία του σινεμά, τ'απίθανα σημεία της νύχτας, μιας πόλης που άλλαξε, που ακόμα αλλάζει, που μας αλλάζει. Εκεί πίσω λοιπόν, χάσαμε μια πατρίδα· χάσαμε την τελευταία αίθουσα, τον τελευταίο δρομέα των φιλμικών αποστάσεων -μιλάμε για χιλιόμετρα και χιλιάδες βατ. Τις Θερμοπύλες της Κοδριγκτώνος· που σε καιρούς όχι ηρωικούς, μόνος τις κρατούσε ο Λεωνίδας. Χωρίς τους τριακόσιους. Χωρίς καν εμάς, που μάθαμε σε άλλη πόλη. Κάπου εκεί πίσω πρέπει να ξαναβρούμε τις μικρές μας χώρες, να περπατήσουμε ξανά τα χιλιόμετρα, να περαπατάμε πάντα σε χιλιόμετρα, να κουρδίζουμε το βλέμμα μας σε χιλιάδες βατ, να λάμπουμε χωρίς να καιγόμαστε. Να μην ξεχάσουμε ποτέ το σινεμά. Να θυμόμαστε πάντα τον ποιητή, άλλη πατρίδα και δαύτη η φάρα, πως ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο: ο κινηματογράφος.  


τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω
κι έπιασε αντάρα στα βουνά
και καταχνιά στις ρίζες
και περπατώ θλιφτά θλιφτά
και παραπονεμένα

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά

Σελίδα 3 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA