blog




θάνατος στην Ατακάμα

E-mail Εκτύπωση PDF

Ξεκινάς να γράψεις κάτι χωρίς να ξέρεις γιατί. Κάποια εντολή θα έχει πέσει από τα κεντρικά, κάποια ανεξιχνίαστη οδηγία, σαν αυτές που σε βγάζουν στο δρόμο και ξεκινάς να πηγαίνεις. Και δεν σου παίρνει πολλή ώρα να μάθεις ότι προορισμός τελικά ήταν η αφετηρία· χάρτης η οδηγία. Στη διαδρομή μαζεύεις το υλικό. Ό,τι εμφανιστεί μπροστά σου, αυτό είναι ο δρόμος. Το να συνδέσεις τις εικόνες είναι μια τέχνη άπιαστη. Με ζόρι το κάνεις, έτσι για να βγάλεις μια άκρη· στα πρόχειρα, στα εντελώς εφήμερα. Η μόνη άκρη που κατάλαβες ήταν αυτή στο τέλος της κλωστής, που έδενε ένα άδειο κουτάκι από σπίρτα· είχε και στις δύο άκρες της από ένα κουτάκι. Το έφερνες κοντά στο αυτί σου, πιτσιρικάς ήσουν, και άκουγες τον άλλον που σου μιλούσε μέσα από το κουτάκι, μέσα από την κλωστή· από την άλλη άκρη. Πιτσιρικάς ήσουν, γι'αυτό άκουγες τον άλλον. Πιτσιρικάς πίστευες ότι οι άνθρωποι μπορούν να μιλάνε μέσα από κουτάκια σπίρτων και κλωστές. Κι έβγαζες άκρη.

Τελευταία βλέπω κόσμο στο δρόμο να μιλάει μόνος του. Δεν μιλάνε σε ακουστικό, δεν είναι κάποιος στην άκρη της γραμμής, κάποιος στην άκρη του κόσμου. Μιλάνε στην άλλη άκρη του μυαλού τους. Η άκρη του κόσμου είναι η άκρη του κόσμου τους, εχουν χωρίσει το μυαλό σε δύο άκρες -για τόσο μόνους σου μιλάω- και μιλάνε από τη μια άκρη στην άλλη, η μια άκρη στην άλλη. Άκρη δεν βγάζουν -δεν είναι πιτσιρικάδες άλλωστε- αλλά έτσι περνάνε οι μέρες, περνάει η ώρα, έτσι μιλάνε, έτσι ίσως να μην είναι μόνοι. Είναι πολλοί μαζί, σίγουρα είναι πολλοί μαζί. Δεν μαθαίνουν τι γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν βγάζουν άκρη, μόνοι τους δεν βγάζουν άκρη, γίνονται μόνο πολλοί σαν μιλάει η μια άκρη στην άλλη.

Και πως να βγάλουν. Διαβάζω ότι πενηνταεννιά -59, αν σου φαίνεται πιο ακριβές- παιδιά -άνθρωποι, αν σου φάινεται πιο ακριβές- σκοτώθηκαν στη Νιγηρία από την ισλαμιστική οργάνωση boko harum που κάτι σημαίνει στα αραβικά, ότι απαγορεύεται η δυτική εκπαίδευση, κάτι τέτοιο. Στη δική μου γλώσσα δεν σημαίνει τίποτα. Δεν έχω βρει τις λέξεις για εκείνον που σκοτώνει παιδιά στο σχολείο. Τις λέξεις τις έχω για να βγάζω καμιά άκρη. Εδώ δεν βγάζω άκρη. Αριθμοί πετάγονται μπροστά μου -δεν ξέρω τι μετράνε, αλήθεια- μετρήσεις και γεγονότα, πληροφορίες σε γλώσσες που κατέχω, αλλά δεν καταλαβαίνω. Εικοσιπέντε, 25, αγάλματα του Λένιν κατέβηκαν βιαίως στην Ουκρανία όλο αυτό τον καιρό των ταραχών, μαζί και ένα του άγνωστου στρατιώτη που πολέμησε τους ναζί. Λάθος: όχι που πολέμησε· που νίκησε τους ναζί. Που τους διέλυσε. Καιρός του να διαλυθεί κι αυτός. Διαλύονται οι άκρες, όσα συγκρατούσαν τον κόσμο, κόβονται οι ραφές, άκρη δεν βγαίνει. Στα σκοτάδια μέσα θα μάθουμε τις καινούριες γλώσσες, εκεί πάντα τις μάθαινε ο κόσμος, δένοντας με μια κλωστή την ανάγκη και την επιθυμία. Και η κλωστή μόνο πονούσε.

Απολιθώματα από σαράντα φάλαινες -40 φάλαινες, τι αριθμοί, τι μεγέθη- ανακαλύφθηκαν στην έρημο της Ατακάμα στη Χιλή, ολόκληροι οι σκελετοί, άθικτοι εδώ και εκατομμύρια χρόνια, τους ανακάλυψαν οι εργάτες που έχτιζαν την κλωστή του παναμερικανικού αυτοκινητοδρόμου. Ίσως, λέει, οι φάλαινες να ξόκειλαν εκεί πριν από δύο με επτά εκατομμύρια χρόνια και το έδαφος να ανυψώθηκε, μετατοπίζοντας την ακτή χιλιόμετρα μακριά. Μετατοπίστηκε η ακτή χιλιόμετρα μακριά. Και μετά μου λες ότι είναι βλακείες οι κλωστές και τα κουτάκια. Ενώ εσύ ξέρεις ασπούμε τι θα πει εκατομμύρια χρόνια. Ίσως πάλι να ήταν μια ρηχή λιμνοθάλασσα και να παγιδεύτηκαν εκεί από κάποια καταιγίδα ή κατολίσθηση. Οι ερευνητές πιστεύουν πως ο θάνατος προήλθε από την κατανάλωση τοξικών άλγεωνΤο σώμα των φαλαινών αναποδογύρισε, λέει, καθώς πέθαιναν -φαντάσου λίγο τη μετακίνηση αυτή. Εγώ κρατάω ότι οι φάλαινες πέθαναν στην έρημο. Και ότι ένα άλγος μπορεί να είναι τοξικό. Ίσως να ήταν το άλγος της επιστροφής τους, ίσως να είχαν γεννηθεί στην έρημο και εκεί να επέστρεφαν. Νόστος λέγεται στη γλώσσα των κλωστών. Νοσταλγία το βάφτισε κι ο Όμηρος, άλλη άκρη κι αυτός, κλωστή από τις λίγες.

Σαν πιτσιρικάς χαζεύω πάντα τον κόσμο στα αεροδρόμια, στις αποβάθρες, στα ταχυδρομεία, αυτά είναι τα μέρη που αγαπώ, κουτάκια μιας κλωστής. Εκεί που μαζεύονται οι κινήσεις και οι χειρονομίες, που κάτι ζητάνε, που κάπου πηγαίνουν. Προχτές στο ταχυδρομείο ασπούμε, πήγα να παραλάβω ένα πακέτο που ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου. Η άλλη άκρη έχει γράψει τη διεύθυνσή μου με το χέρι, κι ας μη με ξέρει. Κι όλο αυτό επειδή της ζήτησα κάτι, να μου στείλει κάτι. Κάθε λέξη που ξεκινάει με ένα χέρι, χειρόγραφο, χειροποίητο, εμπερικλείει μια αγάπη, περιγράφει μια χειρονομία -να κι άλλη λέξη που δεν χρειάζεται επίθετο όταν την προφέρεις. Έχει κι αυτοκόλλητο fragile πάνω του. Φροντίδα το λένε αυτό στη γλώσσα των ανθρώπων. Καλεί τους ανθρώπους να φροντίσουν κάτι, είναι μια οδηγία σε όσους το αγγίξουν. Θα μπορούσαν να γράφουν για κλωστές και κουτάκια, αλλά δεν είναι όλοι πιτσιρικάδες για να καταλαβαίνουν. Αρκεί ο ιερός φόβος του εύθραυστου. Και έτσι οι άνθρωποι μαθαίνουν να φροντίζουν κάτι άγνωστο, κάτι μυστικό, κάτι που μπορεί να μην τους αφορά.

Όμως εκείνη η παρέα των φίλων θα πάει στο μουντιάλ. Νύχτα μέρα σμιλεύει το παλιό λεωφορείο για το μεγάλο ταξίδι, από την Αργεντινή ως τη Βραζιλία είναι μια κλωστή με δυο κουτάκια. Πιτσιρικάδες φαίνονται, που δεν ξέρουν πολλά. Δεν το'χουν πει ακόμα σε κανέναν ότι πάνε -μόνο εμείς το ξέρουμε- δεν έχουν βγάλει καν εισιτήρια για τους αγώνες. Το σχέδιο δεν υπάρχει ακόμα, μόνο η επιθυμία και το λεωφορείο νύχτα μέρα. Ό,τι περπάτησε πάνω σε μια κλωστή δεν χώρεσε ποτέ σε θεωρίες. Ό,τι χώρεσε στις θεωρίες, δεν έχει περπατήσει. Οι φίλοι θα το κάνουν το ταξίδι, οι φίλοι είναι μόνοι τους ένα ταξίδι. Αναζητώντας την έρημο πατρίδα, λίγες μπύρες ακόμα παρέα, χειρονομίες δεμένες σε κλωστές, κουτάκια να φυλάνε τα άλγη ως ιερά, τη φροντίδα των αγνώστων, την άκρη στην άκρη του κόσμου. Και στο ταξίδι, μόνο φίλους κάνεις.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


μικροί Μαρουάν

E-mail Εκτύπωση PDF

ένας πιτσιρικάς μόνος με σακούλα το βιος του / λένε ότι διέσχιζε την έρημο μόνος του -το πίστεψα / τελικά ήταν ψέμα / απλώς χάθηκε λέει από την οικογένειά του -έμεινε λίγο πίσω / το πίστεψα κι αυτό / περισσότερο γιατί δεν ήθελα να είναι μόνος / έρημος μέσα στην έρημο πως να περπατήσεις / αλλά και πάλι / μόνο εκείνος ξέρει την ερημιά του / εκείνος ξέρει μια άλλη γεωγραφία όχι αυτή του εμείς κι ο κόσμος / πέρα από την έρημο είναι οι νάρκες / πέρα από τις νάρκες είναι ένα σπίτι / πέρα από το σπίτι είναι θάνατοι και αποχωρισμοί πάλι / πέρα από όλα είναι ο φόβος / πως έχουν την πυξίδα τυπωμένη πάνω στους ναυτικούς τους χάρτες; αυτό / οδηγός είναι ο φόβος.

