Και λες να το ρίξεις λίγο έξω -γιορτινές μέρες είπαν, άλλωστε. Τυχαίνεις σε κλαμπ λουσάτο, εκεί βγήκε ο κλήρος με τους φίλους. Λούσο, λέμε τώρα· όλα ψευδοροφές και νέον, όλα ψευδή, όλα ψευδά. Πιάνεις τον εαυτό σου κρατούμενο. Πορτιέρηδες· πληρωμένα σκιάχτρα που ανοίγουν την πόρτα απ'έξω. Όταν υποδέχεσαι κάποιον η πόρτα ανοίγει από μέσα, αυτό ξέρω εγώ. Ψιλά γράμματα. Άμα επιβιώνεις από την ξεφτίλα, τη βάζεις σε λέξεις· να εξευμενίσεις ό,τι περίσσεψε. Περιήγηση στην Έρημη Χώρα, άδειοι πόθοι κενά βλέμματα τυραννισμένα σώματα, το Άουσβιτς σε εκδοχή αυτοϊκανοποίησης. Κλαμπ. Μονοσύλλαβος κωδικός, εύκολος, λίγα γράμματα, ένας ήχος, γρήγορος. Ατέρμονη ανορθογραφία. Γυναίκες που δεν είναι γυναίκες, που θυμίζουν γυναίκες. Η γυναικεία όψη εδώ λησμονείται, κανείς δεν φαίνεται να θυμάται ότι οι ιέρειες είναι ρόλος σε τελετή, όχι σιλουέτες αφημένες στην τύχη τους. Πρώτα πρώτα οι γυναίκες οι ίδιες, αυτές το ξεχνάνε και το πνίγουν σε τόνους από κολώνιες· αποσμητικές, που δεν οσμίζουν, που μόνο απωθούν. Που τρομάζουν. Κάθε ερωτικό μικρόβιο σε ακτίνα δύο μέτρων πέφτει νεκρό, κάθε πόθος ξενιτεύεται προς άγνωστη κατεύθυνση και δεν ξαναγυρίζει πίσω. Φρούρια υπερβολών οι στολές τους, τρομακτικές αποστάσεις. Προσδοκίες στον αέρα με μυρωδιά απειλής. Ακόμα και στο σαφάρι, στη ζούγκλα, ένα θήραμα κάπου κάπως υπονοείται· κάποιος κάπως υποκρίνεται τον κυνηγό. Κανείς δεν βγαίνει από εδώ ζωντανός. Κυρίως επειδή δεν μπήκε καν ζωντανός.
Η Έρημη Χώρα σε εικόνες καθημερινής συνάφειας, ανίερης και ταπεινωμένης. Αγόρια σε αμήχανο σχηματισμό πίνουν ματαιοδοξία με χαμηλό δείκτη αλκοόλ, βγάζουν selfies -έτσι λένε τώρα τη μοναξιά, τη φωνάζουν εαυτό- και αναβάλλουν τις ερωτήσεις για άλλη ζωή. Δεν θα το ψάξουν ούτε το πρωί που θα σηκωθούν· ό,τι έγινε, έγινε. Πέρασε κι αυτή η μέρα, πιάσαμε λίγο κώλο, κάπου ακουμπήσαμε. Τυχαία ίσως, αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Αρκεί που μας σηκώθηκε. Κλικ κι άλλο κλικ, ψηφιακός ο ήχος, ψευδής. Βγαλ'την καλή, να φαίνονται και οι γκόμενες στο μπαγκράουντ. Γκόμενες στο μπαγκράουντ. Ποτέ πρωταγωνίστριες, ποτέ ηρωίδες. Κλικ. Μονοσύλλαβος κι αυτός ο κωδικός, εύκολες λειτουργίες, απλές πρωτοζωικές, γρήγορες. Ένστικτο και ανάγκη, παντού γύρω υπομνήσεις της κατάθλιψης. Νέο επάγγελμα στη διασκέδαση, ο φωτογράφος. Παλεύει να καταγράψει κι αυτός την επιδημία, να νιώσει ο καθένας σημαντικός, να θυμηθεί ότι ήρθε με παρέα εδώ, ότι έχει φίλους, το λέει και η φωτογραφία, έχω φίλους έχω ζωή, είμαι ένα μικρό θέμα στις ειδήσεις του βίου μου, στα κοσμικά, εκεί που μέχρι μία ώρα πριν δεν υπήρχα καν, δεν ήξερα τι γύρευα μέσα σ'αυτά τα ρούχα· εκεί στα κοσμικά, δηλαδή στα απόκοσμα. Κι όχι εκείνα όπου αντηχούν προσευχές και χρησμοί, λάθη και διαψεύσεις. Ούτε ερωτήσεις ούτε απαντήσεις. Σαν ένα γιγάντιο ΚΨΜ, αλλά χωρίς τον χαβαλέ των πιστών της κοινότητας. Καμία ευλάβεια. Εδώ η στέρηση είναι σημαία, όχι καταναγκασμός.