όλο χανόμαστε / κι όλο ξεγελάμε τους άλλους / και καταπάνω μας έρχονται / άνθρωποι από το βυθό που κρατάνε ένα γράμμα στα δόντια / έχει παραλήπτη αλλά δεν έχει αποστολέα / αν χαθεί δεν επιστρέφεται πουθενά / γράφει μέσα επιθυμίες και πόθους όλα σε ιερογλυφικά / γι'αυτό δεν διαβάζεται / όχι για τα ιερογλυφικά / αυτά τα μάθαμε με τον καιρό / οι πόθοι είναι που δεν διαβάζονται / ακατανόητη γλώσσα / κι εγώ δεν έχω καταφέρει να σε πάρω από το χέρι / δεν σ'έχω πάει κάπου / δεν έχω καταφέρει να δω το φίλο να χάνεται μέσα στην ευτυχία του / κι ας είμαι μαζί του ακόμα / όλο στο ίδιο σαλόνι τριγυρνάμε / εκεί που μυρίζουν ματαίωση τα κάδρα μας και ναφθαλίνη τα ποτά μας / κλισέ ξέρω / άκου όμως τώρα / στο Φαρμακονήσι ακόμα ξεβγάζει ανθρώπους ο βυθός / με γράμματα στα δόντια και αλυσίδες στα μάτια / σπάμε με τα γράμματα, διαβάζουμε με τις αλυσίδες / ενώ θέλαμε το αντίθετο / όλο μιλάμε για το αλλού κι όλο χανόμαστε.

ένας φίλος μου'πε ότι το Φαρμακονήσι είναι ρήμα / κι η έρημος ρήμα είναι, λέει / από αυτά που δεν έχουμε μάθει να κλίνουμε / μόνο πρώτο ενικό μάθαμε να προφέρουμε στα περισσότερα ρήματα / τα άλλα πρόσωπα παπαγαλία μόνο / μια μέρα θα τους ξεγελάσουμε όλους / πρώτα εμείς / θα ξεγελαστούμε για τα καλά / τόσο καλά που θα χαθούμε / σαν πιτσιρικάδες στην έρημο θα γυρνάμε / αυτό ναι το μάθαμε / απλώς τότε θα το απολαμβάνουμε κιόλας / δεν θα ψάχνουμε κατεύθυνση

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


«Έχουμε μάθει το καλό να το αισθανόμαστε σαν απειλή» - Όταν ο Μιχάλης Ρακιντζής μίλησε στον Costinho

E-mail Εκτύπωση PDF

 

Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να σταματήσουμε τη μαγνητοφώνηση. Τότε είναι που ο Μιχάλης Ρακιντζής μου μίλησε για τη Φεϊρούζ και τη μεγάλη του αγάπη στην αραβική μουσική και τις ορχήστρες, για τον Καζαντζίδη που τώρα ανακαλύπτει στο σύνολό του ήρεμα και αργά, για το funk των Crusaders και των Temptations, για το φαινόμενο Phil Collins, για το πόσο στερεότυπο και μονοκόμματο σε θέλει η τηλεόραση, για την Τζένη Βάνου που έφυγε μία μέρα πριν και πόσο απλό ήταν αυτό που έκανε... Ακόμα και για τις τρομερές Wee Papa Girl Rappers -ποιος τις θυμάται άραγε...- με τις οποίες είχε βρεθεί σε κοινή περιοδεία στην Ελλάδα στις αρχές του ’90, σε μια τεράστια παραγωγή για την εποχή, αλλά οι καλοκαιρινές μπόρες τους στέρησαν περιπετειωδώς κάποιες συναυλίες.

Καθώς μιλάς μαζί του, ο τόνος της φωνής του γίνεται όλο και πιο οικείος, όλο και πιο κοντινός. Κι όσο ξεδιπλώνει αλήθεια και αγάπη γι’αυτό που κάνει τόσο αφοσιωμένα όλα αυτά τα χρόνια, με σπάνια συνέπεια και παρουσία, τόσο το μυαλό μου καρφώνεται συνέχεια σε αυτό που έχει γράψει ο μεγάλος Herman Hesse: «Η αρχή όλης της τέχνης είναι η αγάπη. Η αξία και το πεδίο δράσης κάθε τέχνης αποφασίζεται από το πόση ικανότητα έχει ο καλλιτέχνης γι’ αγάπη». Θα μπορούσες ίσως να κατηγορήσεις τον Μιχάλη Ρακιντζή για ο,τιδήποτε άλλο. Εκτός από αυτό. Που του περισσεύει.

 

Περισσότερα...

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: δημοσιεύσεις


Αυτό που ποτέ δεν τελειώνει

E-mail Εκτύπωση PDF

Aντί εισαγωγής

«Με τα μάτια των νέων», ήταν ο τίτλος του αφιερώματος της Ταινιοθήκης στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, καλώντας μας να κάνουμε την κουβέντα μέσα από αυτή την οπτική. Όμως η συνήθης χρήση της έννοιας του «νέου» αφορά  έναν ηλικιακό διαχωρισμό, ο οποίος από μόνος του δεν προσδιορίζει τίποτα. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε έργα τέχνης, αλλά και πράξεις πολιτικές, η έννοια οφείλει να χαρακτηρίζει μια πνευματική και όχι ημερολογιακή κατάσταση: έτσι κι αλλιώς, η τέχνη προσλαμβάνεται με όρους αθανασίας και μιας αυτόνομης πορείας στο χρόνο –πέρα ακόμα κι από τη ζωή του δημιουργού. Και για έναν επιπλέον λόγο: ο δημιουργός δεν είναι πια εδώ. Το αφιέρωμα αυτό είχε ως αφορμή μια τραγική επέτειο, την ημερομηνία αναχώρησής του.  Η έννοια της επετείου φορτίζεται εξ ορισμού με κάτι το θλιβερό, κατι περασμένο, το οποίο αναβιώνεται μερικώς για την περίσταση. Το ευτυχές είναι ότι σε αυτή την επέτειο –όπως και πέρσι- εκείνο που αναβιώνεται είναι ακριβώς αυτό που μας παρέδωσε ο δημιουργός: όλες οι ταινίες του, σε μια σκοτεινή αίθουσα, με όλο το σωστό χρόνο και χώρο να τις δούμε και να αποκτήσουμε το δικό μας βλέμμα πάνω τους.

Μετά την αναχώρηση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο όγκος των αφιερωμάτων που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες και το διαδίκτυο υπήρξε εντυπωσιακός. Κριτικοί κινηματογράφου και λογής αρθρογράφοι -ακόμα κι εκείνοι των οποίων τα γραπτά και οι μικρές λέξεις τους είναι ακόμα εδώ...- επιχείρησαν να τον αγιοποιήσουν, όχι επειδή άλλαξαν γνώμη, όχι επειδή το σινεμά του έγινε αίφνης «προσιτό» και χρήσιμο ή κομμάτι της τέχνης και της Ιστορίας που αντιλαμβάνονται. Ο Αγγελόπουλος έπρεπε να μπει σε ένα κουτί: να αναγνωριστεί, να τιμηθεί -όπως γίνεται σε κάθε τι νεκρό- ώστε να πάψει αυτό το έργο να είναι ζωντανό, να γίνει μουσειακό. Και ως μη ζωντανό, να χάσει τον ανατρεπτικό του ρόλο και σκοπό. Ήταν η πάντοτε αγωνιώδης προσπάθεια του άρχοντος πολιτισμού να νουθετήσει τη φωνή της Άλλης Θάλασσας, να δαμάσει τα άλλοτε ορμητικά νερά της, καταγράφοντας στην αφήγησή του μια διαλεκτική ασάλυετη, μια διεκδίκηση χαμένη, μια γενιά ηττημένη, ιστορικά περαιωμένη και ξεπερασμένη, αναδεικνύοντας παράλληλα ως επιφανειακή τη βαθύτερη ουσία του έργου αυτού, που βρίσκεται στη μουσική, στην ποίηση, στη μουσικότητα των εικόνων: δεν θα βρείτε ταινία του που να μην υπάρχει χορός, σε όλες τις ταινίες του υπάρχει ποίηση, όχι σε απαγγελία, αλλά λειτουργικά ενταγμένη στο κάθε τι που βλέπεις, κοινωνείς και αισθάνεσαι. Σε όλες τις ταινίες του μας θυμίζει ότι σε κάθε ιστορική φάση και δοκιμασία των ανθρώπων, υπήρχε πάντα το τραγούδι –ας το δούμε αυτό σήμερα ως μια βασική αναπηρία στον πολιτισμό που κοινωνούμε και στον κατακερματισμένο αποσπασματικό κόσμο του ελεύθερου χρόνου. Υπήρχε το τραγούδι, όχι ως υπογράμμιση, συνοδεία ή παρηγοριά, αλλά ως δομικό στοιχείο της εικόνας. Με λίγα λόγια, στο έργο αυτό υπάρχει κάθε μεγάλη έκφανση της ζωής ως πολιτική πράξη και δήλωση.

Εδώ λοιπόν είναι που τους τα χαλάει ο Τεό. Το έργο του δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν μουσειακό. Προφητεύει διορατικά και διαλεκτικά αυτό που έρχεται, συνιστώντας παράλληλα μια εξαίρετη περίπτωση ποιητικής ειδησεογραφίας: μαθαίνουμε την Ιστορία και τον κόσμο, σε πραγματικό χρόνο. Το Βλέμμα του Οδυσσέα μας έμαθε π.χ. για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, όσα δεν νιώσαμε από τις τόσες σκηνές ωμότητας στις ειδήσεις.

Σε μια σκηνή της ταινίας στο Σεράγεβο, όπου δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο παρά μόνο πτώματα, από ένα παλιό κτίριο, διάτρητο από τις βόμβες και τις σφαίρες, βγαίνουν άνθρωποι που από το ντύσιμο και τις κινήσεις τους παραπέμπουν σε τροφίμους ψυχιατρείου. Κάνουν κινήσεις προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει, σαν να βγαίνουν πρώτη φορά στο φως, ψηλαφώντας τα πτώματα, σαν εξωγήινοι. Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκεί αυτή η μάλλον αργή για τους κριτικούς σκηνή, μπόρεσα να καταλάβω τι είναι ο πόλεμος –τι σημαίνει ένας πόλεμος δίπλα σου. Τότε ένιωσα πολύ βαθιά την παράνοιά του.

Παράλληλα, υπάρχει το χιούμορ σε όλες τις ταινίες. Οι Κυνηγοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια ιδιότυπη περίπτωση πολιτικής κωμωδίας, ενώ διακριτικό πλην ξεκάθαρο και καίριο χιούμορ –κυρίως πολιτικό- βρίθει διάσπαρτο τουλάχιστον στις πρώτες ταινίες του. Η σκηνή στην παραλία στις Μέρες του ’36 θαρρείς πως είναι βγαλμένη από ταινία των Monty Python.

Κυρίως όμως, στο έργο του υπάρχει πάντα η ανατροπή, ακόμα και σε αισθητικές και κοινωνιολογικές συντεταγμένες. Ο Μελισσοκόμος του 1986 αποτελεί και μια τοιχογραφία της εποχής σε ονόματα: η Νάντια Μουρούζη, σύμβολο του σεξ τότε –στην ταινία συμβολίζει τη νέα γενιά, την τελευταία ελπίδα του μελισσοκόμου Σπύρου -του εξόριστου από τον τόπο και την ουτοπία του- να βρει ενα πάτημα. Βλέπουμε επίσης τη Βάσια Παναγοπούλου, τον Σταμάτη Γαρδέλη σε ένα πλάνο, τον Δημήτρη Πουλικάκο. Το τραγούδι του τζουκ μποξ τραγουδάει η Τζούλι Μασίνο –που την μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα από την τηλεόραση- και το έχει ενορχηστρώσει η Καραϊνδρου μαζί με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο. Δίπλα τους η παλιότερη γενιά που είχε συνδεθεί με πιο αγοραίες ανάγκες του λαϊκού θεάματος -ο Ντίνος Ηλιόπουλος που πλην του Δράκου δεν αξιώθηκε να παίξει σε μια ταινία δημιουργού ή ο Παπαγιαννόπουλος στο Ταξίδι στα Κύθηρα- αλλά και ο Μαστρογιάννι, διεθνές σύμβολο του κινηματογράφου, εφ’όσον τα παντοτινά επικοινωνούνται με όρους παγκόσμιους και όχι στενούς ελληνικούς. Όλα αυτά ανατρέπονται και επαναχρησιμοποιούνται με ένα νέο βλέμμα, το οποίο μπορεί και τα αποφορτίζει από την τρέχουσα εικόνα και σημασία τους, χωρίς να τις ακυρώνει.

Είναι η εποχή που η πασοκική σκονή έχει κατακαθίσει πάνω στα πάντα –κυρίως στον πολιτισμό- που νικητές και ηττημένοι επιχαίρουν με το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά ο Αγγελόπουλος επιμένει να μην συμμετέχει στην εθνική ανάταση και να κινηματογραφεί έναν τόπο που ακόμα γκρεμιζόταν, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται κατασκευή σκηνικών: η Έρημη Χώρα της ελληνικής επαρχίας, άνθρωποι μόνοι, ματαιωμένοι. Επιμένει να κινηματογραφεί σε άλλους χρόνους και χώρους: πραγματικούς χρόνους, υπαρκτούς ρυθμούς, τους ρυθμούς της έρημης χώρας· πραγματικούς τόπους και όχι κωμωδίες ή δράματα σε δωμάτια στην Κηφισιά. Αυτό είναι και το σοκ που επέφερε η Ήπειρος της Αναπαράστασης.

Γίνεται συνέχεια λόγος για τη θέση του Αγγελόπουλου πάνω στην Ιστορία, το πως μεταχειρίζεται τα ιστορικά σχήματα και τους σταθμούς της. Κι όμως, αυτό που λείπει στις ταινίες του είναι οι ιστορικές μορφές. Δεν αφηγείται την Ιστορία με πρόσωπα σύμβολα, παρά μόνο όταν αυτά είναι –ή γίνονται- αγάλματα π.χ.  ο Στάλιν στη Σκόνη του Χρόνου ή ο Μεγαλέξαντρος μετά την πτώση του, ακολουθώντας τη μοίρα του. Σχεδόν σε κάθε ταινία του, πρωταγωνιστές είναι οι νέοι άνθρωποι: εκείνοι που δημιουργούν σε πραγματικό χρόνο, που είναι υπεύθυνοι και υποκείμενα της Ιστορίας, που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα. Κι αυτοί είναι άνθρωποι υπαρκτοί, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, απελπισμένοι, φτωχοί, πρόσφυγες, ηττημένοι πολλές φορές, αλλά πάντοτε παρόντες και πάντα με ένα πείσμα και την ελπίδα ότι τα πράγματα δεν θα μείνουν ίδια. Ακόμα και ενδυματολογικά αν το δει κανείς, έχει μια ακριβή συνέπεια αυτή η πολιτική επιλογή του. Ταυτόχρονα, δεν είναι ούτε εξιδανικευμένοι νέοι -όπως συμβαίνει συχνά στον ελληνικό κινηματογράφο- ούτε προϋποτίθεται αναγκαστικά ο συμβολισμός τους –παρ’ότι υπάρχουν όλες οι αναφορές στη Μυθολογία, την αρχαία τραγωδία και την ποίηση, πάντα με αρμονία ενταγμένες στο έργο και χωρίς φιλολογικά κλειδιά για να τις αποκρυπτογραφήσεις· αυτή είναι άλλωστε η μαγεία και η λειτουργία της ποίησης.

Περισσότερο απ’όλα όμως, διαπιστώνει κανείς πως το σινεμά αυτό ανοίγει κουβέντες, ανοίγει δρόμους και αγωνίες. Ακόμα και άθελά του δηλαδή –θυμηθείτε το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού και τον αντιδραστικό μητροπολίτη Φλωρίνης που αφόριζε το συνεργείο, τους πιστούς να σπάνε τα σκηνικά, εμβατήρια και ψαλμωδίες σε ηχεία σε όλη την πόλη κλπ.- αλλά τελικά όχι ερήμην του. Δημιουργούσε πάντα γωνίες είτε για να εκφράσουμε τις δικές μας αγωνίες είτε και να τσακωθούμε ακόμα -κι αυτό από μόνο του είναι σημαντικό. Είναι ταινίες που περισσότερο από τις απαντήσεις, δημιουργούν ερωτήματα -όπως το ζητάει κι ο δάσκαλος Μπρεχτ. Ταινίες που αποζητούν την εμπλοκή σου για να υπάρξουν. Κι αυτό είναι μια πολύ γενναιόδωρη χειρονομία, να συμβαίνει μάλιστα σε μια αίθουσα σκοτεινή.

Όσο για την ήττα που για πολλούς αποτελεί την ουσία της εικονογραφίας του Αγγελόπουλου, εγώ δεν την είδα ποτέ. Υπάρχει σίγουρα ένα πένθος –το οποίο παγκοσμίως μέσα στους αιώνες αποτελεί ένα στοιχείο μεγάλου πολιτισμού, καθώς τα έθιμα και η τελετουργία του αντανακλούν μια βασική υποχρέωση εκείνου που αναζητά την ιστορία του και τη συνέχειά του στο χρόνο και εμπερικλείουν αυτά τα νοήματα μέσω απλών συμβολισμών και αναπαραστάσεων. Με τις εικόνες, τις λέξεις και τους ήχους του, ο Αγγελόπουλος πενθεί τις ματαιώσεις και την όποια πρόσκαιρη ήττα, αλλά ποτέ δεν την αποδέχεται. Πάντα υπάρχει η ελπίδα: η αποκατάσταση της επικοινωνίας στους στύλους στα σύρματα στο Μετέωρο Βήμα. Τα δύο παιδιά στο Τοπίο στην Ομίχλη, που αρκεί να πουν «μη φοβάσαι» και τότε όλα καθαρίζουν και το δέντρο αποκαλύπτεται. Η υπόσχεση της επιστροφής του Οδυσσέα με το βλέμμα ενός μαρτυρικού αιώνα και του βαλκάνιου δράματος: «Όταν γυρίσω, θα γυρίσω με τα ρούχα και τ’όνομα ενός άλλου».