Η πίστα δεν είναι πίστα, στη θέση της πίστας βρίσκεται ένα τεράστιο μπαρ, μπάρμαν μούρες μέσα χορεύουν συνταγές φτηνής χημείας και χορηγούς με δόντια, ο κόσμος γύρω γύρω, οι πελάτες. Καθόμαστε χαζεύουμε τα μπαρ, προσκυνάμε ό,τι καταναλώνουμε, δεν χρειάζεται ο χορός, δεν απαιτείται τίποτα. Όλοι σε στοίχιση· κανένα σώμα δεν σαλεύει. Μάθανε ότι αν σαλέψουν λίγο, μπορεί όλα να μετακινηθούν, μπορεί να αλλάξουν θέση, μπορεί να απογυμνωθεί καμιά πλάτη και ο κόσμος ν'αλλάξει χρώμα. Αμάν κάνανε να καταλάβουν τα παλιά τα χρώματα, κάποια γκρι και λίγα τιρκουάζ του βαρετού, που να μαθαίνουν τώρα καινούρια; Η μουσική, ποια μουσική, πλέον το αυτό που υπάρχει στη θέση της μουσικής από τον κουφό δισκοθέτη -ακριβώς όπως τα αφηγήθηκε ο αγαπητικός της Ρέας Φραντζή. Ο φίλος του ο Παπαγιώργης, στον Ασημάκη, λέει πως η σοφή δολιότητα του προσωρινού είναι ότι ο χρόνος αθροίζεται αθόρυβα κάτω από την μύτη μας. Λέει επίσης ότι ο χώρος είναι ο χειρότερος εκμαυλιστής και ρουφιάνος του χρόνου. Κάπως δένουν τώρα όλα αυτά, κάπως γίνονται στέρεα μέσα μου. Ως δικαιολογία περισσότερο.
* *
Σκέφτομαι κάποια που της αρέσουν οι δικαιολογίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να κινείται ο κόσμος, έστω. Τρόπος. Αν κάτι πληρώναμε μέχρι τώρα είναι ότι βρίσκουμε τρόπους. Έτσι περνάνε οι μέρες από εδώ μεριά. Νικάμε με τις λέξεις, δεν εξευμενίζουμε τίποτα, δεν χρειάζεται, όλα μας δίνονται σαν χάρη. Η ζωή που φτιάχνουμε επιστρέφει ακέραια και γενναιόδωρη. Ξέρουμε που να ακουμπήσουμε, μάθαμε με τον καιρό· μάθαμε και με τον χώρο. Ξέρουμε που και πόσο να σταθούμε. Δεν μας αρκεί πάντα, αλλά όσο πληρώνεις, καλά είναι. Με το αίμα ζεις, καμιά πληγή δεν σου είναι ξένη, τίποτα δεν είναι τρομακτικό. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό μέσα στον τρόμο της υπόλοιπης ζωής, της ζωής μπροστά· σ'αυτόν τον εξαιρετικά γλυκό τρόμο των πάντων, των όσων ακούμπησες, της ζωής που δεν υπολογίζεται. Μόνο σχεδιάζεται και μετά ξεφεύγει. Όλα μαγεύουν και μαγεύονται. Ξέρεις έτσι ότι υπάρχεις και δεν χρειάζεται κανένας φωτογράφος. Οι πιο ωραίες φωτογραφίες είναι εκείνες που υπονοούν, εκείνες που κρύβουν, όχι αυτές που αποτυπώνουν. Τα φαινόμενα απατούν, έλεγε ο επιστήμονας, τα ακούσματα φανερώνουν. Οι ωραιότερες φωτογραφίες είναι κοντινά των ακουσμάτων, πλησιάσματα του αυτιού στις εικόνες. Μουσική είναι ένα χαμόγελο που δεν ντρέπεται, κυρίως εκείνο που δεν βγάζει κανένα ήχο. Που σκίζει τη σιωπή με το δικό του τρόπο -γράφω "τρόπο", αλλά αρχικά ξεχνάω το ρο. Με το δικό του τόπο. Να'χεις αυτιά να τ'ακούς όλα αυτά, να