«[...] Ανάμεσα σ’ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο,

ανάμεσα σ’ένα κάλεσμα κι ένα άλλο,

όλη την ανθρώπινη περιπέτεια,

την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει...»


[το κείμενο αποτελεί μια καταγραφή των βασικών σημείων της εισήγησης στην εκδήλωση της Λέσχης των Αναιρέσεων στις 22.04.14, με αφορμή το αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, και δημοσιεύτηκε σε πιο συντομευμένη εκδοχή στην εφημερίδα Πριν, αρ.φύλλου 1173, 09.02.14]


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: των εικόνων


δεν είναι ήττα είναι φως

E-mail Εκτύπωση PDF
στην είδηση της καταδίκης 25 χρόνων του Τάσου Θεοφίλου
και στο χαμόγελό του


φιρί φιρί το πάτε, να βγούνε νέοι Μπελογιάννηδες
γιατί το σκότος χαλυβδώνει τους ανθρώπους
εκεί
     μαθαίνουν τη ζωή κορώνα γράμματα

στη δυνατή φωτιά και το μεγάλο ψύχος
εκεί δένεται το ατσάλι, είπε ο Οστρόφσκι

κάνετε πως δεν ακούτε, γιατί ακόμα νικάτε
ακόμα νικάτε

αλλά εμείς μπορούμε και γελάμε

ποιοι είμαστε οι εμείς και ποιοι εσείς θα μου πεις
απλό:

εσείς είσαστε όσοι νικάτε
εμείς είμαστε όσοι μπορούμε και γελάμε

όσο κι αν νικάτε

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


για το λιβάδι που γιορτάζει

E-mail Εκτύπωση PDF
Για να'χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε
Τάσος Λειβαδίτης


Ταινιοθήκη, σκοτεινή αίθουσα. Δεν είναι ακόμα σκοτεινή, κόσμος μαζεύεται για την προβολή. Κόσμος γεμίζει φως την αίθουσα πριν της επιτρέψει το σκοτάδι. Σε ένα βλέμμα μου, δεν γίνεται αυτό που περιμένω ως το πιο φυσιολογικό εκείνη τη στιγμή. Να ανοίξει η πόρτα και ανάμεσα στους καλεσμένους, να μπει ο Θόδωρος. Για μια στιγμή -είμαι σίγουρος ότι έγινε- μου φαίνεται πραγματικά φυσιολογική, πολύ φυσιολογική η σκέψη αυτή· σχεδόν την είδα τη μορφή του ανάμεσα στα περάσματα, καθημερινή· αναγκαία. Και δεν είναι όνειρο, καταλαβαίνω ότι είμαι ξύπνιος. Ή σχεδόν. Αφού σου μιλώ για μαγεία.

Τις έχω δει τις ταινίες. Πολλές φορές και σε διάφορους καιρούς. Κι αν έχω μαγευτεί. Αυτή τη φορά έκλαιγα μόνο στα φιλιά. Στις γιορτές. Πάντα υπάρχει γιορτή στις ταινίες του Αγγελόπουλου, πάντα γιορτάζουν οι άνθρωποι. Στους χορούς έκλαιγα, στις πρωτοχρονιές, στα ανταμώματα. Χοροί συντροφικοί, ζευγάρια, φίλοι, όχι μοναχικά ζεμπέκικα. Μόνο ένα ποντιακό Τικ· ο Πόντος ρίζα και η Τασκένδη εξορία, δυο χώρες τα απλωμένα χέρια του Κατράκη, που ενώνουν τον ουρανό με τους νεκρούς συντρόφους· ή τους χωρίζουν. Και στον εμφύλιο έκλαιγα -όσο κι αν προσπερνούσα τις ματαιώσεις, όσο κι αν δεν την πίστευα την ήττα. Δεν περιγράφεται ο πόνος αυτού του τόπου, δεν μπορεί να μετρηθεί το αίμα του, δεν χωράει καν στις εικόνες. Αν κάτι έχεις πιστέψει στα σοβαρά στους ανθρώπους που ματαιώθηκαν, δεν γίνεται να μη σε γδέρνει κάτι κάτω από το πετσί σου. Αν τα πεζούλια του Άρη είναι ιεροί τόποι για σένα, δεν γίνεται να μη ματώνεις μέσα σου, να ματώνεις έστω με δάκρυα· έτσι αιμορραγούν τα μάτια, σε διάφανες κηλίδες, μοιρασμένες σε μικρές συνέχειες χωρίς ν'αφήνουν ίχνη. Μέχρι που -εκεί που δεν το περιμένεις- γίνονται λίμνες. Τα λιβάδια γίνονται λίμνες. Στα λόγια της Ελένης -πόσες φορές μια Ελένη- κάθε λέξη χίλιες φωτογραφίες. Δεν έχω σαπούνι, δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου. Αλλάζουν οι στολές, φύλακα. Ίδιες οι στολές.

Θυμήθηκα τον κυρ-Μπάμπη, αντάρτης στoυς μαύρους μεσσήνιους τόπους, ένας από τους πολλούς. Είναι πολλά χρόνια που'χει φύγει. Φέτος πάλι έσπασαν οι μαύροι το μνήμα του στο χωριό -θαρρώ πως ήταν η τρίτη φορά. Φοβούνται ακόμα και τους τάφους, κάτι θα ξέρουν. Μνήμα, μνήμη. Όπως το πτώμα του αντάρτη, που κείτεται αλώβητο κάτω από το χιόνι -στους Κυνηγούς. Το ξεθάβουν αυτοί που ξεπουλάνε το χιόνι τ'ουρανού -στα Κύθηρα. Καλά κάνει και μιλάει στα μνήματα ο Κατράκης σα να'ναι ζωντανοί κει κάτω. Κάτι θα ξέρει. Δεν είναι επίκαιρος ο Αγγελόπουλος· δεν εικονογραφεί, δεν περιγράφει τον καιρό. Μάχεται τον καιρό. Δεν τάσσεται υπέρ, δεν τάσσεται κατά, δεν αναγνωρίζει κόμμα. Αγκαλιάζει τους ανθρώπους πέρα από τον μηχανισμό· τους ανθρώπους ως μορφές της Ιστορίας και του δράματος, όχι ιστορικές μορφές στη θέση του δράματος των ανθρώπων.

Απέναντι, η Αριστερά. -Τι λέει η Αριστερά, Αλέξανδρε; -Για ποιο πράγμα, ερωταπαντάει ο Αλέξανδρος -στην ΑιωνιότηταΟ καιρός δεν μας ευνόησε, έχει ήδη απαντήσει ο συνδικαλιστής -στα Κύθηρα. Πίσω του ο μπερντές της ανάπηρης γιορτής στη θέση του, αλώβητος στον κατακλυσμό και τις συνθήκες. Δεν χαμπαριάζει, ποτέ δεν χαμπάριαζε από ευκαιρίες και καλέσματα. Πάντως, εμείς αποφασίσαμε να γίνει η γιορτή, συμβολικά προς χάριν αυτού του γέρου που βρίσκεται στη θάλασσα. Ο γέρος που πνίγεται σε μια παράλογη θάλασσα, που πνίγεται εντελώς κανονικά και καθόλου συμβολικά. Στη θάλασσα ή στη λίμνη -κάποτε λιβάδι, κάποτε ζωή. Δεν έχω πια κανέναν. Κανέναν να περιμένω τις νύχτες. Κι αμέσως μετά, το επόμενο πλάνο θολώνει· η Ιστορία θόλωσε, δεν πήγε για τα όσκαρ. Μόνο θάλασσες και λίμνες κι όποιος κατάλαβε. Και κατάλαβε όποιος ένιωσε. Και ένιωσε όποιος πρώτα σιώπησε.

Κι ενώ τα άλλα βλέμματα, κι ενώ οι άλλες σιωπές, σε έβλεπα μέσα στο σκοτάδι. Χάζευα την προσοχή σου και το σχήμα σου, που είχε πάρει το σχήμα του καθίσματος. Η μικρή τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας δεν έχει μόνο πολλά βλέμματα· έχει και βλέμματα παντού. Έχει παντού σιωπές, ως οδηγία να μην ειπωθεί κάτι. Σιωπές με κατεύθυνση. Κι ας μην τολμούνται τα αγγίγματα. Οι άνθρωποι συναντιούνται με διάφορους τρόπους, ακόμα κι όταν δεν το ξέρουν. Το σινεμά είναι φτιαγμένο για να μας φέρνει κοντά, γι'αυτό παίζεται στο σκοτάδι -γι'αυτό χρειάζεται το σκοτάδι. Γι'αυτό και λάμπει μόνο μέσα στη σιωπή. Ο,τι περισσότερο, το είπαμε σιωπώντας. 

Μετά από τόσες θεάσεις, μπορώ αβίαστα να εστιάζω σε λεπτομέρειες. Αβίαστα και οι λεπτομέρειες εστιάζουν στις μέρες μου. Οι ταινίες κοιτάνε μέσα σου, το βλέμμα επιστρέφει. Κι εμείς σ'αυτές, δεν βλέπουμε πάντα τα ίδια, κι ας είναι με ακρίβεια περπατημένα τα χιλιόμετρα ενός φιλμ. Δεν παρατηρείς κάτι που δεν υπήρξε πρώτα παράσταση στις αγωνίες σου, που δεν είχε τα υλικά ενός σκηνικού έξω από την αίθουσα. Δεν μπορείς να δεις τίποτε το πραγματικό στο σινεμά, αν δεν έχεις ξεκαθαρίσει έξω τι είναι πραγματικό και τι όχι. Αλήθεια, τι είναι πραγματικό εκεί έξω και τι όχι; Πόσα λεπτά χρειάζεται ένα παιδί για να πνιγεί; Είναι ίδιος ο χρόνος για όλα τα παιδιά -και για τα προσφυγόπουλα ας πούμε; Τι είναι ένας πρόσφυγας σαν δεν υπάρχουν σύνορα; Μόνο οι σιωπές ανταμείβουν, όχι οι απαντήσεις. Όσοι απάντησαν, έχασαν. Έχασαν τη μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής.

Αυτή τη φορά λοιπόν, έκλαιγα στη μουσική. Με έπαιρναν οι μουσικοί. Είστε υπό την προστασία ενός βιολιού, μιας κιθάρας, ενός κλαρίνου και ενός τέταρτου θορυβώδους οργάνου. Εκεί κρύφτηκα, εκεί κρυβόμουν πάντα. Είμαστε υπό την προστασία ενός βιολιού. Πόσο αχάριστος μπορεί να είσαι αν νομίζεις πως είσαι μόνος. Τραγουδάμε χωρίς ο αέρας να μας παίρνει τη φωνή.

Θα προλάβουμε. Κι ας μας λείπουν λέξεις. Έχουμε πάντα τη μουσική.

 


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


επεξήγηση

E-mail Εκτύπωση PDF

[...] μια κοπέλα με νυχτικιά, χυμένα τα μαλλιά στην πλάτη, να διαβαίνει μπροστά μου, με σφιγμένες γροθιές, με την άσπρη της νυχτικιά, κι ακριβώς μπροστά μου, το μούτρο της αναδύεται, βάζει τα κλάματα και εξακολουθεί να διαβαίνει ως το άλλο άκρο της αποβάθρας, με ξέπλεκα μαλλιά, τις γροθιές έτσι, και τη νυχτικιά της, οπότε ξαφνικά εγώ, δεν αντέχω άλλο, αυτή τη φορά πάει τελείωσε, δεν κρατιέμαι πια, δεν αντέχω άλλο, όλον αυτόν τον κόσμο, τον καθέναν στη γωνίτσα του με την ιστοριούλα του, όλες αυτές τις φάτσες, δεν τους αντέχω άλλο, μπούχτισα μ'όλους, και μου'ρχεται ν'αρχίσω τις μπουνιές, τη γυναικούλα εκεί ψηλά, γαντζωμένη στην κουπαστή, μου'ρχεται να την αρχίσω στις μπουνιές, και τον Άραβα που ψέλνει μόνος του τα δικά του, μου'ρχεται να τον αρχίσω στις μπουνιές, τον ματσωμένο πίσω μου, πέρα στο άλλο άκρο του διαδρόμου, την παχνιασμένη γριά απέναντι, δεν την αντέχω πια τη φάτσα τους, δεν τον αντέχω άλλο αυτό τον πολτό, την κοπέλα με τη νυχτικιά στην άλλη άκρη του σταθμού, που συνεχίζει το κλαψούρισμα, κι εμένα, μου'ρχεται να αρχίσω να βαράω μπουνιές, έχω όρεξη να δείρω φίλε, τις γριές, τους Άραβες, τους ματσωμένους, τα πλακάκια στους τοίχους, τις γραμμές των βαγονιών, τους ελεγκτές, τους μπάτσους, να πλακώσω στο ξύλο τους πωλητές εισιτηρίων, τις αφίσες, τα φώτα, αυτή τη σκατομυρωδιά, αυτόν το σκατοθόρυβο, σκέφτομαι τα λίτρα μπύρας που'χα ήδη κατεβάσει και θα κατέβαζα ακόμα, ώσπου να μη χωράει άλλο η κοιλιά μου, και έμενα καθιστός με αυτή την επιθυμία ν'αρχίσω να βαράω μπουνιές φίλε, ώσπου να τελειώσουν τα πάντα, ώσπου να σταματήσουν όλα, και τότε σταματάνε διαμιάς τα πάντα, μια και καλή: δεν περνάνε πια οι αμαξοστοιχίες, σωπαίνει ο Άραβας, παύει ν'αναπνέει η γυναικούλα εκεί πάνω, και την κοπέλα με τη νυχτικιά δεν την ακούμε πια να ρουφάει τη μύξα της, τα πάντα σταματάν διαμιάς εκτός από εκείνη τη μουσική στο βάθος, και την παχνιασμένη γριά που ανοίγει το στόμα κι αρχίζει να τραγουδά με μιάν απίστευτη φωνή, παίζει κάτι ο ματσωμένος εκεί κάτω, χωρίς να τον βλέπουμε, και εκείνη το τραγουδά, αποκρίνεται ο ένας στον άλλο και πάνε μαζί σαν να'ταν μελετημένο (μια μουσική απίθανη, κάτι από όπερα ή καμιά τέτοια μαλακία), τόσο δυνατό όμως, τόσο μαζί, που σταματάν στ'αλήθεια όλα, και η φωνή της γριάς, κατακίτρινη, κατακλύζει τα πάντα και εγώ σκέφτομαι: οκέυ, σηκώνομαι τώρα, διασχίζω τρέχοντας τους διαδρόμους, πηδάω τις σκάλες, βγαίνω έξω από τον υπόγειο, και τρέχω, ονειρεύομαι πάλι μπύρα, τρέχω, μπύρα, μπύρα, σκέφτομαι: τι μπορντέλο, άριες της όπερας, γυναίκες, η παγωμένη γη, η κοπέλα με τη νυχτικιά, πουτάνες και νεκροταφεία, τρέχω και δεν μ'αισθάνομαι πια, αναζητάω κάτι που να μοιάζει με χορτάρι μέσα σ'αυτόν τον πολτό, περιστέρια πετάνε πάνω απ'το δάσος και οι στρατιώτες τα σημαδεύουνε, ματσωμένοι ζητιανεύουνε, αλητάμπουρες ντυμένοι στην τρίχα στρώνουν στο κυνήγι ποντικούς, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ'το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ'αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ'αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ'αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πως να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, βροχή, βροχή, βροχή.


[Bernard-Marie Koltes, Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση, εκδόσεις Άγρα, (1977)]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


γράμμα στον Joe

E-mail Εκτύπωση PDF

αγαπημένε Τζο Στράμερ

κατ'αρχήν ξέρω ότι είναι παρωχημένο κλισέ να απευθύνεσαι σε δεύτερο πρόσωπο σε κάποιον που δεν θα σ'ακούσει. Ξέρω ότι δεν τα πας καλά με τα κλισέ. Παίρνω το θάρρος να πιστεύω ότι με ακούς· πάντα με άκουγες. Μας άκουγες όλους. Με έχω βρει επανειλημμένα, μαζί με τους φίλους μου και τους συγγενείς μου, στους στίχους σου και στην ταραχή σου. Και σε κάτι outtakes που δεν βρήκαν τον δρόμο της δισκογραφίας. Κάπου εκεί πρέπει να τα είπαμε πρώτη φορά στα πεταχτά. Και νιώσαμε· ο ένας τον άλλον, αλλά κυρίως ο καθένας τον εαυτό του. Ξέρω επίσης ότι ίσως να μη γνωρίζεις τη γλώσσα στην οποία γράφω. Ξέρω όμως ότι ούτε καλή φωνή είχες ποτέ, κι όμως τραγούδησες το πιο Μεγάλο Τραγούδι. Ούτε καλή κιθάρα έπαιζες καλά καλά -λένε- αλλά γαμώτο, πως ξέρουν όλοι τα ακόρντα σου απέξω; 

Δεν έχω όμως καιρό για εισαγωγές. Θα στο πω όσο μπορώ πιο απλά και άμεσα: Λείπεις. Δεν έχω ιδέα που είσαι, δεν ξέρω που γυρνάς και γιατί μπορεί να το κάνεις αυτό, δεν ξέρω γιατί δεν θες να μας ακούς πια και που μπορεί να έχεις κρυφτεί και δεν σε βλέπουμε, αλλά λείπεις. Μου λένε μάλιστα -κάποιοι, δεν ξέρω ποιοι, προφανώς κάποιοι που δεν ανέβηκαν ποτέ στα σύννεφα να πιουν ουζάκι εκεί πάνω και να μουντζώνουν τους κατσιμπαλήδες- ότι σαν σήμερα που αποφάσισα να σου γράψω, εικοσιδύο του Δεκέμβρη, έριξες έναν δειλό αποχαιρετισμό και άφησες την καρδιά σου να σε πάει κάπου πέρα μακριά από μας, κάπου που δεν μας ακούς, κάπου που δεν ακούμε τα ακόρντα σου, ούτε και το Μεγάλο Τραγούδι. Αν ισχύει αυτό, είσαι δειλός. Ευτυχώς σε σώζει ο Βικ -που διάολο έχει κρυφτεί κι αυτός;- που μου ψιθύρισε μια μέρα στ'αυτί ότι το κουράγιο ενός δειλού είναι μεγαλύτερο απ'όλων των άλλωνΚλείνουν όμως έντεκα χρόνια -λένε αυτοί οι κάποιοι- από εκείνο το Δεκέμβρη. Πράγματι, σε θυμάμαι κι εγώ να λείπεις καιρό. Μόνο που όσο περνάνε τα χρόνια -σαν έτη φωτός, οι αποστάσεις μεταξύ μας μετριούνται με μονάδες χρόνου, χρόνια που μετράνε το φως, μετράμε πόσα χρόνια με φως- όσο περνάνε τα χρόνια λέω, όσο πυκνώνουν οι ματαιώσεις, κάθε μέρα κάθε ώρα, τόσο εκλείπουν οι ποιητές. Τελευταία κάποιος μου το εξήγησε και το κατάλαβα επιτέλους: όσο εκλείπουν οι ποιητές, τόσο πυκνώνουν οι ματαιώσεις μας. Και περνάνε τα χρόνια χωρίς φως. 