εκπαιδεύεσαι στα πλησιάσματα, να σου φανερώνονται μορφές και χειρονομίες. Ασπούμε ένα χαμόγελο που μοιράζεται, χωρίς στολή, χωρίς κολώνια, χωρίς υπερβολές. Είναι από μόνο του υπερβολή, γιατί μπορεί να χωρέσει όλο τον κόσμο. (το'ξερες ότι σ'ένα χαμόγελο μπορείς να μάθεις τα πάντα; για κάποιον ή για την κάποια). Να μαθαίνεις. Ή να βλέπεις στα κλεφτά μια πλάτη, απογυμνωμένη -ασπούμε γυναικεία, της ομορφιάς- και να υποθέτεις κάθε στοιχείο της όψης σε ανφάς, κοντινό. Αυτός είναι φωτογράφος όχι μαλακίες, ντίτζιταλ και φώτοσοπ. Σχηματίζεις με το νου σου μια μορφή -έτσι στα αυθαίρετα, χωρίς στοιχεία- και είναι αυτό μια ερωτική πράξη. Είναι ο μισός δρόμος. Η μάχη της γοητείας, το έτσι που μαίνεται στα χαρακώματα των επιθυμιών και των άρρητων σκέψεων, όχι μόνο είναι ιερή υπόθεση και μέλημα καθήκον από τα λίγα, αλλά βγαίνουν όλοι νικητές. Μετά να επιστρέφεις ξανά, να παίρνεις ώρα -και χώρο, χώρα- και από τις σκιές της πλάτης, την κάθε γραμμή, την κάθε αμυχή -την κάθε συνάντηση με τον ήλιο, αυτό είναι η αμυχή- να επιβεβαιώνεις κάθε υπόθεση, κάθε αυθαιρεσία σου. Αυθαίρετα και πάλι. Γιατί το έτσι δεν εξηγείται, μόνο βιώνεται. Να μυρίζεσαι τα αγγίγματα, να ακούς τα βλέμματα, να γεύεσαι τους ήχους· τον ήχο της σύσπασης των μυών στις άκρες του στόματος ασπούμε. (έτσι σχηματίζεται το χαμόγελο, σύσπαση μυών είναι και τίποτ'άλλο). Να μπερδεύεις τις αισθήσεις, να μπερδεύεσαι· μπορείς;
Τίποτα δεν είναι έρημο εκεί απάνω -ξέρεις που- όλα όμως είναι χώρα, όλα μπορούν να γίνουν χώρα, χώρος, χρόνος. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό, αρκεί να βρίσκεις τρόπο να καλύψεις τα χιλιόμετρα. Κάθε αίσθηση υπονοεί κάποια χιλιόμετρα, κάθε αίσθηση καλύπτει μια απόσταση, χρειάζεται ένα χρόνο, ένα χώρο, ένα χορό. Το σώμα τότε, το κάθε σώμα, σαλεύει και όλα αλλάζουν θέση, σαλεύουν και τα μυαλά, σαλεύουν και οι αποστάσεις και τα χιλιόμετρα και οι τρόποι, χρώματα πηγαινοέρχονται, επιθυμίες μαίνονται, όλα αλλάζουν θέση ξανά, όλα αλλάζουν θέση ξανά, πλάτες απογυμνώνονται και φανερώνουν μορφές, φανερώνουν ακούσματα, όλα αλλάζουν θέση ξανά, ξανά και ξανά, όλα ξανάρχονται σε μας.
Να είμαι αυτό το παιδί που χαζεύει τα πυροτεχνήματα. Μου αρκεί. Κι ας μη μαγεύεται πια, κι ας ξέρει το παραμύθι. Πάντα το ήξερε. Να είσαι πάνω σε ώμους. Να πατάς στους ώμους, καλύτερα από το να πατάς στο έδαφος. Αρκεί.
Τα δύο αστεράκια που χωρίζουν εδώ τα κείμενα δεν είναι σημεία στίξης. Είναι πυροτεχνήματα. Έτσι μπορώ να πηγαίνω από το σκοτάδι στην ομορφιά. Με εκρήξεις. Φαντασμαγορικές και άχρηστες, αν μου μιλάς για χρησιμότητα.