Αγαπημένε Σύντροφε Τζο, θέλω να μη με παρεξηγήσεις, αλλά σου γράφω γιατί -όπου κι αν βρίσκεσαι- θέλω να επιστρέψεις· κάπου όπου θα μπορείς να μας βλέπεις και να μας ακούς. Γιατί, να ξέρεις, εμείς ακόμα μιλάμε και υπάρχουμε με όποιο τρόπο μπορούμε, Τζο· αδέξια σχηματίζουμε κινήσεις, προσπαθώντας να μπαλώσουμε καμιά ματαίωση, να κλείσουμε καμιά τρύπα να μη μπάζει αέρα και νερό -κοντέψαμε να πλημμυρίσουμε απ'όταν άρχισαν να λουφάζουν οι καπετάνιοι μας. Οι φωνές μας ακούγονται στον αέρα, τις γράφουμε σε τοίχους, τις φωνάζουμε ο ένας στο αυτί του άλλου μπας και τρυπήσει κανά τύμπανο, μπας και ματώσουμε καμιά μέρα πραγματικά, μπας και τραγουδήσουμε έτσι όλοι μαζί το Μεγάλο Τραγούδι. Magnificent Seven ασπούμε, ring ring 7 a.m. Να επιστρέψεις να μας ακούς, όπως μας άκουγες πάντα· να μας βλέπεις, να βλέπεις τι μαλακίες κάνουμε εδώ κάτω κι εσύ να χαμογελάς, να μας ακουμπάς στοργικά στην πλάτη, να ξέρουμε ότι κάποιος μας προσέχει. Να καταγράφεις λεπτομερώς τις ζωές μας, όπως έκανες πάντα· να τους βρίσκεις ακόρντα, γιατί ξεκουρδίστηκαν πολύ όλα αυτά τα χρόνια, αγνώριστες έγιναν· παραφωνίες μόνο οι μέρες μας. 

Όταν ο Λουίτζι έχασε τη μητέρα του, της είπε πως δεν κλαίει που φεύγει, αλλά γι'άλλο κλαίω μαμά, γιατί εσύ δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι. Χάθηκε από το δικό μου κόσμο ένα στήριγμα, μια παρηγοριά. "Εάν εκείνη με σκέφτεται από μακριά, είμαι ζωντανός για κείνην". Κι αυτό με στήριζε, με παρηγορούσε. Εγώ τώρα δεν είμαι πια ζωντανός και δεν θα'μαι για σένα ζωντανός ποτέ πια. Κι ακριβώς γι'αυτό, μαμά, ακριβώς γι'αυτό, όσοι πιστεύουν πως είναι ζωντανοί, νομίζουν πως θρηνούν τους νεκρούς τους, κι απεναντίας, θρηνούν το δικό τους θάνατο, τη δική τους πραγματικότητα που δεν υπάρχει πια στη συνείδηση εκείνων που έφυγαν. Εσύ είσαι και θα είσαι για πάντα η μητέρα μου. Εγώ, ο γιος σου, ήμουν και δεν είμαι πια, δεν θα είμαι πια. Ξέρεις λοιπόν, σύντροφε Τζο, τι του απάντησε εκείνη; Κοίτα τα πράγματα και με τα μάτια εκείνων που δεν τα βλέπουν πια. Θα νιώσεις μια θλίψη, γιε μου, που θα τα κάνει να φαντάζουν πιο ιερά και πιο όμορφα.

Αγαπημένε σύντροφε Τζο, προσπαθήσαμε -κι εγώ και οι φίλοι που σου'λεγα- να δούμε τα πράγματα με τα μάτια σου. Δεν τα καταφέραμε· είμαστε ακόμα στη θλίψη. Ακόμα τίποτε δεν μοιάζει πιο ιερό και πιο όμορφο. Γι'αυτό σου λέω να γυρίσεις, να μας δείξεις το πως -πενήντα χρόνια είναι λίγα- να μας τραγουδήσεις άλλη μια φορά, να θυμηθούμε, να ξαναβρούμε, να μας βάλεις βαθμό επιτέλους, να μας πεις τι καταφέραμε, πόσες μαλακίες κάναμε, πόσες ακόμα μπορούμε, πόσες ματαιώσεις να χτίσουμε. Στα γράφω αυτά σύντροφε Τζο και κάποιοι ήδη γελάνε -οι κάποιοι που σου'λεγα πριν· τους φαίνεται αστείο το συναίσθημά μας, τους φαίνεται γελοίο το συναίσθημα, αυτό το άμεσο άγριο συναίσθημα, που δεν ντρέπεται ούτε τις λέξεις ούτε το να σκύβει πότε πότε το κεφάλι και να γεμίζει εκκωφαντικές σιωπές το δωμάτιο· ό,τι ένωσε τις κλωστές μας σε κρίσιμες στιγμές του χρόνου, που ο καργιώλης δοκίμαζε τις αντιστάσεις μας. Ξέρω πως είναι μελό να το ντύνεις με λέξεις· άλλωστε το συναίσθημα δεν χρειάζεται προστασία. Ποτέ δεν καταφέραμε να το προστατεύσουμε, ποτέ δεν μας προστάτευσε. Να σε πείσω όμως προσπαθώ Τζο, να σου εξηγήσω λίγο πως έχει εδώ κάτω που μας άφησες. 

Ξέρω ότι ούτε επιλόγους γουστάρεις· ποτέ δεν έγραψες έναν, σε ο,τιδήποτε. Όλα ανοιχτά, όλα στη μέση αφημένα, μόνο φωτιές ήξερες ν'ανάβεις. Ας σου πω τότε μόνο αυτό: μας έμαθες να είμαστε παράφωνοι και την ίδια στιγμή να λάμπουμε. Αυτό όμως δεν το καταφέραμε ποτέ. Γύρισε πίσω, τουλάχιστον να το κάνεις εσύ, να παίρνουμε μάτι. Να έχουμε στήριγμα και παρηγοριά. Ότι δεν υπάρχουμε τσάμπα. Να επιστρέψεις, να επιστρέφουμε κι εμείς. Έχουμε ήδη ανάψει τη φωτιά, μαζευόμαστε και σε περιμένουμε. Και μη διανοηθείς να κουρδίσεις την κιθάρα.

Αν δεν σου κάνει κόπο, προώθησε το γράμμα αυτό και στον Τζο Χιλ. Επιμένει να λέει ότι δεν έχει πεθάνει, αλλά δεν εμφανίζεται πουθενά.


πάντα συντροφικά,

Κωστής



0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


indarctos

E-mail Εκτύπωση PDF

Γέρνει στο πλάι της και πεθαίνει. Τραυματισμένο κι αυτό, παραδίνεται. Μαζί πεθαίνουμε. Κι όση συντροφικότητα δεν προλάβαμε να εκφράσουμε στις ζώσες μέρες μας, θα μας την ζητήσει ο θάνατος· αδυσώπητα και με το ζόρι. Έχει μια αξιοπρέπεια το κάθε τέλος, όσο ατιμασμένα κι αν ζητήθηκε· όσο εκβιαστικά κι αν παραγγέλθηκε. Ακόμα κι εκεί που σ'έχουν βρει τα ξεδιάντροπα σκάγια, παρ'όλη τη φύση σου. Έχουν ένα γαλήνεμα πάντα τα κλειστά μάτια, όσο αποτρόπαια κι αν έκλεισαν. Δεν έχω ιδέα για το τι σου ζητάει ο θάνατος. Μόνο το τι θα αποκριθώ ξέρω. Με τα κλειστά μάτια εκείνων που αποφάσισαν να πεθάνουν -τραυματισμένοι αγκάλιασαν τη μητέρα μοίρα και παραδόθηκαν- μπορούμε και βλέπουμε. Μόνο με τα κλειστά μάτια μπορούμε να δούμε πιο πέρα. Τα ασάλευτα χέρια τους -κοκαλωμένα ή σε στάση εναγκαλιασμού- θα μας δείχνουν το δρόμο για πάντα. Έναν πλέον, γιατί δεν ξέρουν άλλον. [πάντα οι πεισματάρηδες μιλούσαμε μεταξύ μας· οι αυτιστικοί. οι άλλοι χάθηκαν μέσα σε τηλεφωνήματα και δυνατότητες]. Κάλυκες θα βρεθούν κάπου στα ξέφωτα το πρωινό, σφαίρες παρεμβάλλονται πια στη φύση. Μια μάχη μαίνεται μέσα στο δάσος. Κι ενώ δάση μαίνονται μέσα στις μάχες σου. Τα αγκαλιάζεις και παραδίνεσαι. Μόνο να τα αγκαλιάζεις και να παραδίνεσαι. Μόνο αυτό σου έγραψε η φύση ως απόλυτη ικανότητα. Ως απόλυτη αξιοπρέπεια.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


να μην ξέρεις τι θέλεις να πεις, να μη θέλεις να πεις τι ξέρεις

E-mail Εκτύπωση PDF

Καταφεύγουμε σε αυτό που αποκαλούμε «ιδιωτική ζωή»,
γιατί δε διαθέτουμε τις απαραίτητες δυνάμεις
για ν’αντιμετωπίσουμε τον κόσμο.
Είναι μια ύστατη στιγμή αυτοπεριορισμού, μια υποχώρηση.
Διότι, εν τέλει, η ζωή είναι κατ’αρχήν
ένας διάλογος με τα πράγματα.
Franz Kafka

ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠ'ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΑΘΑΜΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΤΑ. Με κεφαλαία γράμματα, σ'έναν χαμηλό κάτασπρο τοίχο μιας καλοκαιρινής αυλής λίγο πριν τη Μονεμβασιά, γραμμένο από σπρέι, φυλαχτό σε κάποιο ματαιωμένο χέρι. Πίσω του, φαντάσου να προηγούνται ευλαβικά ματαιωμένες χειρονομίες. Θυμήθηκα τον Βακαλόπουλο. Πάλι. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατάφεραν να γυρίζουν πολύ άνετα από την άλλη μεριά, αυτό ήταν το πιο μεγάλο κατόρθωμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι ελεύθερες σχέσεις, ο σεβασμός της προσωπικότητας, η ισότητα των δύο φύλων, (...) να του γυρίζεις την πλάτη, να της γυρίζεις την πλάτη, το πρωί να έχετε μια δουλειά. Μέσα σε είκοσι χρόνια όλοι βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν μια δουλειά, στις δέκα και μισή έπρεπε να βρίσκονται κάπου. Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να βρισκόμαστε κάπου. Αλλού ο καθένας.

Είναι καιρός τώρα που παλεύω να συντάξω ένα κείμενο που ξεκινάει με τη λέξη ιδιωτεύουμε. Και κάπου εκεί, στην πρώτη πρόταση, σ'αυτό το ρήμα του πρώτου πληθυντικού, σκαλώνω· στη σκληρή του ομολογία, στο γκρεμό των αναμνήσεων που φωτογραφίζει αντίκρυ του: μια ανισόπεδη γεωγραφία των χειρονομιών και των βλεμμάτων, της οποίας η πυξίδα ζαβώθηκε, πια δεν δείχνει ούτε νότο, ούτε την πηγή με το νερό. Θάφτηκε στην άμμο, μαζί με κάτι καλοκαίρια που μας γύρισαν την πλάτη για πάντα. Αυτά φέρνω στο νου και το σκαλώνω. Αλλά και πως άλλαξαν οι ζωές μας, πως ζαβώθηκαν από τον ήλιο, από τους ήλιους, πόσο μυρίζουν λιγότερο ζωή. Είμαστε οι επιλογές μας στο youtube, το γαμάτο βίντεο που σπάμε όλοι πλάκα, ο τάδε καθυστερημένος, το έτσι αστείο, το κόμεντ που μας ψύχρανε, που κόψαμε, που όποιος πιστεύει αυτά να φύγει απ'το προφίλ μου. Φτιάξαμε προφίλ, με τον καιρό. Χειριζόμαστε την εικόνα μας, με αγωνία, με κανόνες. Διαγράφουμε φίλους και στίγματα απ'το προφίλ μας· δεν ταιριάζουν στο προφίλ. Διαγραφές· τοίχοι μεταξύ μας· τείχη μέσα μας. Γιατί πιστεύουμε άλλα ο καθένας· γιατί δεν συγχρονίζονται οι μονόλογοί μας· ένας τοίχος ο καθένας. Κάπου στριμωγμένα και απεγνωσμένα, ανάμεσα στις διατάξεις των ψηφίων, συναντιούνται πλέον οι ανάσες μας. Στο facebook, το προσωποβιβλίο· ηλεκτρονική προσωποκράτηση.

Έχουμε όλοι πρόσωπο, τώρα πια έχεις και μούρη· κύριος του εαυτού σου, άνθρωπος σωστός με επιλογές, με γούστα, έχεις password και χώρο ιδιωτικό να παίζεις -ιδιωτεύουμε- να ελέγχεις, να δημοσιοποιείσαι -ιδιωτεύουμε σου λέω. Να μαθαίνεσαι. Και -όχι όπως παλιά- κανείς δεν τσεκάρει τη μούρη σου, δεν σε κοιτάνε στα δόντια αν τους κάνεις. Κάνεις· μια χαρά τους κάνεις. Δεν έχει face control, έχει μόνο facebook control. Και, όχι, δεν είναι ο έλεγχος αν έχεις facebook. Είναι ο έλεγχος του facebook αν σε έχει. Αν έχεις παρουσία, αν υπάρχεις, αν σπουδαία γράφεις επαναστάτους, αν οργίζεσαι. Τόσο όσο. Αν έχεις τοίχο, αν έχεις γίνει τοίχος.

Όσο για τις φωνές μας, έχουμε γίνει σαν επιθεώρηση· γέροι μάπετ σόου στον εξώστη. Οι παρασιτικές ασημαντότητες και τα γυαλιστερά καλοπληρωμένα τίποτα κάνουν παρέλαση και εμείς μεγαλώνουμε τον μάταιο τον ανέξοδο θόρυβο, μπας και πηδήξουμε κι άλλο χειμώνα, μπας και περάσουμε τη θλίψη -να την κρύψουμε και να την ξεγελάσουμε. Η θλίψη που κι αυτή μεγαλώνει, αυξάνει κι η παγκόσμια θλίψη· το παγκόσμιο κλάμα κάποιου Χάκκα -ιδιωτεύουμε, δεν τον διαβάσαμε, τον διάβασες ίσως μόνος, στα πεταχτά. Όλη μέρα στο χορό του κάθε σαλτιμπάγκου, του κάθε τερατόμορφου καμποτίνου που αφήνει πληρωμένα σάλια πάνω στα ιερά μας μνήματα, των πάσχων, των πρετεντέρηδων, των αδωνίσκων, μαθημένοι στις λέξεις τους εμείς από πίσω, να τρέχουμε στο κατόπι τους, όλα με σύνθημα απαντημένα, όλα οργισμένα, όλα 0 και 1, όλα ψηφία· όχι πια ψήφος, μόνο ψηφία. Και κάτω από περσόνες χατζηστεφάνου και πολύχρωμα άβαταρ, παλεύουμε να συνταχθούμε και να μετρηθούμε, νομίζοντας πως η φωνή μας γράφεται -με γράμματα ή με ψηφία. Δεν γράφεται όμως. Η φωνή ακούγεται· αντηχεί, στο δρόμο μόνο, ούτε καν στο σπίτι -εκεί σε ακούει μόνο όποιος τυχαίνει να ιδιωτεύει πλάι σου. Έξω από τις ιδιοκτησίες, μπορείς να ακούσεις τη φωνή σου.

Και η ιδιωτεία μας -η ιδιώτευσή μας, πες το όπως ακούγεται πιο σωστά- έχει κομπανία. Αντάμα οι αυτά μας έφεραν ως εδώ με τις εύκολες απαντήσεις σε κάθε δυσκολία, που δεν γνωρίζουν από μεταίχμια, δεν συγκινούνται από όρια. Κύριοι της παρακμής τους, δεν θέλουν ν'αλλάξουν τίποτα· θέλουν να δείχνουν αυτά που δεν αλλάζουν. Γεννημένοι με τεντωμένα δάχτυλα, που λυγίζουν μόνο για τη μάσα, που χαλαρώνουν μόνο για να ξύσουν την πάρτη, τα ενδότερα του ιερού εαυτούλη. Οι αυτά μας έφεραν ως εδώ δεν έχουν ιδέα ούτε ποια είναι αυτά ούτε ποιο το εδώ -καλά καλά δεν ξέρουν το μας τι πάει να πει· αρνήθηκαν, βλέπεις, κάθε εμείς. Και σκήνικο πίσω από τις σκιές τους, η ελλάδα του Μελισσοκόμου: απόκρημνες ελπίδες και βοσκοτόπια, μελίσσια και ηρωικά κοινόβια στη μέση του πουθενά, χώρα του πουθενά και πουθενά χώρος, βρωμιά πασόκ, σιχαμένες ανταλλαγές, οικοδομές στην έρημο, ένδοξες τσιμεντοκολώνες στην ύπαιθρο και μπετόν αδριάντες σε πλατείες, χέρσα πεδία, χέρσοι δρόμοι, κυνηγημένος έρωτας, κυνηγημένα όνειρα, ίχνη στο χώμα και στην καταραμένη λάσπη που κανείς δεν τα είδε, που ήρθε και τα μπάζωσε κάτω από χυδαίες μίζες.

Στο δρόμο μόνο μετανάστες βλέπω να χαμογελούν, να συντηρούν μέσα σε κάθε έρεβος αυτή τη μικρή τελετουργία των μυών των χειλιών που μεγαλώνει το χρόνο, που μικραίνει το κακό. Κι αυτοί δεν έχουν ούτε βάρκιζες να κλαίνε, ούτε πεζούλια να χωρίσουν. Από μια καμένη πατρίδα έχει ο καθένας τους και μία βάρκα σε κάποιο βυθό, ντυμένη με ρούχα αδερφών τους που γίναν κοράλλια. ΛΟΛ λέμε εμείς στην καθημερινή μας συνάφεια, στις ψηφιακές επαφές μας· λολ, το χαμόγελο έγινε τρία γράμματα, ψηφία. Το χαμόγελο πια γράφεται, σταμάτησαν να συσπώνται οι μύες στα πρόσωπά μας. Σταμάτησαν και τα πρόσωπά μας. Γελούσε άραγε ο homo sapiens; Γελούσε ο νεάντερταλ;

Στο μεταξύ -ρεφρέν μελαγχολίας του τέλους των επιθυμιών μας- ιδιωτεύουμε, ταξινομούμε τόμους στις ετοιματζίδικες ναζιστικές βιβλιοθήκες μας, καταβροχθίζουμε τηλεοπτικές σειρές -κατεβάζουμε με αδηφαγία όλες τις σεζόν σε μία ώρα- και ενδελεχούμε σε σενάρια ηρώων αλλοτινών εποχών, αδυνατώντας να αναγνωρίσουμε σημάδια ηρωικά στις μελλοντικές εποχές, αυτές που εμείς φτιάχνουμε, αυτές που εμείς ορίζουμε. Πια λέμε λάηβ, όχι συναυλία. Είχε μια παρέα μέσα του αυτό το συναυλία. Το λάηβ έχει κάτι το ευρωπαϊκό -να βρίσκεσαι κάπου στις δέκα και μισή, να μαθαίνουμε να ζούμε χωριστά, να πηγαίνουμε στα λάηβ χωριστά, να συναντιόμαστε εκεί· για λίγο. Μέχρι να παίξει το κομμάτι μας, να το ποστάρουμε κι οι δυο την άλλη μέρα· στους τοίχους μας. Κι οι τοίχοι μας, ν'ακούνε τους φασίστες μέσα μας-αφού δεν τους ακούμε εμείς· κι αφού έχουμε βαλθεί να τους σκοτώσουμε. Αντί να τους πάρουμε από το χέρι να πάμε μια βόλτα, να δούμε πως είναι από την άλλη μεριά, να δούμε τους ανθρώπους απ'όλες τις μεριές, να πιούμε καμιά ρακή με αποτρελαμένους παπάδες που ξέχασαν το δρόμο του θεού, που έγιναν θεοί των δρόμων, να αγαπήσουμε κανά ζητιάνο. Αλλά πραγματικά αυτή τη φορά.

Λέω δηλαδή πως ήταν πιο ωραία με τις παύσεις και τις αποστάσεις, όταν λείπαμε ο ένας από τον άλλον για λίγο. Όταν παίρναμε τηλέφωνα -παίζοντας με τις αποστάσεις. Τις παλιές τις μέρες περίμενα πως και πως να χτυπήσει το τηλέφωνο. Τώρα τρέμω μη χτυπήσει, ειδικά μετά τα μεσάνυχτα. Είναι που έχουν αρχίσει και αραιώνουν κάποιοι κοντινοί, και είναι μια αγωνία πια οι πολύ κοντινοί -είναι που σου'χουν ξυπνήσει τέτοια χαράματα. Είναι που δεν καθήσαμε ποτέ να μετρήσουμε πόσες ευχές μας πραγματοποιήθηκαν. Κάθε χρόνο λέμε, κάθε χριστούγεννα, γενέθλια, ποιες βγήκαν άραγε; Ποιες μπήκαν στο αρχείο, ποιες άλλες να κάνουμε; Τι να ευχηθούμε τώρα; Αποστερημένοι από την από κοινού θέαση, ξεχάσαμε και τον Παζολίνι. Ξεχάσαμε ποιος είναι ο πατέρας μας, που είχε πάντα εικόνες για τα μάτια μας. Ζούκερμπερ θέλαμε, όχι μπάνιο στο Ζούμπερη -μια ηλιοκαμένη Κυργιακή (ναι, αυτή με ένα γ παραπάνω). Το share από τότε που έγινε κουμπί, έχασε τη σημασία του. Κανένα μοίρασμα, μόνο "αν το'χεις δει αυτό το βίντεο", όχι δεν το'χω δει, δες το, το βλέπω ως τη μέση, επόμενο βίντεο, συλλογή από κλικ. Views· θεάσεις του εφήμερου. Θεάσεις, όχι ματιές ούτε βλέμματα που συναντιούνται. Όπως όταν ασπούμε ξεκινάει το Repeater των Fugazi -μαλάκα μου περίεργος δίσκος, αν δεν τον ακούσουμε ολόκληρο δεν θα καταλάβουμε, το ξέραμε αυτό, κάτσε λοιπόν να τον ακούσουμε. Σιωπές, αυτιά στα ηχεία. Δεν υπάρχει αντίστοιχο ουσιαστικό του βλέμματος για το αυτί. Το αυτί εστιάζει στις παραμορφωμένες κιθάρες, ιδρώνει, αναστατώνεται, τρεκλίζει. Δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη σαν το βλέμμα, υπάρχει όμως κάτι από κοινού εδώ, υπάρχει κάτι παραπάνω από τη θέαση. Δίσκοι -πλέον μαζεμένοι σε στοίβες, ταξινομημένες υποσημειώσεις του βιώματος, μέσα στο γκρεμό των αναμνήσεων που σου'λεγα πριν πολλή ώρα.

Τώρα πια το καλοκαίρι γελάει μαζί μας, το φθινόπωρο και οι χειμώνες χασκογελούν· πάντα χασκογελούν. Εμείς τοίχοι και ψηφία, εντρυφούμε στο θάνατο στην πόλη· μας μαγνητίζει ψυχαναγκαστικά η μυρωδιά του. Τριγυρίζουμε στα ίδια λημέρια, στα μαγαζιά του ζόφου, στα άτιμα μεροκάματα, σχεδόν ανήμποροι να ονοματίσουμε με θάρρος τις έξεις μας, σχεδόν τσιγκούνηδες με τις λέξεις μας. Δεν παραδεχόμαστε ούτε ήττες, ούτε νίκες. Δεν αναγνωρίζουμε τον ήλιο, δεν βλέπουμε πια στο καλοκαίρι την τελευταία δυνατότητα να υπάρξουμε, δεν περιμένουμε από το φθινόπωρο, παραδινόμαστε στους χειμώνες. Ξεσκάμε που και που, μετρώντας ενοχές και αναβολές, ζωή πνιγμένη στα υπόλοιπα, στις εκκρεμότητες και τις σχεδιασμένες ματαιώσεις, στα μεταίχμια και στα όρια, παλεύοντας για ραντεβού και γουναράδικα, για λίγη ακόμα αξιοπρέπεια, για λίγο ήλιο στη μοίρα.

Παιδί σκοτώνεται στο κέντρο της πόλης· δεν είχε εισιτήριο. Ξαναγράφω τις λέξεις και ψάχνω την κλωστή που τις ενώνει: σκοτώνεται -το σκο με ο όπως το σκότος, ο σκοπός, η σκοπιά· δεν είχε εισιτήριο. Στο κέντρο της πόλης -κέντρο όπως κέντρο διασκέδασης, κέντρο όπως κέντρο φιλοξενίας, πόληόπως πολυκοσμία. Παιδί σκοτώνεται στο κέντρο της πόλης· έβλεπε ολυμπιακό και δεν ήταν φασίστας. Παιδιά περιμένουν να σκοτωθούν, περιμένουν να πεθάνουν, περιμένουν να ζήσουν, περιμένουν χωρίς εισιτήριο, περιμένουν στο κέντρο της πόλης. Πως έγιναν έτσι οι ζωές μας; Για πότε μύρισαν θάνατο; Πόσο πήρε να γίνουν κολάσεις οι πόλεις· τα μέρη που μεγαλώσαμε, που αγαπήσαμε, που αγαπηθήκαμε. Μέρη που εμείς τα μεγαλώσαμε· που αυξήσαμε τη σκιά τους και χτίσαμε ξέφωτα στις μεσοτοιχίες τους -τι ξέραμε άραγε από αντοχές υλικών όταν τα χτίζαμε; Παιδιά σκοτώνονται, δεν μεγαλώνουν· και είναι όλα φυσικά. Το μόνο που δεν είναι πια φυσικό είναι οι διακοπές μας. Βρωμάει θάνατος κι εκεί, τον κουβαλάς στη θάλασσα. Για πότε όμως η ζωή σου άδειασε απο θάλασσα. Για πότε έγινε κάθε ώρα κάθε στιγμή. Χωρίς διακοπές· μόνο ενοχές. Να ιδιωτεύουμε, να περνάει η ώρα. Να κάνουμε επιλογές, να γινόμαστε καλύτεροι· τοίχοι.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να βρισκόμαστε κάπου αλλού πάντα.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να ζούμε χωριστά.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να πεθαίνουμε χωριστά.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να μην ζούμε δεν μάθαμε να ζούμε.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ό,τι δεν.



Εδώ εμείς και δεν. Όλα στο 36 κόκκινο ρε. 

Ξανά και ξανά. Θα ανατέλλω.

 

[...] Frustrating, frustrating,
always waiting for the bigger axe to fall
A patient game that I can't find my way to play
Never mind what's been selling
It's what you're buying and receiving undefile


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά

Σελίδα 4 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA